Η συγκεκριμένη ψήφος, ωστόσο, δεν έπληξε την εμπιστοσύνη στο βρετανικό δημόσιο χρέος και τις μετοχές –και οι παγκόσμιες αγορές αναστέναξαν με ανακούφιση. Σε άλλες γωνιές του κόσμου, η πιο σημαντική κεντρική τράπεζα παγκοσμίως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), μοιάζει να υπαναχωρεί από την αρχική της στρατηγική για άμεσες περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.
Αυτό το ανεξέλεγκτο πάρτι ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες οδήγησε τις παγκόσμιες αγορές πίσω στον ανάποδο κόσμο της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου τα άσχημα στοιχεία πυροδοτούν προσδοκίες για μεγαλύτερη παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, και στηρίζουν έτσι μια διαρκή άνοδο των τιμών στα αξιόγραφα. Πάρτε ως παράδειγμα τον δείκτη S&P 500, ο οποίος έχει καταγράψει αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά, παρά την υποβάθμιση των προβλέψεων για τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες από τους αναλυτές και τις προσδοκίες για μείωση στα έσοδα γ’ τριμήνου.
Λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη την αυξανόμενη, σημαντική αντίθεση ανάμεσα στα θεμελιώδη στοιχεία και τις αγορές, εγείρεται επιτακτικό το ερώτημα: σε ποιο σημείο ακριβώς η υπόθεση της αγοράς ότι η Fed αγνοεί εντελώς τις εξαιρετικά τεταμένες εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων καθίσταται επικίνδυνη; Στο κάτω-κάτω, κάτι τέτοιο θεωρείται μάλλον δεδομένο ήδη από την ομιλία περί «παράλογης ευφορίας» του Greenspan το 1996.
Επιτρέποντας στις τιμές των αξιογράφων να αυξάνονται διαρκώς χωρίς παράλληλη υποστήριξη από τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία και τα στοιχεία εσόδων, οι κεντρικές τράπεζες παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Τι προκαλεί, εξάλλου, μεγαλύτερο αποπληθωρισμό από την αναπόφευκτη διόρθωση της αγοράς αξιογράφων, που φθείρει την εμπιστοσύνη και καταστρέφει τον πλούτο, έστω και αν πρόκειται για ονομαστικό;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ