Ο Τσίπρας βλέπει πια ξεκάθαρα ότι το πράγμα δεν βγαίνει. Η εποχή των εντυπώσεων παρήλθε οριστικά και αμετάκλητα και πλέον όλα όσα έκανε τον περιμένουν μαζεμένα στην επόμενη στροφή, που δεν είναι άλλη από την επερχόμενη αξιολόγηση, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις που γεννούν τα όσα έχει ήδη ψηφίσει και τώρα εφαρμόζονται. Η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι…
Συνεπώς, αναζητεί μια διέξοδο και μάλιστα επί ζητήματος στο οποίο να μπορεί να δημαγωγήσει εκ νέου ασύστολα και να το χρησιμοποιήσει για να ξεφύγει από τα αδιέξοδά του. Στις 20 Αυγούστου, η παρούσα στήλη σημείωνε, στο άρθρο «Βλάσφημη εξουσία», ότι την βρήκε: είναι το ζήτημα των διεκδικήσεων από τη Γερμανία. Οι κινήσεις του των τελευταίων ημερών, επιβεβαιώνουν αυτή τη στρατηγική, του να σηκώσει ένα θέμα που ο ίδιος έχει από καιρό θάψει, προκειμένου να ξεφύγει. Να πει δηλαδή ότι δεν είναι η αποτυχία του, αλλά η δήθεν όψιμη, ξαναζεσταμένη και παρατημένη μετά την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία «σύγκρουσή» του με τους Γερμανούς στην οποία οφείλεται το βάραθρο που σύντομα ανοίγει εμπρός του. Με άλλα λόγια, ετοιμάζεται να κάνει την πιο ανίερη από όλες τις μέχρι σήμερα πράξεις του: να ρίξει τις πιο τραγικές ώρες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ως τελευταίο χαρτί στο χωρίς ιερό και όσιο πολιτικό παιγνίδι του.
Το πρώτο βήμα ήταν η ίδια η επαναφορά του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων, έπειτα από πολύ μακρά σιωπή. Το δεύτερο, ήταν η άρνησή του να μεταβεί στο Βερολίνο για την προετοιμασία της ερχόμενης συνόδου κορυφής κατόπιν προσκλήσεως της καγκελαρίου Μέρκελ, κάτι που, φυσικά, σημειώθηκε ακόμα πιο σοβαρά από τους Γερμανούς. Το τρίτο ήταν η σύγκλιση της συνόδου των ηγετών του νότου στην Αθήνα – μόνον για τις κάμερες, χωρίς την παραμικρή ουσία. Το τέταρτο, ήταν η συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde εν όψει της συνόδου, όπου και επέστρεψε πια στην προκυβερνητική του ρητορική περί γερμανικής Ευρώπης, την οποία, φυσικά, ουδέποτε πίστευε, όπως ουδέποτε πίστεψε και οτιδήποτε άλλο από όσα μέχρι τώρα έχει πει.
«Θα πρέπει συλλογικά να αποφασίσουμε αν είμαστε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ή μια Γερμανική Ευρώπη» λέει τώρα ο Τσίπρας. «Είναι προτιμότερη μια Ευρωπαϊκή Γερμανία, δυνατή και δημοκρατική απ΄ ότι μια Γερμανική Ευρώπη που συμπεριφέρεται ως «ταμιευτήριο» με υπερβολικά δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Το παιγνίδι αυτό δεν είναι μόνον απίστευτα προσβλητικό για τον ελληνικό λαό και την πιο τραγική περίοδο της πρόσφατης ιστορίας του, αλλά είναι και εξαιρετικά επικίνδυνο. Η επιστροφή του στην αντιγερμανική ρητορική, την οποία προφανώς πιστεύει ότι του επιτρέπει και ο κλονισμός της γερμανικής κυβέρνησης μετά τις τελευταίες εκλογές, είναι μία γελοία υπόθεση για κάποιον που, εν τω μεταξύ, έχει δώσει γη και ύδωρ στο Βερολίνο. Δείχνει όχι μόνον τον γνωστό πια σε όλους ακραίο πολιτικό αμοραλισμό του, αλλά και πολύ επικίνδυνη άγνοια της πραγματικότητας ή αδιαφορία γι αυτήν. Μετά τα όσα έκανε ως πρωθυπουργός, ο Τσίπρας είναι ο τελευταίος άνθρωπος ο οποίος μπορεί τώρα να μιλά περί γερμανικής Ευρώπης. Η αναξιοπιστία του είναι απόλυτη προς όλες τις πλευρές και αν πάει τώρα και έτσι προς αυτή την κατεύθυνση, θα παίξει με τη φωτιά πολύ περισσότερο από ότι και στο τραγικό δημοψήφισμα.
Ο άνθρωπος είναι πλέον ο ίδιος ένα πάρα πολύ επικίνδυνο καμένο χαρτί, που, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του είναι πια ικανός να κάψει χωρίς δεύτερη σκέψη και τη χώρα, αν την οδηγήσει, όπως εν τω μεταξύ την κατάντησε, σε τέτοιου είδους σύγκρουση, ακόμα κι αν θέλει απλώς να πετύχει μία ηρωική έξοδο αντί της ατιμωτικής που του επιφυλάσσεται από τις εξελίξεις, με πρωτοστάτες τους μέχρι χθες φίλους του του Βερολίνου στους οποίους έδωσε τα πάντα, αλλά που τώρα, ξαφνικά θυμήθηκε ότι δεν του αρέσουν πια. Η γερμανική Ευρώπη σύντομα θα πέσει, ήδη αυτό έχει ξεκινήσει και δεν σταματά. Αλλά, ασφαλώς, όχι από έναν δημαγωγό στην Ελλάδα, που απλώς, εν τω μεταξύ, θα κάψει τη χώρα του…