Η συνεύρεση της ομορφιάς με την αυστηρότητα και το δέος είναι πάντα συναρπαστική. Αλλά αυτό που βλέπω απέναντι από την ανοιχτή πόρτα της σουίτας «Αθηνά» του ξενοδοχείου Αρχιπέλαγος (www.archipelagoskarpathos.com) στην Ολυμπο της Βόρειας Καρπάθου προσπερνά τον δωρικό κανόνα και αγγίζει τις μεταφυσικές παρυφές του ονείρου. Ναι, οι κορυφές από ατόφιο γρανίτη –ο Λευκαντείος μπροστά, ο Αναπρόσωπος πιο πίσω και η Κόκκινη Ρίζα στο φόντο -, που απέριττες όσο και μεγαλόπρεπες βυθίζουν τις οξείες γωνίες τους στο αενάως ανήσυχο Καρπάθιο πέλαγος, δεν είναι του κόσμου τούτου, του γνωστού, αλλά ενός άλλου, υπερρεαλιστικού, όπως ακριβώς και η ίδια η Ολυμπος. Απελευθερώνουν τη φανταστική πτυχή του ταξιδιού.
Τα τοπωνύμια μας συστήνει ο ξεναγός μας Γιώργος Τσαμπανάκης, που χωρίς τη συντροφιά του το ταξίδι μας θα ήταν μια φτωχή επιφανειακή έρευνα και δεν θα έφτανε βαθιά μέχρι τα εσώψυχα της Ολύμπου, αυτά που με πάθος ερευνά αδιάκοπα. Αν και δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει όλον αυτόν τον πλούτο που έχει αποθησαυρίσει, εμάς μας δανείζει ένα πολύ μικρό μέρος του. Ο Γιώργος, λοιπόν, εκτιμά ότι το πρόσωπο της Καρπάθου το διαμόρφωσε η οργάνωση της ζωής των κατοίκων σε κλειστές κοινωνίες γύρω από τέσσερα κάστρα, Ελυμπος, Μεσοχώρι, Κοράκι –πάνω από το Απέρι και τη Βολάδα –Μενετές. Ετσι δημιουργήθηκαν τα επιμέρους ιδιώματα της Καρπάθου, τα δακτυλικά αποτυπώματα της Ιστορίας, τέσσερα νησιά σε ένα, διαφορετικές νοοτροπίες, έθιμα, λαλιά, ενδυμασία.
Και τώρα απέναντί µας έχουμε το πιο ιδιόρρυθμο, την Ελυμπο, της οποίας οι 36 συνοικίες ξεκινούν από την κορυφή του λόφου, από το Κάστρο, δίπλα από την πολύ ατμοσφαιρική εκκλησία της Κοίμησης στο Πλατύ όπου γίνεται το γλέντι του Δεκαπενταύγουστου, και τρέχουν προς την πλαγιά του Προφήτη Ηλία, όπου τα σπίτια μετασχηματίζονται σε ανεμόμυλους, με τα πανιά τους μονίμως στραμμένα προς το μελτέμι. Στην αθέατη από το πέλαγος πλευρά, τα σπίτια με τα αετώματα και τα τσιμεντένια κάγκελα με τους δικέφαλους αετούς του Βυζαντίου κατεβαίνουν μέχρι κάτω τη ρεματιά με τους χλοερούς κήπους. Κάπου ανάμεσά τους είναι και το σπίτι-μουσείο του Βασίλη Χατζηβασίλη, ενός λαϊκού καλλιτέχνη στο πνεύμα του Θεόφιλου, που σκάλιζε πάνω στα κάγκελα ολόκληρες παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία. Στην ορατή από τη θάλασσα μεριά, τα σπίτια ισορροπούν στο φρύδι πάνω από τις Φύσες και την Ευγώνυμο, όπου σκαρώθηκαν πολλά κασιώτικα καράβια από το δάσος του Αγρέλλη που κάηκε πριν από χρόνια, και μερικοί από τους 93 μύλους της Ολύμπου, που έχει καταγράψει ο Γιώργος, εξακολουθούν να στέκουν εδώ φρουροί, ο ένας με τα πανιά του αναπετασμένα.
Στο εστιατόριο Μύλος,
ο κύριος Βασίλης βγάζει το φρένο του μύλου και η βαριά μυλόπετρα αρχίζει να γυρίζει και να κόβει το σιτάρι σε αλεύρι. Εξω η σύζυγός του, η κυρία Σοφία, με την καλοκαιρινή παραδοσιακή στολή της και το σκουφογύρι της, έχει ανάψει ήδη τον ξυλόφουρνο και βάζει να ψηθούν τα ψωμιά, οι πίτες με τη μυζήθρα και οι λαχανόπιτες, που οι επισκέπτες ξέρουν ότι ψήνει κατά τις 11 και τις περιμένουν να βγουν ζεστές από τον φούρνο. Μαζί ψήνονται και κολοκυθοανθοί, ντολμάδες, μουσακάς, παστίτσιο, κατσικάκι στη γάστρα, που η Πόπη φέρνει στο τραπέζι μαζί με τις παραδοσιακές, χειροποίητες, μακαρούνες με το τσίκνωμα. Στο Διαφάνι, στο σπίτι της Ρούλας Παπαβασίλη που μας φιλοξένησε, παρακολουθήσαμε την κυρία Μαγκαφούλα, τη μητέρα της, κι αυτή με την παραδοσιακή στολή της, να πλάθει τα «μακαρόνια» της ζύμης από αλεύρι, νερό και αλάτι, απ’ όπου έκοβε ένα κομμάτι, το πίεζε με τα δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού της για να γίνει μακαρούνα και με μια αριστοτεχνική κίνηση με τα ίδια δάχτυλα την έσπρωχνε στο σωρό. Στην Ελυμπο οι γυναίκες φημίζονται για την επιδεξιότητα των χεριών τους. Είδαμε τη Μαρίτσα να ντύνει γυναίκες και παιδιά με την πατροπαράδοτη στολή του χωριού τους, αλλά και να φτιάχνει πίτες και λαχανόπιτες περίτεχνα διακοσμημένες, που δεν απευθύνονται μόνο στον ουρανίσκο, αλλά και στα μάτια. Τις τρως με τα μάτια. Τις είδαμε στον «στάβλο» τους στην Αυλώνα –που τρεις ημέρες είχε γλέντι λόγω της γιορτής του Αϊ-Γιάννη στη Βρουκούντα -, ίσως τον πιο όμορφο αγροτικό οικισμό στον ελλαδικό χώρο.
ο κύριος Βασίλης βγάζει το φρένο του μύλου και η βαριά μυλόπετρα αρχίζει να γυρίζει και να κόβει το σιτάρι σε αλεύρι. Εξω η σύζυγός του, η κυρία Σοφία, με την καλοκαιρινή παραδοσιακή στολή της και το σκουφογύρι της, έχει ανάψει ήδη τον ξυλόφουρνο και βάζει να ψηθούν τα ψωμιά, οι πίτες με τη μυζήθρα και οι λαχανόπιτες, που οι επισκέπτες ξέρουν ότι ψήνει κατά τις 11 και τις περιμένουν να βγουν ζεστές από τον φούρνο. Μαζί ψήνονται και κολοκυθοανθοί, ντολμάδες, μουσακάς, παστίτσιο, κατσικάκι στη γάστρα, που η Πόπη φέρνει στο τραπέζι μαζί με τις παραδοσιακές, χειροποίητες, μακαρούνες με το τσίκνωμα. Στο Διαφάνι, στο σπίτι της Ρούλας Παπαβασίλη που μας φιλοξένησε, παρακολουθήσαμε την κυρία Μαγκαφούλα, τη μητέρα της, κι αυτή με την παραδοσιακή στολή της, να πλάθει τα «μακαρόνια» της ζύμης από αλεύρι, νερό και αλάτι, απ’ όπου έκοβε ένα κομμάτι, το πίεζε με τα δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού της για να γίνει μακαρούνα και με μια αριστοτεχνική κίνηση με τα ίδια δάχτυλα την έσπρωχνε στο σωρό. Στην Ελυμπο οι γυναίκες φημίζονται για την επιδεξιότητα των χεριών τους. Είδαμε τη Μαρίτσα να ντύνει γυναίκες και παιδιά με την πατροπαράδοτη στολή του χωριού τους, αλλά και να φτιάχνει πίτες και λαχανόπιτες περίτεχνα διακοσμημένες, που δεν απευθύνονται μόνο στον ουρανίσκο, αλλά και στα μάτια. Τις τρως με τα μάτια. Τις είδαμε στον «στάβλο» τους στην Αυλώνα –που τρεις ημέρες είχε γλέντι λόγω της γιορτής του Αϊ-Γιάννη στη Βρουκούντα -, ίσως τον πιο όμορφο αγροτικό οικισμό στον ελλαδικό χώρο.
Οι άκρες των χωµατόδροµων στην επικράτεια της Ολύμπου κρύβουν τις πιο ισχυρές θερινές απολαύσεις. Η οικογένεια Γκατούλη (ενοικιάσεις αυτοκινήτων, τηλ. 22450 22747) μας εφοδίασε από τα Πηγάδια με το κατάλληλο όχημα για να μπούμε στους χωματόδρομους που ξεκινούν από τις δύο άκρες του Διαφανίου, ο ένας για τη Βανάντα και ο άλλος για τον Απόκαπο (Παπα-Μηνά), δύο παραλίες με μικρά και μεγάλα βότσαλα και απίθανα, πολύχρωμα, νερά. Η περιπέτεια των θεαματικών αυτή τη φορά χωματόδρομων συνεχίζεται με διακλαδώσεις από τον κεντρικό δρόμο που πάει Σπόα και Κάτω Κάρπαθο –άσφαλτος εδώ και μερικά χρόνια –προς Νάτι και τον συνεχόμενο Μακρύ Γιαλό, προς Φίλιος (Αγιος Μηνάς), όπου ο Σωτήρης μάς κερνά βρώματα (κρίθαμα και γιαλόχορτα), και από άλλη διακλάδωση προς Φορόκλι. Ολες αυτές οι παραλίες είναι στρωμένες με κάθε μεγέθους μαύρα βότσαλα, πάνω στα οποία πηγαινοέρχονται σμαραγδένια νερά. Μπορεί να αποχαιρετήσει κανείς την Ελυμπο από τα αλώνια στο Πέι, με μια εμβληματική εικόνα της, έτσι όπως απλώνεται στη λοφογραμμή και οι γειτονιές της ακολουθούν τις καμπύλες του σώματος της Καρπάθου.
Το ταξίδι μας στην Πάνω και την Κάτω Κάρπαθο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Περιφερειακής Ενότητας Καρπάθου – Κάσου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ