Επί δεκαετίες με το βιολί στην αγκαλιά του. Από παιδάκι. Ο Λεωνίδας Καβάκος. Το παιδί-θαύμα που εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους μουσικούς του κλασικού ρεπερτορίου. Ενας ακόμη καλλιτέχνης –μετρημένοι στα δάχτυλα είναι –που έσπασε το φράγμα της ελληνικής απομόνωσης και μιζέριας και που, διανύοντας εκατοντάδες χιλιάδες μίλια, χαρίζει απαράμιλλη ευφροσύνη και βαθύτατη συγκίνηση στους λάτρεις της κλασικής μουσικής από τη μία άκρη της Γης στην άλλη. Ενα όνομα που το διεκδικούν οι μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες και που η παγκόσμια μουσική κοινότητα το υποδέχεται με απόλυτο σεβασμό και με κριτικές διθυραμβικές. Για αυτόν ανοίγουν οι λαμπρότερες αίθουσες του κόσμου και οι συναυλίες στις οποίες συμμετέχει είναι sold out μήνες πριν. Οσοι Ελληνες έχει τύχει να τον παρακολουθήσουν σε κάποια πόλη του εξωτερικού εντυπωσιάζονται από τον ενθουσιασμό των ακροατών του, καθώς τον επευφημούν όρθιοι για πολλή ώρα.
Τα τελευταία χρόνια, ο Λεωνίδας Καβάκος, τιμημένος με τα μεγαλύτερα διεθνή μουσικά βραβεία (με πιο πρόσφατο το Léonie Sonning Music Prize 2017) και με ένα ισχυρό συμβόλαιο με τη δισκογραφική Decca στα χέρια του, έχει διευθύνει και ορχήστρες. Την Καμεράτα του Σάλτσμπουργκ, τη Συμφωνική του Λονδίνου, της Βοστώνης, του Σικάγου, τη Φιλαρμονική της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Τώρα τον έχει προσκαλέσει και η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης (οι εμφανίσεις θα ξεκινήσουν στις 20 Οκτωβρίου και θα συνεχιστούν έως τον Μάιο του 2017). Υψίστη τιμή. Ο Λεωνίδας Καβάκος με το σπουδαίο ταλέντο και την ιλιγγιώδη πορεία δούλεψε και δουλεύει σκληρά για να κατακτήσει αυτή τη θέση στο διεθνές προσκήνιο, γιατί το ταλέντο από μόνο του δεν αρκεί. Δεν είναι, όμως, μόνον αυτό. Η Ελλάδα τον απασχολεί πολύ. Το τι συμβαίνει και το τι μέλλει γενέσθαι. Γι’ αυτό διαβάζει, μελετά τις εξελίξεις, διασταυρώνει πληροφορίες και αποφαίνεται με λόγο χειμαρρώδη, συχνά θυμωμένο, αλλά και με συμπυκνωμένη γνώση. Τον ενδιαφέρει και το διεθνές πολιτικοκοινωνικό πεδίο, επειδή ο κόσμος είναι ένας. Τον συνεπαίρνουν και οι φιλοσοφικές έννοιες, το άυλο, η πνευματική διάσταση του ανθρώπου. Ο Λεωνίδας Καβάκος μάς τιμά. Τιμά την Ελλάδα, ασχέτως αν η Ελλάδα, επισήμως, δεν τον έχει τιμήσει ποτέ.
Κύριε Καβάκο, σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Ας αρχίσουμε με κάτι καλοκαιρινό. Διακοπές πήγατε; «Ναι. Η Ελλάδα έχει πανέμορφα μέρη για όλες τις αντιλήψεις, φιλοσοφίες και προτιμήσεις, ιδανικός τόπος, και όχι μόνο για διακοπές».
Εχετε παίξει ποτέ βιολί μπροστά στη θάλασσα; «Οχι, γιατί ο ήλιος σε πέντε λεπτά θα λιώσει το βερνίκι και μπορεί να σπάσει το βιολί».
Η τέχνη σας σάς έχει προσφέρει αμέτρητες ταξιδιωτικές εμπειρίες. Σε πόσες χώρες έχετε παίξει; «Μπορώ να πω πού δεν έχω παίξει. Στην Αφρική, στην Ινδονησία –σε κάποιες πόλεις της έχω βρεθεί -, στην Ινδία, που θα το ήθελα, και σε αρκετές της Νότιας Αμερικής. Το προνόμιο να ταξιδεύω για την εργασία μου είναι ευλογία».
Απομένει χρόνος για να περιηγηθείτε και τους τόπους; «Οχι πάντα. Μπορεί να προλάβω να αφουγκραστώ λίγο τη συχνότητα του χώρου».
Επισκέπτεστε μουσεία; «Προτιμώ να μην πάω αν έχουν πολύ κόσμο. Με ενοχλούν οι άνθρωποι που δεν συμπεριφέρονται ως μέρος τους και θέλουν να επιβάλουν τη δική τους συχνότητα. Είναι σαν να κάνουν απόβαση κατάκτησης. Είχα την ευκαιρία, όμως, να επισκεφθώ με έναν φίλο τη βίλα Μποργκέζε στη Ρώμη, σε ώρα που δεν είχε επισκεπτήριο. Τι να σας πω; Στεκόμουν και κοιτούσα μισή ώρα έναν άγγελο σε μια περιστροφική κίνηση… Σαν να άκουγα τη μουσική του αγάλματος… Ανάταση…».
Ενα από τα όνειρά σας –είχατε δηλώσει σε προηγούμενη συνέντευξη στο περιοδικό μας –ήταν να παίξετε με τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Το πραγματοποιήσατε. Τα όνειρα πάμε και τα συναντάμε ή έρχονται εκείνα στη ζωή μας; «Πολύ ρομαντική θεώρηση. Η δική μου σκοπιά είναι ότι επειδή ο χρόνος δεν είναι όπως τον βιώνουμε –επιστημονική άποψη είναι αυτή -, και στον απόλυτο χρόνο δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον, όλα είναι εκεί και τα συναντάμε στη διάρκεια της ζωής μας. Ετσι το αισθάνομαι. Και στην τέχνη, το όνειρο δεν είναι κάτι που το πιάνεις και το κατέχεις. Είναι άγγιγμα. Το ότι έπαιξα δύο φορές με τη Φιλαρμονική της Βιέννης είναι ένας σταθμός, αλλά δεν σημαίνει ότι έφτασα κάπου και σταματώ. Ηταν μια περαιτέρω ώθηση».
Μερικές φορές, ενώ παίζετε μόνος, μοιάζει ν’ ακούγεται μία συγχορδία. Είναι κάτι ιδιαίτερο. Πώς γίνεται; «Εσείς να το εξηγήσετε. Εγώ παίζω αυτό που λέει το κείμενο. Από εκεί και πέρα, σίγουρα υπάρχει μία πολύ ειδική δόνηση η οποία απλώνεται στον χώρο, μια τρομερή, ανεξέλεγκτη ενέργεια που έχει να κάνει με πάρα πολλούς παράγοντες… Και η σιωπή σε έναν χώρο συναυλιών δεν σημαίνει νεκρική σιωπή· είναι σιωπή απόλυτης επικοινωνίας. Κοινωνούμε της μουσικής και επικοινωνούμε μέσω της μουσικής, που βεβαίως είναι ο πυρήνας από τον οποίο ξεκινούν όλες οι αισθήσεις. Το τι ακούει, όμως, ο καθένας ισχύει μεμονωμένα. Εμένα μου αρέσει αυτό που λέτε, αλλά δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Είναι προσωπικό σας βίωμα. Κι επειδή σε μια συναυλία δεν υπάρχει κείμενο καθοδήγησης ή πλαίσιο σκέψης, ο νους είναι ελεύθερος να ταξιδέψει και να εξερευνήσει χώρους που δεν τους ορίζει κανείς».
Η μαγεία της μουσικής. «Η επαφή με το άπειρο».
Κι εσείς, εντός. «Εννοείται. Γι’ αυτό και δεν είμαι υπέρ των ζωντανών ηχογραφήσεων. Δεν μπορείς να ελέγξεις ποτέ τον ενεργειακό παλμό μιας βραδιάς. Μπορεί να είναι τέλειος. Ή τρελός. Να είναι ένας παλμός που να μη σε αφήνει να συντονιστείς πλήρως. Γιατί και ο μουσικός δεν είναι μηχανή να βρίσκεται κάθε μέρα στην ίδια συχνότητα».
Στην Αθήνα σάς είδαμε ως μουσικό και συγχρόνως ως διευθυντή της Φιλαρμονικής της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Η διεύθυνση ήταν κάτι που πάντα θέλατε. «Πλέον πραγματοποιείται. Διευθύνω αρκετές συναυλίες στο εξωτερικό με πολλές ορχήστρες και σιγά σιγά δημιουργείται και μια άλλη πορεία. Αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι… Δεν μπορείτε… Κυρίως επειδή το θέμα της διεύθυνσης δεν είναι κάτι με το οποίο μεγάλωσα, όπως με το βιολί».
Τώρα ετοιμάζεστε και για τη Νέα Υόρκη αλλά και για τη σπουδαία διάκριση που σας κάνει η Δανία. Συνέπεσαν εξαιρετικά γεγονότα. «Ναι. Κάποιος πήρε χαμπάρι ότι το 2017 φτάνω τα 50 χρόνια μου. Και μαζεύτηκαν ιδέες και θα εμφανιστώ σε κάποιες μεγαλουπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, η Βιέννη, το Αμστερνταμ. Η συνεργασία με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης είναι για μένα πολύ σημαντική. Θα διευθύνω για πρώτη φορά την ορχήστρα. Με κάλεσαν ως artist-in-residence για την περίοδο 2016-2017. Να, που λέγαμε για όνειρα. Αυτό δεν υπήρχε καν στα όνειρά μου. Είναι μια μεγάλη στιγμή. Με πιάνει δέος γιατί ο προηγούμενος Ελληνας που διηύθυνε την ορχήστρα ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Βεβαίως, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεγεθών…».
Και η βράβευση στη Δανία; «Πολύ μεγάλη διάκριση γιατί το βραβείο του Ιδρύματος Léonie Sonning το έχουν πάρει μουσικοί όπως ο Στραβίνσκι, ο Σοστακόβιτς, ο Μπερνστάιν… Αρχίζω και τον μαραθώνιο της ηχογράφησης για τις Σονάτες του Μπαχ για σόλο βιολί. Ενα έργο που αγγίζει άλλες διαστάσεις και είναι ευλογία που μπορώ να το κάνω. Από την άλλη, νιώθω τρόμο γιατί κάθε στιγμή που το μελετώ μου αποδεικνύει ότι είμαι ανέτοιμος, και η γοητεία να βρίσκω κάτι αντικαθίσταται συνεχώς από το άγχος τού τι δεν βλέπω ακόμη».
Στην Ελλάδα, τι θα κάνετε; Δεν θα το γιορτάσουμε; «Εχω το masterclass, το οποίο συμπλήρωσε τα πέντε χρόνια του, με το Ωδείο Μουσικοί Ορίζοντες. Το αγαπάω πολύ. Ερχεται και πολύ κοινό που έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τι υπάρχει πίσω. Είναι σε πολύ όμορφη τροχιά και θέλω να το εξελίξω. Να γίνει σαν Ακαδημία, πιο συνολικό και με άλλα όργανα. Και θα ήθελα πάρα πολύ να μπορέσω να συνδυάσω την τέχνη του λόγου με την τέχνη της μουσικής. Γιατί δεν υπάρχει έκφραση, λόγος, χωρίς μουσική. Δεν συνειδητοποιεί ο άνθρωπος την ώρα που φωνάζει ή μιλά τρυφερά ότι παράγει μουσική. Αυτό θα είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα».
Και δεν θα εμφανιστείτε; «Δεν το βλέπω».
Στο masterclass, υπάρχουν παιδιά στα οποία διακρίνετε ιδιαίτερες ικανότητες; «Υπάρχουν. Το ταλέντο είναι το μόνο που δεν λείπει από την Ελλάδα και είναι συγκλονιστικό να το βλέπεις. Η απόσταση, όμως, για να φτάσουν κάπου αυτά τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη και μπορεί να μην καταφέρουν να τη διανύσουν. Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες και η Παιδεία ανύπαρκτη. Το ταλέντο δημιουργεί και στον δάσκαλο μια τεράστια ευθύνη. Εγώ δεν διδάσκω, γιατί με τα ταξίδια δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με τα παιδιά, που θα μου εμπιστεύονταν τη ζωή τους».
Τι είναι το ταλέντο; «Θεία παρέμβαση. Θείο άγγιγμα. Είναι η βοήθεια προς κάποιους να ξεπεράσουν τον χρόνο. Θα φέρω ένα πολύ ακραίο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο Μότσαρτ έως τα 36 χρόνια του έγραψε όλο αυτό το έργο που μας άφησε. Αν εγώ πάρω να το αντιγράψω –προσέξτε, να το αντιγράψω, όχι να το συνθέσω -, δεν φτάνει η ζωή μου. Είναι συγκινητικό, λοιπόν, όταν βλέπω ταλέντο σε ένα παιδί. Ομως, υπάρχει και η παραβολή των ταλάντων. Το ταλέντο μπορεί να γίνει τάλαντο. Βέβαια, έχουμε και περιπτώσεις ανθρώπων που εξελίσσονται καταπληκτικά και δεν τους γνωρίζει κανείς. Κάποιοι αναγνωρίζονται μετά θάνατον. Οπως ο Μπαχ, που πέθανε σχεδόν άγνωστος και τον έφερε στην επιφάνεια ο Μέντελσον. Και μιλάμε για έναν συνθέτη που έγραψε τουλάχιστον 700 καντάτες και έναν ασύλληπτο αριθμό άλλων έργων για ορχήστρες, βιολί, τσέλο, φωνητικά, έναν άνθρωπο που έκανε 20 παιδιά, που περπάτησε 600 χλμ. για να ακούσει έναν τσελίστα σε μιαν άλλη πόλη. Το φαντάζεστε;».
Πώς είναι να κάνει κάποιος μια σταδιοδρομία σαν τη δική σας; «Κάτι πολύ δυνατό και σκληρό. Πρέπει ο άνθρωπος να περιβληθεί με ατσάλινο τείχος για να προστατεύσει την ψυχή του, η οποία πρέπει συγχρόνως να παραμένει ευαίσθητη και εύθραυστη. Διότι αν η ψυχή ταυτιστεί με το προστατευτικό τείχος, δεν έρχεται σε επαφή με το νόημα των μουσικών κειμένων. Ενας παραλογισμός…».
Τι αποτύπωμα σας αφήνει το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και διασημότητες έρχονται ν’ απολαύσουν τη μουσική σας; «Για μένα, είτε διάσημος είτε όχι, κάποιος που έρχεται σε μια συναυλία είναι το ίδιο σημαντικός και με τιμά με την παρουσία του. Μια μικρή εξαίρεση, κάποιοι που έχουν εμβαθύνει πολύ στη μουσική και που σίγουρα ακούν και βλέπουν διαφορετικά. Εξάλλου, ο κόσμος δεν έρχεται για ν’ ακούσει εμένα αλλά τη μουσική του συνθέτη, ασχέτως αν είναι τεράστιος και ο ρόλος του μουσικού, διότι τα έργα αλλιώς δεν θα ακούγονταν. Από την άλλη, έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι πάρα πολλοί μουσικοί και συνθέτες που διαπρέπουν στην εποχή τους ύστερα από χρόνια ξεχνιούνται. Και κάποιοι δεν ξεχνιούνται ποτέ».
Κύριε Καβάκο, επιτρέψτε μου να σας κατατάξω στους αρίστους –κάνετε μια κίνηση μη αποδοχής του χαρακτηρισμού μου και την αναφέρω διότι οι αναγνώστες δεν μπορούν να τη δουν. Επειδή τον τελευταίο καιρό έχει αναχθεί σε μέγιστο το θέμα της αριστείας, ποια είναι η άποψή σας; «Είναι σαν την Ιθάκη η αριστεία και η επιδίωξή της απαιτεί έναν τρόπο ζωής. Πρέπει κανείς να μοχθήσει πάρα πολύ. Πρέπει να αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι συγκεκριμένο που δεν είναι και σίγουρο ότι θα το πετύχει –ότι θα το πετύχει με την έννοια της αναγνώρισης από τους άλλους. Την αριστεία έχουμε χρέος να την επιδιώκουμε, αλλά όχι να θέλουμε να την κατακτήσουμε. Δεν κατακτάται, επειδή όσο περισσότερο εμβαθύνουμε, τόσο ανοίγονται νέοι ορίζοντες. Η κατοχή περιορίζει».
Επειδή, καθώς μας είπατε, φτάνετε στον μισό αιώνα ζωής –σας εύχομαι να τα εκατοστίσετε -, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι σκέπτεστε αν κοιτάξετε από μιαν απόσταση όσα έχετε κάνει ως τώρα. «Μπορώ να δω αυτά που έχω κάνει και αυτά που δεν έχω κάνει. Καλύτερα, όμως, είναι να κοιτάμε πού βρισκόμαστε και τι μπορούμε να εξελίξουμε. Και δεν μπορούμε να έχουμε επίγνωση του πού βρισκόμαστε, αγνοώντας το παρελθόν. Και ας μην ξεχνάμε ότι όλα είναι σχετικά. Να τα βλέπουμε εμείς έτσι, χωρίς να είναι. Προσπαθώ να τα δω, λοιπόν, με βάση το παρελθόν και με αναφορά στο παρόν, ώστε να γεννιούνται στιγμές όμορφες και ενδιαφέρουσες για το μέλλον».
Και τι θα θέλατε να αλλάξετε; «Στη ζωή επιβάλλεται να μελετά κανείς τις ατυχείς επιλογές του, γιατί κάποια στιγμή έρχεται η ώρα του αντιτίμου. Από εκεί και πέρα, θεωρώ ευλογία το ότι είχα αυτό το ταλέντο και ευνοήθηκα από τον συνδυασμό του καθηγητού και των γονέων μου· δεν μπορώ να το αγνοήσω. Ούτε θα ήθελα να το αλλάξω. Θα ήθελα να αλλάξω άλλα. Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν δύο διαστάσεις, η γήινη και η άλλη –να μην την κατονομάσω και δημιουργηθούν ρεύματα απόψεων αντιθέτων χωρίς να υπάρχει λόγος -, σίγουρα η εμπλοκή μέσα στη γήινη, ακόμη κι αν έχει να κάνει με τη μουσική, τρώει χρόνο από πράγματα που αφορούν την υψηλότερη αποστολή του ανθρώπου ως είδος. Και αυτό είναι δυστυχώς μια όμορφη φυλακή, αλλά δεν παύει να είναι φυλακή».
Η πνευματικότητα, αν κατάλαβα καλά; «Ναι. Η πνευματική επικοινωνία. Είναι κάτι αξεπέραστο, διότι λειτουργεί σε μιαν άλλη διάσταση από αυτήν της καθημερινότητας. Είναι ένα ασύλληπτο δώρο, απολύτως θεμελιώδες για τη ζωή μας, γιατί ανοίγει το κανάλι με τη θεία διάσταση. Ομως στην Παιδεία μας σχεδόν αγνοείται. Ετσι, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε πλέον μεταξύ μας, να σκεφτούμε ότι ως άνθρωποι έχουμε διαφορές. Και δημιουργείται μια αντιπαλότητα, μια έχθρα».
Η αντιπαλότητα και η έχθρα πάντα υπήρχαν. «Βεβαίως. Και νομίζω ότι ένας ανώτερος συμπαντικός νόμος επιβάλλει τη φθορά, ένας νόμος που δεν μπορούμε να συλλάβουμε και να ελέγξουμε, μια ανώτερη συνθήκη που δημιουργεί τις παραμέτρους για να φτάσουμε σε αυτές τις καταστάσεις. Εχει αποδειχτεί ιστορικά ότι οι μεγάλοι πόλεμοι επαναλαμβάνονται. Κι ενώ μοιάζει εμείς να οδηγούμε τις καταστάσεις εκεί, δεν είναι έτσι. Γιατί ποιος θέλει τον πόλεμο; Καθένας με τον τρόπο του ψάχνει την ηρεμία και την αρμονία στη ζωή του. Εμείς προσπαθούμε να κατηγοριοποιήσουμε τα πάντα και να τα θέσουμε σε αντιστοιχίες, έχοντας στο μυαλό μας μιαν εικόνα αυτού που θέλουμε να δούμε. Κι έρχεται κάτι και τα ανατρέπει όλα. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πάντα ανοιχτοί και έτοιμοι να μεταβληθούμε. Η μεταβολή είναι το μεγάλο πλεονέκτημα και το μεγάλο ρίσκο».
Είμαστε το ελάχιστο μέσα στο σύμπαν. «Το ελάχιστο δεν είναι και ασήμαντο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αλλωστε, υπάρχουν και οι απόψεις ότι δεν είμαστε οι μόνοι στο σύμπαν. Αλλά είτε είμαστε είτε δεν είμαστε, δεν πρέπει να λειτουργούμε όπως λειτουργούμε, δηλαδή σαν να είμαστε οι μόνοι».
Οσα λέτε οδηγούν σε έναν πολύ μεγάλο σεβασμό. «Σεβασμό που δεν δηλώνει υποδούλωση ή κατωτερότητα. Είναι περισσότερο ρεαλιστικός σεβασμός και ως τέτοιος είναι πολύ όμορφος. Αλλά δεν έχουμε και άλλη επιλογή. Ετσι είναι τα πράγματα. Και όποιος καθίσει λίγο στην άκρη για να δει τη δική του διάσταση μέσα σε αυτό, και παρατηρήσει και μελετήσει, αρκεί για να γίνει ευτυχισμένος –δεν μιλώ παθητικά. Η τήρηση των σωστών αποστάσεων είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Από την απόσταση ατενίζεις κάτι πιο συνολικά, που τελικά βοηθάει. Ο όφις ήταν σύμβολο σοφίας στην αρχαιότητα, επειδή για να διανύσει μιαν απόσταση βιώνει κάθε εκατοστό της. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Εμείς προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τις αποστάσεις, δηλαδή να βιάσουμε τον χρόνο. Γι’ αυτό υπάρχουν προβλήματα. Γι’ αυτό βλέπουμε σχέσεις ανθρώπων χωρίς κανέναν σεβασμό. Διότι δεν έχουν περάσει μέσα από αυτή τη διαδικασία».
Με τις κόρες σας πώς είναι η σχέση σας; Σας είδα μαζί στα παρασκήνια του Μεγάρου και ήταν διάχυτη η αγάπη. «Δυστυχώς, με τις κόρες μου δεν έχω τη σχέση που θα ήθελα, γιατί δεν μου το επιτρέπει ο χρόνος. Αλλά με στενοχωρεί όταν το σκέπτομαι. Βέβαια, και αυτές έχουν μεγαλώσει, 23 και 21 ετών είναι, έχουν τη δική τους ζωή, και έως έναν βαθμό έχουν καταλάβει πόσο σημαντικός είναι ο λόγος. Η μεγάλη μου κόρη είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να μάθει μουσική γιατί «η μουσική παίρνει τον πατέρα μου μακριά». Τώρα μου είπε ότι μετάνιωσε. Κι επίσης, τα παιδιά μου δεν ακούν δημοτική μουσική. Αυτό το θεωρώ ντροπή μου, γιατί ζούμε σε μια χώρα με καταπληκτική δημοτική μουσική και το οικογενειακό περιβάλλον μου ήταν περιβάλλον δημοτικής μουσικής. Ο παππούς μου έπαιζε λαούτο και βιολί, και μεγάλωσα ακούγοντας δημοτικά και κυρίως ηπειρώτικα, παράλληλα με την κλασική από τους γονείς μου».
Κύριε Καβάκο, τελευταία δημιουργήθηκε σάλος, επειδή σε συνέντευξή σας στην ΕΡΤ καταφερθήκατε εναντίον της λαϊκής μουσικής. «Χαίρομαι. Αυτοί οι κύριοι που μου επιτίθενται ένιωσαν ότι απειλείται ο κόσμος τους και προφανώς ούτε μία φορά στη ζωή τους δεν έχουν ασχοληθεί σοβαρά με την κλασική μουσική. Και αν τους ζητήσω να τραγουδήσουν έναν σκοπό από τη δεύτερη συμφωνία του Σούμαν επί παραδείγματι, θα νομίζουν ότι τους ζητώ κινέζικα. Αλλά αν το τραγουδήσουν, εγώ θα σταματήσω να μιλάω για την έλλειψη μουσικής παιδείας. Λοιπόν, εγώ δεν είμαι σε θέση, ούτε έχω αυταπάτες ότι είμαι θεός, να κάνω αποδεκτό ή μη αποδεκτό κάτι το οποίο εκφράζει την κοινωνία. Ούτε είπα ότι πρέπει να εξαφανιστεί κάποιο είδος μουσικής, όπως έγραψαν. Πρέπει, όμως, κανείς να δεχτεί ότι υπάρχουν μερικές πραγματικότητες».
Οπως; «Οτι από το πρώιμο στάδιο της παιδείας, όταν διαμορφώνεται η προσωπικότητα ενός παιδιού, αλλά και μέχρι το τελευταίο, η μουσική απουσιάζει παντελώς. Και εννοώ τη μουσική, γενικώς. Αν δεχτούμε ότι τα μαθηματικά έχουν πάρει από τη μουσική τις πιο βασικές τους έννοιες, όπως είναι τα διαστήματα, η αρμονία, οι αναλογίες και πολλά άλλα, σημαίνει τι; Οτι, χωρίς μουσική, δημιουργούμε μια κοινωνία η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις αναλογίες, με τον ρυθμό ή με την αίσθηση του μέτρου. Ως εκ τούτου, αναρωτιέμαι τι κοινωνίες μπορεί να είναι αυτές οι οποίες αγνοούν τόσο ουσιαστικές υπαρξιακές έννοιες».
Εισάγετε έννοιες που έχουν να κάνουν και με την καθημερινή ζωή μας. «Μα, σε αυτές βασίζεται. Κι ένας άνθρωπος που δεν του παρέχεται καμία επαφή με τη μουσική, διδάσκεται τα μαθηματικά σαν κάτι τελείως ξένο –και μιλώ ιδία πείρα, το τι πέρασα στο σχολείο -, σαν μία επιστημονική πληροφορία ψυχρή και άσχετη με τη ζωή. Λοιπόν, τι άνθρωποι μεγαλώνουν; Ανθρωποι αποξενωμένοι από τις θεμελιώδεις διαστάσεις της εν Γη ζωής και της άλλης, όποια κι αν είναι αυτή. Ανθρωποι έρμαια στα ερεθίσματα μιας κοινωνίας η οποία δεν γνωρίζει και δεν σέβεται τις αναλογίες. Και από πού αντλεί ο ψυχισμός και το μυαλό, το οποίο έχει τεράστια απορροφητικότητα σε αυτή την πολύ ευαίσθητη ηλικία; Από ό,τι βρίσκεται γύρω του. Χαοτικά. Και τι υπάρχει γύρω; Αν ανοίξουμε ένα ραδιόφωνο, τι μουσική θα βρούμε ως επί το πλείστον;».
Λαϊκά και ποπ, αλλά υπάρχει και η διάκριση μεταξύ λαϊκού και έντεχνου. «Θα απέφευγα τον όρο έντεχνο, γιατί η τέχνη είναι πολύ πιο υψηλή. Αν δεχθούμε, λοιπόν, ότι η κλασική μουσική και άλλα είδη σημαντικά απουσιάζουν από το ραδιόφωνο και ότι επίσης η σημερινή κοινωνία στερείται παντελώς αισθητικής, μπορεί κανείς να στηρίξει το ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο;».
Πώς ορίζετε τη μουσική ως καθοριστικό παράγοντα της αισθητικής; «Επειδή εισέρχεται δυναμικά στην ψυχή του ανθρώπου. Χωρίς μορφή, αλλά με τεράστια δομή. Αν ένας άνθρωπος, λοιπόν, δεχτεί κάτι το οποίο έχει μια τεράστια αρμονία, αυτή θα εκφράσει και προς τα έξω. Κάποιος που από μικρός βομβαρδίζεται με κάτι που δεν έχει καμία αρμονία και συγχρόνως το σύστημα εκπαίδευσης δεν του παρέχει τη δυνατότητα να επιλέξει, ως ελεύθερος άνθρωπος, αυτό που του αρέσει για να ταυτιστεί, τότε τι γίνεται; Δεν επηρεάζεται από το κατάντημα αυτών που λέγονται τραγουδιστές και περιφέρονται ως είδωλα και που είναι χυδαίο; Από τα σκυλάδικα; Τι περνάμε στις επόμενες γενιές; Ποιος έχει ευθύνη; Εμένα με βρίζουν ως άσχετο. Αυτοί που είναι σχετικοί, γιατί δεν εξεγείρονται; Θα σας πω εγώ το γιατί. Επειδή το κράτος τούς υποστηρίζει. Και διαψεύστε με. Και δεν θέλουν τον εμφύλιο για να μη χαλάσουν τη ζαχαρένια τους».
Το κράτος; «Ναι. Απόδειξη ότι οι περισσότεροι έχουν εμπλακεί με την πολιτική έμμεσα ή άμεσα και η πορεία τους εξαρτάται από το τι συμβαίνει εκεί. Το κράτος δεν επιβραβεύει ποτέ τους ανθρώπους που διακρίνονται από μόνοι τους διεθνώς, και όχι μόνο στη μουσική. Επιβραβεύει και επιχορηγεί όσους υπηρετούν τα συμφέροντά του».
Με ποιο σκεπτικό είπατε ότι η κλασική μουσική είναι πιο κοντά στους αρχαίους Ελληνες; «Είπα ότι είναι πιο κοντά στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα παρά ένα ρεμπέτικο ή ένα λαϊκό, γιατί τι είναι μια φούγκα του Μπαχ; Ενα μαθηματικό κατασκεύασμα με μία δομή, η οποία μερικές φορές είναι τρελή. Φτάνει και σε εξάφωνη και κινείται η μία φωνή ανεξάρτητα από την άλλη και συγχρόνως συνυπάρχουν. Ασύλληπτα πράγματα. Μια τέτοια συνύπαρξη όλων αυτών των απείρων δεδομένων και τη συμπύκνωσή τους την κατάφεραν μόνον οι αρχαίοι Ελληνες».
Και το ρεμπέτικο; «Στο ρεμπέτικο, όπως και στο λαϊκό, ο ρυθμός είναι πάρα πολύ πλούσιος και δεν αλλάζει. Εκείνα που έχουν αλλάξει είναι το είδος και το ύφος. Το ρεμπέτικο γεννήθηκε σε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Οταν δεν αντιμετωπίζεται έτσι, αλλά ως ευαγγέλιο, έχω αντίρρηση. Και στο λαϊκό, ο στίχος είναι εκείνος που κυρίως ευθύνεται. Γιατί ο στίχος είναι το μήνυμα».
Ο Ελληνας νιώθει, όμως, πιο οικεία τα ανατολίτικα ακούσματα από ό,τι την κλασική μουσική. «Αυτό είναι το τεράστιο λάθος, γιατί η κλασική μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ελλάδα, όσο και το δημοτικό μας τραγούδι. Η κλασική μουσική δημιουργήθηκε από την ιντελιγκέντσια που έφυγε από το Βυζάντιο με την πτώση του, κι εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Ολη η όπερα είναι βασισμένη στην ελληνική μυθολογία. Αυτοί είναι πιο κοντά στην Ελλάδα από ό,τι είμαστε εμείς; Να αποδείξουμε ποιοι είναι Ελληνες, βάσει των αρχαίων που έλεγαν «της ημετέρας παιδείας μετέχοντες»; Εκτός κι αν δεχτούμε ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν έχει σχέση με εμάς. Ας αλλάξουμε τότε και την ονομασία της Ευρώπης που είναι ελληνική. Τι να πω; Πλέουμε στον ωκεανό σαν καρυδότσουφλο. Χωρίς προσανατολισμό πολιτικό, αισθητικό, ανθρώπινο».
Την έλλειψη αρμονίας που διαπιστώνετε στην Ελλάδα, τη βλέπετε και σε άλλες χώρες; «Βεβαίως, αλλά οι άλλες χώρες δεν μ’ ενδιαφέρουν. Εμείς παρουσιαζόμαστε ως απόγονοι των ένδοξων προγόνων μας, εμείς έχουμε τον άρρηκτο σύνδεσμο της γλώσσας, την οποία προσπαθούν να καταστρέψουν αυτοί οι άξεστοι. Εχουμε ένα αλφάβητο που είναι το ίδιο αιώνες τώρα. Απίστευτο πλεονέκτημα. Αλλά και ευθύνη. Βλέπω τη συνεχή και συστηματική επίθεση στη γλώσσα από κάθε «μεταρρυθμιστή» της Παιδείας, όπως ότι για να είμαστε Ευρωπαίοι να πάμε και στο λατινικό αλφάβητο, όμως για να είμαστε Ευρωπαίοι δεν θέλουμε να πάμε στην κλασική μουσική. Είναι σχιζοφρένεια. Αυτοί οι πολιτικοί πρέπει να κρεμαστούν, γιατί εμείς μεν τους ψηφίσαμε, αλλά εκείνοι χαράζουν την πολιτική και λαμβάνουν τις αποφάσεις».
Διαβάζετε πολύ; «Οχι πολύ, η ζωή δεν φτάνει. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει πάντα είναι να μπορώ να παρατηρώ. Και είναι ουσιώδες, γιατί δεν υπάρχουν απαντήσεις, παρά μόνον ερωτήματα. Και ρωτώ: Ελεγαν να απλουστεύσουν την ορθογραφία. Τα φωνήεντα. Αυτοί οι κύριοι ξέρουν ότι στην αρχαιότητα υπήρχε άλλη προφορά για το κάθε φωνήεν; Αν ναι, αντί να καταργήσουμε τα διαφορετικά φωνήεντα, γιατί δεν ψάχνουμε τον ρόλο τους και τη μουσικότητα της γλώσσας τότε; Την προσωδία της; Εύκολο δεν είναι, ούτε λέω ότι θα ξαναβρούμε όσα χάθηκαν μέσα στα χρόνια. Η κοινωνία, όμως, διψά, καθώς όλοι βιώνουμε την απόλυτη κατάντια. Αν υπήρχε πολιτικός που να το έλεγε, στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης, βεβαίως, η πλειοψηφία θα ήταν μαζί του. Υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που θα ήξερε για έναν θησαυρό και δεν θα πήγαινε να ψάξει;».
Καταστρέφουμε τα πάντα, λοιπόν; «Οχι. Αυτά θα μείνουν αναλλοίωτα. Ο,τι γίνεται τώρα είναι μια παρέμβαση καταστροφική, αλλά ιστορικά απομονωμένη. Ζούμε σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, που είναι τόσο κοντά μας όσο και μακριά μας. Χρειάζονται μικρά βήματα με πίστη, ελπίδα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γνώση, για να επανεκκινηθεί η κοινωνία μας. Και ας μη λέμε ότι είμαστε δημοκρατική κοινωνία, γιατί η δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας δεν έχει καμία σχέση με αυτή. Στη δημοκρατία πρέπει να έχουν θέση όλοι και όλα. Οταν κάτι αποκλείεται, δεν υπάρχει δημοκρατία».
Κύριε Καβάκο, σας ευχαριστώ πολύ! «Ευχαριστώ κι εγώ!».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ