Την ώρα που η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό μοιάζει ετοιμόρροπη, με συνέπειες προφανείς για την Αθήνα, ένα νέο μέτωπο αναμένεται να ανοίξει προσεχώς για την ελληνική κυβέρνηση. Η αναθεώρηση του Συστήματος του Δουβλίνου για το Ασυλο απασχολεί ήδη εντονότατα τα υπουργεία Μεταναστευτικής Πολιτικής και Εξωτερικών, ενώ έχει συγκροτηθεί ειδική Task Force για τη διαμόρφωση των ελληνικών θέσεων υπό την εποπτεία του Γιάννη Μουζάλα και του Νίκου Ξυδάκη. Σύμφωνα μάλιστα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», η Αθήνα εκφράζει σοβαρότατες ανησυχίες και διαφωνίες επί συγκεκριμένων σημείων των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που μπορούν να οδηγήσουν σε τροχιά σύγκρουσης τους προσεχείς μήνες.Ουσιαστικά η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι οι προτάσεις της Κομισιόν, όπως αρχικώς παρουσιάστηκαν στις 6 Απριλίου και εξειδικεύθηκαν στις 4 Μαΐου, δεν μεταβάλλουν τα σημερινά κριτήρια του Συστήματος του Δουβλίνου, απλώς τα προσαρμόζουν. Σύμφωνα με υψηλόβαθμη υπηρεσιακή πηγή που μίλησε στο «Βήμα», «η πρόταση αναθεώρησης του Δουβλίνου εξακολουθεί να επιβαρύνει δυσανάλογα τα μετωπικά κράτη, παρά το γεγονός ότι το σημερινό σύστημα έχει αποδειχθεί μη βιώσιμο και μη λειτουργικό». «Επιπλέον» προσθέτει «δεν λαμβάνει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις των θαλασσίων συνόρων, τα οποία δεν μπορούν να σφραγιστούν». Ο ίδιος παράγοντας δεν δίστασε να προσθέσει ότι η ελληνική πλευρά έχει προετοιμαστεί για πολύ σκληρή διαπραγμάτευση –με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι αλλαγές και οι διαφωνίες
Ως γνωστόν, το βασικό κριτήριο του Δουβλίνου ΙΙΙ ήταν αυτό της παράνομης εισόδου ενός προσώπου σε ένα κράτος-μέλος. Το κράτος στο οποίο έφθανε πρώτα ένα πρόσωπο είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης ασύλου, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό ήθελε να μετακινηθεί και να λάβει ενδεχομένως άσυλο σε άλλη χώρα. Ωστόσο, η μαζική προσφυγική κρίση του 2015 ανέτρεψε πλήρως τα δεδομένα, επέφερε τεράστιο βάρος σε κράτη όπως η Ελλάδα και η Ιταλία και πλέον αναζητούνται λύσεις που θα κάνουν το σύστημα δικαιότερο.
Οι βασικές τροποποιήσεις που έχει προτείνει η Κομισιόν είναι τρεις.
Πρώτον, ένα νέο αυτοματοποιημένο σύστημα παρακολούθησης του αριθμού των αιτήσεων ασύλου και των προσώπων που επανεγκαθίστανται σε κάθε κράτος-μέλος.
Δεύτερον, ένα κλειδί αναφοράς που θα καθορίζει πότε ένα κράτος δέχεται δυσανάλογη πίεση στο εθνικό σύστημα ασύλου.
Θα υπάρχουν δύο ισοβαρή κριτήρια στα οποία θα βασίζεται το κλειδί αναφοράς: το μέγεθος του πληθυσμού και το συνολικό ΑΕΠ της χώρας.
Τρίτον και σημαντικότερο, η Επιτροπή έχει προτείνει έναν «μηχανισμό δικαιοσύνης» ο οποίος θα εφαρμόζεται όταν μια χώρα, όπως π.χ. η Ελλάδα, αντιμετωπίζει δυσανάλογη πίεση στο σύστημα ασύλου. Αν ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου ξεπεράσει το 150% του αριθμού αναφοράς, τότε θα ενεργοποιείται αυτόματα ο μηχανισμός. Κάθε νέα αίτηση μετά την ενεργοποίηση θα εξετάζεται από άλλα κράτη ώστε να επανέλθει ο αριθμός αναφοράς κάτω του 150%.
Η Αθήνα, τουλάχιστον σε αυτό το αρχικό στάδιο, προτίθεται να διατυπώσει σειρά ενστάσεων. Η αυτόματη ενεργοποίηση του «μηχανισμού δικαιοσύνης» όταν οι αιτήσεις ασύλου φθάσουν στο ποσοστό του 150% ουσιαστικά δεν επιλύει το πρόβλημα διότι η χώρα πρώτης εισόδου θα βρίσκεται συνέχεια στο όριο της ικανότητάς της να επεξεργάζεται αιτήσεις και υπό συνεχή πίεση, από τη στιγμή μάλιστα που η Κομισιόν με βάση το 2ο Πακέτο για το Ασυλο του περασμένου Ιουλίου αυστηροποιεί έτι περαιτέρω τις διαδικασίες ώστε η θεμελιώδης αρχή του να μη μετακινούνται οι ασυλούχοι από τη χώρα ευθύνης να γίνεται απόλυτα σεβαστή.
Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι ο πυρήνας του Συστήματος του Δουβλίνου που μεταφέρει πολύ μεγάλο βάρος στο κράτος πρώτης εισόδου για την κατάθεση, εξέταση και απόρριψη ενός αιτήματος ασύλου δεν μεταβάλλεται. Επιπλέον η πρώτη χώρα εισόδου πρέπει να επωμιστεί και την εφαρμογή της διαδικασίας επιστροφής.
Παράλληλα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η Αθήνα, το βάρος για τη χώρα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο διότι έχει αφαιρεθεί από την πρόταση της Κομισιόν η 12μηνη περίοδος που προβλέπεται σήμερα στο Δουβλίνο ΙΙΙ, μετά την οποία παύει να ισχύει η ευθύνη της πρώτης χώρας εισόδου για τον αιτούντα άσυλο.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ακόμη και αν η χώρα επιστρέψει κάποιον του οποίου το αίτημα απερρίφθη, αν αυτός καταφέρει να ξαναεισέλθει στην ΕΕ, ακόμη και από άλλη χώρα, η αρχική χώρα εισόδου εξακολουθεί να έχει την ευθύνη για αυτόν!
Οι εμπλοκές στη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας
Η κατάσταση καθίσταται ακόμη δυσκολότερη διότι σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μεταξύ των οποίων και το Βερολίνο, εκφράζεται ενόχληση για την «κωλυσιεργία», όπως ανέφερε στο «Βήμα» ευρωπαίος διπλωμάτης, της Αθήνας να προχωρήσει ταχύτερα η διαδικασία επιστροφών Σύρων προς την Τουρκία ώστε να λειτουργήσει ομαλά η Συμφωνία της 18ης Μαρτίου. Το γεγονός αυτό, με δεδομένη τη διαφαινόμενη πρόθεση κορυφαίων ευρωπαίων παραγόντων να μη δυσαρεστήσουν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (η πρόσφατη «κωλοτούμπα» του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς μετά τη συνάντησή του με τον τούρκο πρόεδρο είναι ενδεικτική) θα μπορούσε να φέρει την ελληνική πλευρά σε δυσχερή θέση.

«Η Αθήνα πρέπει να κάνει αυτό που της αναλογεί και να σταματήσει να διαμαρτύρεται για αυξημένες ροές από την Τουρκία. Αν οι επιστροφές ήταν ταχύτερες, δεν θα υπήρχε ασφυκτική κατάσταση στα νησιά»
τονίζει χαρακτηριστικά.

Εκφράζει δε αμφιβολίες για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν άτομα που έχουν λάβει άσυλο μετακινηθούν από τα νησιά στην ενδοχώρα ώστε να υπάρξει αποσυμφόρηση. «Ολοι θυμόμαστε πως εντός του 2015 αλλά και αργότερα πολλοί πρόσφυγες «εξαφανίζονταν» από την Ελλάδα και αργότερα «εμφανίζονταν» σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες» τονίζει. Η άποψη που έχει διαμορφωθεί σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι η συμφωνία με την Τουρκία αποτελεί παράδειγμα που πρέπει να αξιοποιηθεί και για ανάλογες συμφωνίες με αφρικανικές χώρες.

Την ίδια στιγμή στην Αθήνα η απάντηση την οποία δίνουν ενημερωμένες πηγές είναι ότι η εξέταση των αιτημάτων ασύλου είναι μια συγκεκριμένη διαδικασία που δεν μπορεί να παρακαμφθεί.
Σημειώνουν ότι η Αρχή Προσφυγών λειτουργεί πλέον ταχύτερα μετά την αλλαγή της σύνθεσης των αρμόδιων επιτροπών (όπου συμμετέχουν δύο δικαστικοί), αλλά παράλληλα η απόσυρση των τούρκων αξιωματικών-συνδέσμων από τα ελληνικά νησιά δημιουργεί προσκόμματα. Μάλιστα ο Βενσάν Κοστέλ, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, δήλωσε πρόσφατα ότι λόγω αυτής της εξέλιξης η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας έχει ουσιαστικά σταματήσει να λειτουργεί. Παράλληλα υπάρχουν ελλείψεις προσωπικού και αναμφίβολα η αποστολή ειδικών μέσω του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης Ασύλου έχει καθυστερήσει.

«Μας κοροϊδεύουν» λέει η Αθήνα
Για το θέμα όμως της αύξησης του αριθμού των προσφύγων στην Ελλάδα οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι ο ρυθμός της μετεγκατάστασης παραμένει πολύ χαμηλός και οι περισσότερες χώρες δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους. «Πρόκειται περί κοροϊδίας» σχολιάζει κυβερνητική πηγή. Σύμφωνα δε με στοιχεία που δεν έχουν δει ακόμη το φως της δημοσιότητας, η αποδοτικότητα της ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου στο μέτωπο της μετεγκατάστασης έχει αυξηθεί σημαντικά ήδη από τα τέλη Ιουλίου.
Είχαν ήδη σταλεί πάνω από 6.300 αιτήματα μετεγκατάστασης, από τα οποία είχαν υλοποιηθεί τα 2.216. Υπήρχε επίσης αναμονή για τη μεταφορά 2.300 ατόμων, ενώ 1.160 αιτούντες ανέμεναν απάντηση. Η Γαλλία (με διαφορά), η Πορτογαλία και η Φινλανδία είναι οι τρεις πρώτες χώρες σε ανταπόκριση στα ελληνικά αιτήματα για μετεγκατάσταση. Ωστόσο η μέση διάρκεια για την ολοκλήρωση ενός αιτήματος την περίοδο Μαρτίου – Ιουλίου είναι 72 ημέρες, αλλά, ενώ τον Μάρτιο ήταν 41 ημέρες, έφθασε τον Ιούλιο τις 100 ημέρες, ενδεικτικό στοιχείο της απροθυμίας πολλών ευρωπαίων εταίρων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ