15 χρόνια μετά

Ανάμεσα στα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης του υπουργικού συμβουλίου της γερμανικής κυβέρνησης, το οποίο θα συνεδρίαζε την Τετάρτη 24 Αυγούστου υπό την προεδρία της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ

Ανάμεσα στα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης του υπουργικού συμβουλίου της γερμανικής κυβέρνησης, το οποίο θα συνεδρίαζε την Τετάρτη 24 Αυγούστου υπό την προεδρία της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, βρισκόταν και μια έκθεση έκτασης 69 σελίδων του υπουργείου Εσωτερικών με τον τίτλο «Σχέδιο πολιτικής άμυνας». Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου, Γιοχάνες Ντίμροτ, ο οποίος μίλησε στην κυριακάτικη έκδοση της «Frankfurter Allgemeine Zeitung» τρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν το σχέδιο εγκρινόταν, η κυβέρνηση θα προέτρεπε δημοσίως τους πολίτες να διατηρούν μόνιμα στο σπίτι τους προμήθειες τροφίμων και νερού για δέκα και πέντε ημέρες αντίστοιχα, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης ή άλλης, μη κατονομαζόμενης, καταστροφής. Η πληροφορία έκανε τον γύρο των δυτικών πρακτορείων ειδήσεων επειδή ήταν η πρώτη φορά από τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου που η Γερμανία προέβαινε σε αναπροσαρμογή του δόγματος πολιτικής άμυνας, αλλά και επειδή συνέπεσε χρονικά με τον απόηχο μια σειράς δολοφονικών επιθέσεων, κάποιες από τις οποίες ταυτίστηκαν με το Ισλαμικό Κράτος. Δεκαπέντε χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όμως, η ψυχροπολεμική οπισθοδρόμηση δεν αφορά μόνο τον συναγερμό των πολιτών μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας, αφορά και την υφέρπουσα αίσθηση ενός μόνιμου πολέμου σε καθεστώς ειρήνης που διαπερνά πλήθος δυτικών κοινωνιών.
Οι ΗΠΑ και ο διαρκής πόλεµος
Για να περιγράψει κανείς αυτή την «κατάσταση μόνιμου πολέμου», λέει η Ρόζα Μπρουκς, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, πρέπει κατ’ αρχάς να επιστρέψει στους Δίδυμους Πύργους. Στο βιβλίο της με τίτλο «How Everything Became War and the Military Became Everything» (εκδ. Simon & Schuster), το οποίο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο συνοδευόμενο από πλήθος επαινετικών κριτικών, η Μπρουκς θεωρεί ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου «μας εισήγαγαν σε έναν κόσμο όπου ο πόλεμος χωρίς όρια απέβη μόνιμη κατάσταση και ο ρόλος του στρατού εξαπλώθηκε ώσπου κατέστη αγνώριστος». Η ίδια πίστευε από τη στιγμή που ο Τζορτζ Μπους ξεστόμισε τη φράση «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ότι μια τέτοια σύγκρουση «εκ φύσεως δεν θα γνώριζε όρια, γεωγραφικά σύνορα, όρους στο ποιος επιτρεπόταν να γίνει στόχος, να αιχμαλωτιστεί, να θανατωθεί –και δεν θα είχε τέλος». Δεν είναι τυχαίο, γράφει η Μπρουκς, ότι σε δημοσκόπηση του 2015 για λογαριασμό του Ινστιτούτου Γκάλοπ ο αμερικανικός στρατός εμπνέει εμπιστοσύνη στο 72% των ερωτηθέντων, ενώ η προεδρία στο 33% και το Κογκρέσο μόλις στο 5%. Οι στρατιωτικές δυνάμεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου συνιστούν πολυεργαλείο: στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν δραστηριοποιήθηκαν στον χώρο των «υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, ειδήσεων και πληροφοριών, οικονομικής ανάπτυξης, τοπικής πολιτικής», στις ΗΠΑ μπορούν να επιφορτίζονται με το καθήκον της αποτροπής της παράνομης μετανάστευσης στα σύνορα ή τη συμμετοχή στην κατάσβεση δασικών πυρκαγιών. Σήμερα, ο επίσημος προϋπολογισμός του υπουργείου Αμυνας ανέρχεται στο επίπεδο-ρεκόρ των 500 δισ. δολαρίων. Εάν, όμως, προστεθούν και οι όμορες δαπάνες από αυτά της Εσωτερικής Ασφάλειας ή Ενέργειας, ο λογαριασμός φτάνει στις παρυφές του 1 τρισ. Τέτοια κόστη συνεπάγονται έναν φαύλο κύκλο: «Η απαίτηση να επιτελεί ο στρατός μη παραδοσιακές αποστολές (…) σημαίνει υψηλότερο προϋπολογισμό. Ο υψηλότερος στρατιωτικός προϋπολογισμός μας εξαναγκάζει σε (…) πάγωμα ή περικοπές δαπανών στη διπλωματία, στην ανάπτυξη και στα εσωτερικά κοινωνικά προγράμματα. Καθώς οι περικοπές σακατεύουν τις δημόσιες υπηρεσίες, αυτές παύουν να λειτουργούν με την προηγούμενη αποτελεσματικότητα, οπότε προσβλέπουμε στον στρατό για να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα».
Η Ευρώπη εν καιρώ ειρήνης
Μεταξύ 2015 και 2016 το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, η Νίκαια βρέθηκαν στο επίκεντρο τρομοκρατικών ενεργειών από ακραίους ισλαμιστές. Ο απολογισμός ήταν 273 νεκροί και 1.164 τραυματίες, αριθμός αδιανόητος για την Ευρώπη, ακόμη και όταν δρούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η RAF στη Γερμανία και ο IRA στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Εξ ου και οι ήδη μετρήσιμες μεταβολές στην ευρωπαϊκή ψυχολογία. Δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου από το 2015 εμφανίζει περίπου το 50% των απαντήσεων να κατονομάζουν την τρομοκρατία ως τη σημαντικότερη απειλή για την ασφάλεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όταν το 2011 τον ρόλο της κύριας ανησυχίας κατείχε η οικονομική κρίση. Ενστικτωδώς, η απάντηση της πολιτικής ηγεσίας φέρει χρώματα παραλλαγής: μετά τη σφαγή στο Μπατακλάν και τις άλλες επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, έθεσε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης κινητοποιώντας μονάδες του στρατού για να ενισχύσει την αστυνόμευση της χώρας. Εκτοτε, η γαλλική Βουλή ψήφισε τρεις διαδοχικές επεκτάσεις της, με την τελευταία στις 20 Ιουλίου, μερικές ημέρες μετά τη μαζική δολοφονία 86 ατόμων στη Νίκαια κατά τη διάρκεια των εορτασμών της 14ης Ιουλίου, να έχει ισχύ έως τον Ιανουάριο του 2017. Υπό το φως των επερχόμενων προεδρικών εκλογών τον επόμενο Μάιο, η εξτρεμιστική ρητορική της Ακροδεξιάς εντείνεται. Υπό το κράτος των συναισθημάτων που προκαλεί ο αριθμός των θυμάτων, ο δημόσιος διάλογος γύρω από την επιθυμητή ή μη «ισραηλοποίηση» της Γαλλίας είναι βίαιος.
Ισραηλοποίηση ή εξαµερικανισµός;
Πενήντα χρόνια πριν, το 1965, το Ισραήλ βρισκόταν στα πρόθυρα να αποβεί το κατεξοχήν success story της μεταπολεμικής εποχής. Γηγενείς Εβραίοι, Ασκενάζι από την Κεντρική Ευρώπη, επιζώντες του Ολοκαυτώματος και Μιζραχίμ από τις αραβικές χώρες είχαν αρχίσει να συνθέτουν μια μάλλον ανεκτική κοινωνία όπου διακρίσεις σε βάρος των Αράβων υπήρχαν, υπήρχε όμως και μια σημαντική μερίδα ισραηλινών διανοουμένων που έθετε το πρόβλημά τους ως ζήτημα πολιτικών δικαιωμάτων –ζήτημα δηλαδή πολιτών του κράτους, όχι υποβλεπόμενης μειονότητας.

Οσα επισημαίνει ο ισραηλινός ιστορικός Τομ Σεγκέβ στο βιβλίο του «1967: Israel, the War and the Year that Transformed the Middle East» (εκδ. Metropolitan Books) άλλαξαν δραματικά μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών από το Ισραήλ, την ένταση του αποκλεισμού των Αράβων εντός της χώρας και τα επακόλουθα χρόνια της προσφυγής παλαιστινιακών οργανώσεων σε βομβιστικές εκστρατείες ως μέθοδο απελευθερωτικού αγώνα. Η στρατιωτικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας τεκμαίρεται από το γεγονός ότι οι νέοι άνδρες και γυναίκες στρατεύονται στα 18 για 32 και 24 μήνες αντίστοιχα, ως τα 49 τους χρόνια καλούνται τακτικά για επανεκπαίδευση διάρκειας ενός μήνα, ενώ οι οπλισμένες περίπολοι δυνάμεων ασφαλείας σε δημόσια μέσα μεταφοράς και οι συστηματικοί έλεγχοι εισόδου σε δημόσιους χώρους αποτελούν καθημερινότητα. Τέλος, η ανάδειξη στρατιωτικών ηγετών σε ανώτατα αξιώματα αποτελεί σύνηθες φαινόμενο: πρώην στρατηγοί όπως οι Γιτζάκ Ράμπιν, Εχούντ Μπάρακ και Αριέλ Σαρόν μονοπώλησαν σχεδόν την πρωθυπουργία στη δεκαετία του ’90.

Ο πολιτειολόγος Τομά Γκενολέ έγραφε στο τέλος Ιουλίου στη γαλλική έκδοση του «Slate» ότι η «ισραηλοποίηση» είναι και εσφαλμένη και ευνοϊκή για «την άκρα Δεξιά και τις ταυτοτικές πολιτικές που θέλουν να σπρώξουν τη γαλλική κοινωνία προς μια νοοτροπία απαρτχάιντ». Αν αυτό το μοντέλο δεν χωνεύεται από τη laїcité, το έτερο πρότυπο, αυτό των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, μπορεί άραγε να αποδειχθεί πιο εύπεπτο στην Ευρώπη; Στο κάτω κάτω, την περίοδο της «έκδοσης κρατουμένων», των «black sites» και του waterboarding, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είτε ανέχθηκαν είτε συμμετείχαν στην υλοποίηση του αμερικανικού τρόπου αντιμετώπισης της Αλ Κάιντα στο έδαφός τους. Τώρα που η προεδρία Ομπάμα έτρεξε αποτελεσματικά (με τις εξαιρέσεις, πάντως, του μαραθωνίου της Βοστώνης το 2013, του Σαν Μπερναρντίνο το 2015 ή του Ορλάντο το 2016) μια πιο light εκδοχή της εθνικής ασφάλειας του Μπους, δεν θα μπορούσαν η Γαλλία, το Βέλγιο και η Γερμανία να παραδειγματιστούν;
Η πρώτη αντίρρηση είναι ότι λείπει η υλικοτεχνική υποδομή: το δαιδαλώδες δίκτυο των ομοσπονδιακών υπηρεσιών που περιγράφει γλαφυρά η Ρόζα Μπρουκς και τα drones που επιχειρούν μαζικά εκτός εθνικής επικράτειας –506 χτυπήματα με 3.040 τρομοκράτες και 391 πολίτες νεκρούς επί Μπαράκ Ομπάμα, σύμφωνα με άρθρο των «New York Times» από τις 12 Ιανουαρίου 2016. Η δεύτερη ένσταση έχει να κάνει με την πολιτική εξουσία και την πολιτική βούληση: Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά θα ήταν αναγκασμένες πλέον ρητά να κατέλθουν στον προνομιακό έως τώρα στίβο της Ακροδεξιάς, το πεδίο της δημόσιας τάξης, με μια συγκροτημένη απάντηση, κάτι που επί χρόνια αδυνατούν να πράξουν. Και πρώτα από όλα, θα πρέπει κανείς να είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί την τελική διαπίστωση της Μπρουκς –μια διαπίστωση που μάλλον ούτε και η ίδια αντιλαμβάνεται πόσο απαισιόδοξη ηχεί: «Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να χαράξουμε ολοένα και πιο αυθαίρετες γραμμές μεταξύ «καιρού ειρήνης» και «καιρού πολέμου» και να δεχθούμε ότι συγκρούσεις κάποιου επιπέδου θα βρίσκονται πάντοτε μαζί μας». Ναι, η προσθήκη «δεν χρειάζεται να τις αφήσουμε να διαστρεβλώσουν τις αξίες μας» συμπληρώνει την πρόταση –αλλά απλώς χρυσώνει το χάπι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.