Λήξη συναγερμού σήμανε για τις πορτογαλικές τράπεζες η καταρχήν συμφωνία στην οποία κατέληξαν την περασμένη Τετάρτη η κυβέρνηση της Λισαβόνας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ανακεφαλαιοποίηση «με συνθήκες της αγοράς» της τράπεζας Caixa Geral de Depositos (CGD). Η παραπαίουσα υπό το βάρος των χρεών και των άλλων υποχρεώσεών της κρατική τράπεζα απειλούσε –ο παρατατικός ίσως να είναι ακόμη νωρίς για να χρησιμοποιείται –να συμπαρασύρει στον γκρεμό το πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα και να απειλήσει το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Η πορτογαλική κυβέρνηση έπειτα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις πέτυχε το πράσινο φως των Βρυξελλών για να ενισχύσει την CGD με 2,7 δισ. ευρώ. Βάσει της συμφωνίας η κυβέρνηση θα μετατρέψει ομόλογα της τράπεζας (Cocos) ύψους 960 εκατ. ευρώ σε μετοχές. Επίσης η μεγαλύτερη σε ενεργητικό τράπεζα της Πορτογαλίας ανέλαβε την υποχρέωση να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 1 δισ. ευρώ μέσω χρεογράφων μειωμένης εξασφάλισης, κάτι που σημαίνει ότι ιδιώτες επενδυτές θα στηρίξουν την τράπεζα δίχως να γίνουν μέτοχοι. Το συμφωνηθέν σχέδιο διάσωσης της CDG προβλέπει επίσης περαιτέρω περικοπές του λειτουργικού της κόστους και απομένει να εγκριθεί από το Κολέγιο των Επιτρόπων.
Εκαναν το κρέας ψάρι
Η μικρότερη χώρα της Ιβηρικής προσπαθεί να βρει τον οικονομικό βηματισμό της έπειτα από δύο διασώσεις των τραπεζών της που έκανε το 2014 και το 2015 και οι οποίες «έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς το τραπεζικό της σύστημα», όπως ανέφερε την Πέμπτη το πρακτορείο Reuters. Η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει φαίνεται πως ήταν τόσο κρίσιμη ώστε η Κομισιόν θεώρησε ότι καλό θα ήταν να παραβλέψει την περίφημη απόφασή της να μετέχουν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και, αν χρειαστεί, και οι καταθέτες στις διασώσεις των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Διότι εν προκειμένω… βάφτισε το κρέας ψάρι χαρακτηρίζοντας την κρατική αρωγή ως διενεργούμενη «με συνθήκες της αγοράς».
Για αυτό, άλλωστε, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Αντόνιο Κόστα (συγκροτήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο) με την Επιτροπή διήρκεσαν μήνες ολόκληρους. Διότι οι δύο πλευρές αναζητούσαν φόρμουλα ώστε να μη θεωρηθεί η ανακεφαλαιοποίηση ως κρατική βοήθεια και να μην επιβαρύνει δημοσιονομικά την κυβέρνηση. Να μη συνυπολογιστεί δηλαδή στο έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο η κυβέρνηση Κόστα έχει υποσχεθεί να ρίξει στο 2,5% του ΑΕΠ στα τέλη του τρέχοντος έτους από 4,5% που ήταν το 2015.

«Είναι μια καινοτόμα συμφωνία για την Ευρώπη. Τα νέα είναι καλά, όχι μόνο για την CGD αλλά και για το σύνολο του πορτογαλικού τραπεζικού συστήματος»
δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ο επικεφαλής της πορτογαλικής ομάδας διαπραγμάτευσης, υπουργός Οικονομικών Μάριο Σεντένο, ο οποίος ουσιαστικά έκλεισε τη συμφωνία με την αρμόδια για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο της ΕΕ Μαργκρέτε Βεστάγκερ. Ο Σεντένο πρόσθεσε ότι πιστεύει ότι η όλη διαδικασία διάσωσης της CDG δεν θα έχει αντίκτυπο στο έλλειμμα.
Αίσθηση προκαλεί η δήλωση εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι «η σχεδιαζόμενη ανακεφαλαιοποίηση αναμένεται να έχει ικανοποιητικά υψηλές αποδόσεις για το κράτος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική βοήθεια»!
Τρόμος πάνω από την πόλη
Είναι προφανής ο τρόμος που έχει ενσκήψει στις Βρυξέλλες μετά τη βρετανική ψήφο για αποχώρηση από την ΕΕ. Διότι δεν εξηγείται διαφορετικά η ενδοτική στάση της Κομισιόν –προ ετών θα μιλούσαν όλοι για το κοινοτικό πνεύμα, αλλά αυτό είναι κάτι που πλέον έχει πάψει να… πετά πάνω από τις κεφαλές των ευρωπαίων αξιωματούχων. Η CGD αποτελεί μια κλασική περίπτωση υποτροπιασμού κατόπιν κακής διαχείρισης κρατικών κονδυλίων. Είχε λάβει και το 2012 αρωγή 1,65 δισ. ευρώ, επίσης μέσω ομολόγων (Cocos), μετατρέψιμων δηλαδή σε μετοχές. Και το πρώτο εξάμηνο του 2016 εμφάνισε καθαρές ζημίες 205 εκατ. ευρώ εξαιτίας προβλέψεων για επισφαλή δάνεια. Σημειωτέον ότι τον περασμένο Ιούνιο η κυβέρνηση Κόστα είχε ζητήσει τη διενέργεια ελέγχου από ανεξάρτητες αρχές στη CGD, έπειτα από καταγγελίες για αντικανονικότητες σε ό,τι αφορά τις εγκρίσεις δανείων από την τράπεζα.
Αρχικά μετά την αποφράδα 23η Ιουνίου και το αναπάντεχο Brexit η προσοχή όλων στράφηκε προς την Ιταλία λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της κατάρρευσης των μετοχών και εν γένει της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες της χώρας. Στη συνέχεια, όμως, η προσοχή στράφηκε προς τις πορτογαλικές τράπεζες καθώς στοιχεία που ανακοινώθηκαν στις αρχές Ιουλίου έδειξαν ότι είχαν μικρότερη ρευστότητα και περισσότερα κόκκινα δάνεια από τις ιταλικές. Στις 7 Ιουλίου αξιωματούχος των Βρυξελλών που ζήτησε να μην κατονομαστεί είχε δηλώσει στο Reuters ότι «η κατάσταση της Πορτογαλίας είναι εξίσου κρίσιμη με εκείνη της Ιταλίας, αλλά η ΕΕ είναι απίθανο να δείξει επιείκεια σε αυτήν επειδή είναι μικρότερη και δεν συνιστά συστημική απειλή για την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες και εξελίσσονταν οι διαπραγματεύσεις του πορτογάλου υπουργού Οικονομικών με τη δανέζα επίτροπο και τους άλλους αξιωματούχους της Κομισιόν, οι Βρυξέλλες (και το Βερολίνο) ίσως φοβήθηκαν ότι ενδεχόμενη τραπεζική κρίση ακόμη και σε μια μικρή χώρα της ευρωζώνης ίσως λειτουργήσει ως επιταχυντής της κρίσης εμπιστοσύνης προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολό του, που έχει ήδη πυροδοτήσει το Brexit. Μένει να φανεί αν η συμφωνία με τη Λισαβόνα θα σηματοδοτήσει μια γενικότερη αναθεώρηση των ιεραρχήσεων και των προτεραιοτήτων των Βρυξελλών (και του Βερολίνου).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ