Κληθήκαμε βιαστικά από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Α. Η υπόθεση φαινόταν απλή. Σύμφωνα με έναν υπάλληλο, η εταιρεία είχε χάσει αρκετά εκατομμύρια ευρώ από τις προμήθειες που πραγματοποίησε μέσω ενός συγκεκριμένου προμηθευτή της, της εταιρείας Β. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του σε αυτή την υπόθεση ήταν ότι ένας από τους συνιδιοκτήτες της εταιρείας Β υποτίθεται ότι ήταν διευθυντής της εταιρείας Α.
Ξεκινήσαμε το επίπονο έργο της συλλογής τεκμηρίων. Με την πρώτη ματιά όλα φαίνονταν εντάξει. Η εταιρεία Α διεξήγε διαγωνισμούς που κέρδιζε η εταιρεία Β, ένας από τους κύριους προμηθευτές της εδώ και χρόνια. Λίγες ημέρες αργότερα παρατηρήσαμε ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις των προσφορών συντάχθηκαν έτσι ώστε μόνο η εταιρεία Β μπορούσε να τους ικανοποιήσει και επειδή αυτή η επιχείρηση είχε πολύ καλές επαφές με τους υπαλλήλους της εταιρείας Α γνώριζε εκ των προτέρων για το μέγεθος και τις προθεσμίες των επερχόμενων παραγγελιών. Χάρη σε αυτό, η εταιρεία Β ολοκλήρωνε την παραγωγή της σε τέτοιον χρόνο που να της επιτρέπει να παραδίδει τα υλικά στις απαιτούμενες μέρες, κάτι που οι άλλοι υποψήφιοι στον διαγωνισμό αδυνατούσαν να προλάβουν. Φυσικά δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η εταιρεία Β δεν ήταν από τις φθηνότερες.
Ωστόσο πραγματικά περίεργα πράγματα άρχισαν να προκύπτουν, αφού αναλύσαμε πληροφορίες για την εταιρεία Β από τα καταστατικά έγγραφα ίδρυσής της. Οι ιδιοκτήτες αποτελούνταν από μία ομάδα από πρώην και νυν εργαζομένους της εταιρείας Α που έκανε τις παραγγελίες. Οι οικονομικές καταστάσεις αποκάλυψαν ότι οι συνιδιοκτήτες της εταιρείας Β είχαν μοιραστεί μερικά εκατομμύρια μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Οι υπάλληλοι της εταιρείας Α που κατείχαν μετοχές στην εταιρεία Β δεν ήταν δυνατόν να κατηγορηθούν για παραβίαση των συμβάσεων εργασίας τους, αφού η εταιρεία Α δεν είχε κανονισμούς που να απαγορεύουν τέτοιες σχέσεις. Συνεπώς, η υπόθεση έληξε εδώ.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στα διευθυντικά στελέχη της εταιρείας Α και σε μετόχους της εταιρείας Β να επικεντρωθούν στη διοργάνωση ενός νέου διαγωνισμού που θα ήταν «καθαρός» αυτή τη φορά.
«Εχουμε πέντε προσφέροντες οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις» μας εξήγησε με υπερηφάνεια ο διευθύνων σύμβουλος. «Αυτή τη φορά ο διευθυντής του Τμήματος Προμηθειών στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Οπως και να έχει όμως, μπορείτε να ρίξετε μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτές τις εταιρείες και να με ενημερώσετε αν κάτι δεν είναι σωστό».
Επανήλθαμε στον διευθύνοντα σύμβουλο αρκετά γρήγορα, γιατί, όπως αποδείχθηκε, πολλά σημεία του διαγωνισμού αυτού ήταν ύποπτα. Ο διαγωνισμός συγκέντρωσε προσφορές από την εταιρεία Β, τις συνδέσεις της οποίας ήδη γνωρίζαμε, την εταιρεία Γ, η οποία ήταν θυγατρική της εταιρείας Β, την εταιρεία Δ, η οποία είχε την ίδια διαχείριση με την εταιρεία Β, μια κοινοπραξία των εταιρειών Β και Γ και μια ακόμη εταιρεία που, όπως αποδείχθηκε, τα στελέχη της είχαν οικογενειακούς δεσμούς με τους άλλους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό.
Το θέμα αυτού του άρθρου αφορά τη σύνδεση των στελεχών των εταιρειών –μια λέξη-κλειδί σε πολλά επιχειρηματικά σκάνδαλα στις μέρες μας. Οι οικογενειακοί δεσμοί μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμοι όταν απαιτούνται έμπιστα άτομα για τη συγκάλυψη τέτοιου είδους απατών. Εσείς ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο από την οικογένεια;
*Ο κ. Γιάννης Δρακούλης είναι επικεφαλής του Τμήματος Διερεύνησης Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών
της ΕΥ Ελλάδας

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ