Γιουτζίν Ρόγκαν
Η πτώση των Οθωμανών.
Ο Μεγάλος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή, 1914-1920

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016,
σελ. 504, τιμή 30 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ)

Ο «Μεγάλος Πόλεμος» νοείται πάντοτε ως η σύρραξη πολέμου χαρακωμάτων που χαρακτήρισε το Δυτικό Μέτωπο μεταξύ 1914 και 1918, συμπεριλαμβάνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, τα τεράστιας έκτασης πεδία των μαχών μεταξύ Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, όπως επιχειρηματολογεί πειστικά στο βιβλίο του «Η πτώση των Οθωμανών» (εκδ. Αλεξάνδρεια) Γιουτζίν Ρόγκαν, το οποίο κυκλοφορεί στις 26/9 στα ελληνικά, το δευτερεύον μέτωπο της Μέσης Ανατολής διαμόρφωσε με δραματικό τρόπο τον μεταπολεμικό κόσμο. Οι ειρηνευτικές συνθήκες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αδιανόητες προπολεμικά κατά τον Ρόγκαν, επέφεραν το τέλος των Οθωμανών και την αρχή των δεινών στη σύγχρονη Μέση Ανατολή.

Θα πρότεινα να ξεκινήσουμε λίγο πριν από την αρχή του βιβλίου σας, στον καιρό των λεγόμενων «Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων» μεταξύ 1839 και 1876. Αυτή η απόπειρα εκσυγχρονισμού στα ευρωπαϊκά πρότυπα πόσο επιτυχημένη λογίζεται;
«Η εποχή των μεταρρυθμίσεων υπηρετούσε έναν αυστηρά οθωμανικό στόχο –το να καταστήσει το κράτος περισσότερο βιώσιμο. Πιστεύω ότι υπήρξε πιο επιτυχής από ό,τι λογίζεται συνήθως. H Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στη διάχυση των νέων ιδεών και των τεχνολογιών της βιομηχανικής επανάστασης στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Οι Οθωμανοί κατά μία έννοια λειτούργησαν ως μεταφραστές των ευρωπαϊκών ιδεών της εποχής στα μη ευρωπαϊκά μέρη της Μεσογείου. Αυτή την εποχή ακριβώς βλέπουμε την εισαγωγή μιας ορθολογικής διακυβέρνησης, ορθολογικού αστικού χωροταξικού συστήματος, συστήματος προσωπικής φορολόγησης στη θέση του κοινοτικού, τη διάδοση της σύγχρονης εκπαίδευσης, την κατασκευή συστημάτων μεταφορών, τραμ και σιδηροδρόμων, όπως και σύγχρονων λιμενικών εγκαταστάσεων».
Αν σκεφτεί κανείς ότι η διάδοχη κατάσταση κυβέρνησε εξίσου αυταρχικά, κατά πόσο αποτελεί ρήξη με το παρελθόν η Επανάσταση των Νεότουρκων;
«Η Επανάσταση των Νεότουρκων αποτέλεσε θεμελιώδη μεταβολή. Επανέφερε την κοινοβουλευτική και συνταγματική διακυβέρνηση, θεσμούς που υπήρξαν σημαντικοί την περίοδο 1908-1918. Οι σουλτανικές εξουσίες περιορίστηκαν μετά το 1913 και η αυταρχική διακυβέρνηση άλλαξε χέρια –από τα ανάκτορα στο κυρίαρχο κόμμα, την Επιτροπή για Ενωση και Πρόοδο. Η τριανδρία των επικεφαλής της, οι Ενβέρ, Τζεμάλ και Ταλάτ, άσκησαν αυτή την εξουσία με αυταρχικότητα σε βαθμό εγκληματικότητας, με απόληξη τη γενοκτονία των Αρμενίων. Αντί ενός προσώπου έχουμε πια τρία, υπάρχει πίσω τους ένα κόμμα, νέοι θεσμοί όπου εγκαθίσταται το επίκεντρο της εξουσίας, το κράτος όμως εξακολουθεί να παραμένει αυταρχικό».
Γιατί η Γερμανία συμμάχησε τελικά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον λεγόμενο «ασθενή της Ευρώπης», ένα προβληματικό στρατιωτικά και οικονομικά κράτος;
«Το μόνο ενδιαφέρον για τους Γερμανούς σε μια πιθανή συμμαχία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν το χαρτί του τζιχάντ που μπορούσε να κηρύξει ο σουλτάνος ως χαλίφης, θρησκευτικός ηγέτης των απανταχού μουσουλμάνων. Οι οριενταλιστές στο περιβάλλον του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ , αντίθετα με τις εισηγήσεις των γερμανών αξιωματούχων που υπηρετούσαν ως σύμβουλοι της οθωμανικής κυβέρνησης, τον έπεισαν ότι μια ανάφλεξη του θρησκευτικού φανατισμού στις αποικίες της Αντάντ θα τις ανάγκαζε να δαπανήσουν πολύτιμη ενέργεια στην καταστολή τοπικών εξεγέρσεων με προφανές κόστος στο Δυτικό Μέτωπο. Το τζιχάντ λοιπόν ως μυστικό όπλο δικαιολογούσε μια τέτοια δέσμευση της Γερμανίας ήδη από τις απαρχές του Μεγάλου Πολέμου, όταν η γερμανική προέλαση στη Γαλλία ανακόπηκε μετά τη μάχη του Μάρνη και άρχισε ο πόλεμος χαρακωμάτων. Η βοήθεια τεράστιων ποσών σε χρυσό για την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή εξαγόραζε την αποσταθεροποίηση των Βρετανών στην Αίγυπτο, των Γάλλων στη Βόρεια Αφρική, των Ρώσων στον Καύκασο».
Απέδωσε καρπούς αυτή η συμμαχία;
«Η πολεμική απόδοση των Οθωμανών ήταν η μέγιστη δυνατή έκπληξη για τους συμμάχους. Μετά τις πρώτες επιτυχημένες επιθέσεις Βρετανών και Γάλλων που τους έπεισαν ότι αποτελούσε τον πιο αδύναμο κρίκο των Κεντρικών Δυνάμεων, οι Οθωμανοί πρόβαλαν εξαιρετικά σθεναρή άμυνα όπου μπορούσαν να οχυρωθούν, όπως στη χερσόνησο της Καλλίπολης ή στη μάχη της Κτησιφώντας στη Μεσοποταμία. Υποτιμώντας τους οι Βρετανοί βρέθηκαν σε μια κατάσταση στρατιωτικής υπερέκτασης, υπέστησαν μια σειρά από ήττες και αυτό με τη σειρά του υπέθαλψε τους φόβους τους για έκρηξη του μουσουλμανικού εξτρεμισμού. Οι Οθωμανοί λοιπόν φάνηκαν χρήσιμοι στους Γερμανούς με διττό τρόπο: αφενός πολέμησαν σθεναρά, αφετέρου, αν και απέτυχαν να εξαπολύσουν τελικά ένα τζιχάντ, έκαναν τους βρετανούς επιτελικούς να το φοβούνται τουλάχιστον ως τα τέλη του 1917».
Στα 100 χρόνια από τη συμφωνία Σάικς – Πικό και τις υπόλοιπες μυστικές συνθήκες μεταξύ των συμμάχων, θα έλεγε κανείς ότι αυτές αποτέλεσαν τη ρίζα του κακού στη Μέση Ανατολή;
«Η διπλωματία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αντικατέστησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία με ένα σύστημα εθνών-κρατών που συνιστά λίγο-πολύ τη Μέση Ανατολή όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Η συγκεκριμένη διαδικασία θα μπορούσε πράγματι να είχε συγκροτήσει ένα σταθερό σύστημα κρατών. Ωστόσο, ο αφανής παράγοντας της όλης υπόθεσης υπήρξε η βούληση, η συναίνεση των λαών της περιοχής. Συζητώντας μεταξύ τους Γάλλοι και Βρετανοί για το μέλλον του αραβικού κόσμου χωρίς αντιπροσώπους των Αράβων επέβαλαν τελικά μια λύση ενάντια στις επιθυμίες των αυτοχθόνων λαών, λύση νόθα, αποικιακό τεχνούργημα. Η όλη λογική ωστόσο δεν είχε να κάνει με την αρπαγή εδαφών προς δόξαν της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα αφορμάται από τον Μάρτιο του 1915, όταν στη λεγόμενη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης οι σύμμαχοι αποδέχονται τις ρωσικές διεκδικήσεις για την οθωμανική πρωτεύουσα, τα Δαρδανέλια, τη θάλασσα του Μαρμαρά και τον Εύξεινο Πόντο. Από αυτό το σημείο και μετά οι Βρετανοί έλκονται όλο και περισσότερο στη Μέση Ανατολή, ανακαλύπτουν ότι έχουν συμφέροντα στην περιοχή, ανακαλύπτουν ότι έχουν ανάγκη τους Αραβες ως εσωτερικό εχθρό των Οθωμανών. Η λογική λοιπόν της διπλωματίας δεν διαμορφώνεται τόσο από τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες όσο από τα συμφραζόμενα του πολέμου –και δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από αυτόν. Χωρίς τον πόλεμο καμία από αυτές τις συμφωνίες δεν θα είχε συναφθεί, οι Βρετανοί δεν θα προωθούσαν την ανεξαρτησία των Αράβων ούτε τη δημιουργία κράτους του Ισραήλ. Καμία από τις ειρηνευτικές συνθήκες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν θα φαινόταν λογική στους ευρωπαίους ηγέτες το 1912».
Η στρατιωτική ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μεγάλο Πόλεμο ήταν διαχειρίσιμη, η πτώση των Οθωμανών ήταν αναπόφευκτη;
«Αυτό που οδήγησε στην πτώση των Οθωμανών ήταν οι δρακόντειοι όροι της συνθήκης των Σεβρών που όχι μόνο αφαίρεσαν τις αραβικές χώρες αλλά τεμάχισαν τη Δυτική και την Ανατολική Ανατολία. Για τον σουλτάνο Μεχμέτ Στ’ η χώρα έβγαινε από τρεις συνεχείς πολέμους, τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με κατεστραμμένη την οικονομία της, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς ηθικό, χωρίς στρατιώτες. Αν δεν συναινούσε στα όσα απαιτούσαν οι νικητές, θα έπαιρναν ακόμη περισσότερα, ως και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η θέση του Κεμάλ Ατατούρκ και του εθνικιστικού κινήματος ήταν πως όσα παραχωρηθούν δεν θα επιστρέφονταν ποτέ, άρα αυτή η παράνομη συνθήκη έπρεπε να αμφισβητηθεί με τα όπλα. Είναι αποδεκτό ωστόσο να σκεφτεί κανείς ότι αν ο σουλτάνος είχε αρνηθεί να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών και είχε διακηρύξει «θα πέσουμε όλοι μαζί μαχόμενοι εναντίον της» αυτό που ονομάζουμε σήμερα «Τουρκική Δημοκρατία» θα λεγόταν ακόμη «Οθωμανική Αυτοκρατορία». Ο Ατατούρκ ήταν Οθωμανός, το κεμαλικό Εθνικό Σύμφωνο κάνει λόγο για «Οθωμανική Αυτοκρατορία», ο όρος «Τουρκία» δεν υπάρχει –ούτε και αναφέρεται η λέξη «δημοκρατία». Ολα γίνονταν στο όνομα του οθωμανικού κράτους. Δεν αποτελεί λοιπόν τραβηγμένη ιδέα να φανταστεί κανείς ότι ένα νικηφόρο κεμαλικό κίνημα ενωμένο με το σουλτανάτο κατά της Συνθήκης των Σεβρών θα μπορούσε να είχε διατηρήσει μια Οθωμανική Αυτοκρατορία στα όρια της σημερινής Τουρκίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ