Η εφετινή απόδρασή μου στο πάντα μαγευτικό Σάλτσμπουργκ είχε ως κύριους στόχους τον μεγάλο λυρικό βαρύτονο Κρίστιαν Γκερχάχερ και τον «Εξολοθρευτή άγγελο», τη νέα όπερα του σημερινού τρομερού παιδιού της βρετανικής μουσικής Tόμας Αντες. Και οι δυο τους με αποζημίωσαν γενναία. Στο δοκίμιό του «Ποιητικό κείμενο και μουσικό περιβάλλον» ο διάσημος σύγχρονος γερμανός συνθέτης Βόλφγκανγκ Ριμ γράφει ότι, όπως μια χημική ένωση χάρη στον χρωματισμό καθιστά διακριτά τα στοιχεία που στην αρχή ήταν αόρατα, έτσι και η μουσική μπορεί να κάνει διακριτή και δυνατή την ιδιαίτερη αύρα ενός κειμένου.
Αυτή ακριβώς τη χημεία, αυτή τη μαγεία, αισθανθήκαμε όλοι όσοι παρακολουθήσαμε το ρεσιτάλ του λυρικού βαρύτονου Κρίστιαν Γκερχάχερ με τον πιανίστα Γκέρολντ Χούμπερ. Το κοινό του κατάμεστου Haus für Mozart (Σπίτι του Μότσαρτ) ένωνε η αγάπη για τη μουσική και την ποίηση. Ο Γκερχάχερ, φορτωμένος με μουσικά βραβεία, μαθητής του Ντίτριχ Φίσερ Ντίεσκαου, της Eλίζαμποτ Σβάρτσκοπφ και της Iνγκε Μπορκ, της αγαπημένης Ηλέκτρας του Δημήτρη Μητρόπουλου, είναι ίσως σήμερα ο βασικός συνεχιστής μιας μεγάλης παράδοσης του lied όπου ο ερμηνευτής είναι υπηρέτης του συνθέτη και μόνον. Δεν τον χρησιμοποιεί ποτέ σαν εφαλτήριο για να εκθέσει τη φωνή του, κατεχόμενος, όπως συχνά συμβαίνει, από μια ναρκισσιστική ή αγοραία μουσική αντίληψη. Ετσι, ο Γκερχάχερ κατάφερε στο ρεσιτάλ του να μας αποκαλύψει τραγουδώντας με υποβλητική απλότητα, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, όλο το εύρος του νοήματος των κειμένων, καθοδηγούμενος από το μοναδικό ποιητικό του ένστικτο. Δίπλα του και ισότιμός του, ο Γκέρολντ Χούμπερ διαλεγόταν με μια γλυκιά, συχνά μελαγχολική πειστικότητα, χρωματίζοντας τις νότες του πιάνου με απαράμιλλη ευαισθησία. Και οι δυο τους τραγούδησαν χρώματα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι μεγάλοι ερμηνευτές του lied όπως ο Ντίεσκαου ή η Σβάρτσκοπφ ζωγράφιζαν τις ελεύθερες ώρες τους.
«Παραγγελιά» αξιώσεων


Το πρόγραμμα περιελάμβανε lieder του Σούμπερτ με θέμα το νερό και την περιπλάνηση, τον έρωτα και τον θάνατο. Τραγουδιστής και πιανίστας συνδέονται από τα παιδικά τους χρόνια με βαθιά φιλία, έχοντας μια σπάνια αίσθηση της μαγικής σχέσης μεταξύ μουσικής και λογοτεχνίας που μοιραία οδήγησε τους ακροατές σε άλλες, υπέργειες σφαίρες. Η βραδιά ήταν μια αλησμόνητη μέθεξη δύο μεγάλων μουσικών. Την ερμηνεία τους ακολούθησε σιωπή που ξέσπασε σε ένα ξέφρενο, λυτρωτικό χειροκρότημα.
Στον αντίποδα της γεμάτης ποίηση, νοσταλγικής αυτής βραδιάς κινήθηκε η πολυαναμενόμενη νέα όπερα του Τόμας Αντες «Εξολοθρευτής άγγελος», παγκόσμια πρεμιέρα, παραγγελία του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, που σηματοδότησε και την προσφορά του στην προώθηση της σύγχρονης μουσικής. Προτού ακόμη παιχτεί η παραγωγή συμφωνήθηκε να μεταφερθεί στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, στο Covent Garden του Λονδίνου και στη Βασιλική Οπερα της Δανίας, χαρακτηριστικό δείγμα της δημοτικότητας του συνθέτη.
Ο 45χρονος σήμερα Aντες, γιος ενός ποιητή και μιας ιστορικού της τέχνης, γνώρισε στα 22 του χρόνια παγκόσμια επιτυχία με την πρώτη σκανδαλιστική όπερά του «Powder her face», που ακολούθησε μετά δέκα χρόνια η «Θύελλα», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ.
Επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό που γνώρισε από τους γονείς του, ονειρευόταν εδώ και καιρό να μετατρέψει σε όπερα την εμβληματική ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ «Εξολοθρευτής άγγελος» του 1962. Το κατάφερε έπειτα από οκτώ χρόνια σκληρής δουλειάς και συνεχούς συνεργασίας με τον λιμπρετίστα Toμ Κάιρνς. Και οι δύο ακολούθησαν ευλαβικά τη ροή, το κείμενο και τα κύρια πρόσωπα της ταινίας, που όμως στην όπερα περιορίστηκαν από 19 σε 15.
Ερωτας, βία, θάνατος


Στο έργο μια ομάδα της ανώτερης κοινωνικής τάξης είναι καλεσμένη, έπειτα από μια παράσταση όπερας, σε γεύμα από το αριστοκρατικό ζεύγος Ντε Νόμπιλι. Οι υπηρέτες μυστηριωδώς εγκαταλείπουν ένας-ένας το σπίτι και αφήνουν μόνο του τον μπάτλερ. Μετά το γεύμα κανένας από τους καλεσμένους δεν μπορεί να αποφασίσει να φύγει, μολονότι φαινομενικά δεν υπάρχει εμπόδιο, μια που οι πόρτες είναι ανοιχτές. Ολοι όμως μένουν στο σαλόνι, καθηλωμένοι από μια μυστηριώδη δύναμη. Την τήρηση της αρχικής αξιοπρέπειας διαδέχονται με την πάροδο των ημερών η φυσική και η ηθική κατάπτωση, η αγωνία και η απελπισία του αδιεξόδου που ωθεί ορισμένους να καταφύγουν στον έρωτα, άλλους στη βία και μερικούς ακόμη και στον θάνατο. Στο σαλόνι σφυροκοπιέται ένας σωλήνας για να βρεθεί νερό και σφάζεται για τροφή ένα μυστηριωδώς παρείσακτο αρνί. Και ο έξω κόσμος αδυνατεί, χωρίς εξήγηση, να μπει μέσα για να σώσει την κατάσταση. Στο τέλος, το μυστήριο λύνεται σχεδόν όπως ξεκίνησε, με υπερβατικό τρόπο.
Το κοινό μένει και αυτό καθηλωμένο, από την αρχή ως το τέλος της παράστασης, σαν να παρακολουθεί αστυνομικό έργο. Το έργο όμως αυτό, που κινείται ανάμεσα στη σκοτεινή φαντασία και στη μακάβρια κωμωδία, είναι βαθιά πολιτικό, μια που δείχνει την ανικανότητα μιας παρηκμασμένης κοινωνίας να πάρει πρωτοβουλίες και να βρει λύση στα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει.
Πρωτοποριακή μουσική
Η μουσική του Aντες ξεκινά με τους μυστηριώδεις ήχους των κυμάτων Martenot και ξεδιπλώνεται με πλούσια έγχορδα που εκφράζουν μια αυστηρή, σκληρή, σχεδόν αποπνικτική αρμονική γλώσσα που διατρέχει όλο το έργο. Δεν λείπουν όμως ονειρικές στιγμές στοχασμού, εμπνευσμένες πότε από τη μουσική λαϊκή παράδοση και πότε από μελωδίες και μορφές της έντεχνης μουσικής της προκλασικής περιόδου όπως η chaconne ή και νεότερες όπως το βαλς. Η μουσική του Aντες, μολονότι πρωτοποριακή, με συνύπαρξη διαφορετικών υφών τονικής και ατονικής μουσικής, είναι άμεσα προσβάσιμη στο κοινό και σκιαγραφεί αριστοτεχνικά τους χαρακτήρες και τη συναισθηματική κατάσταση των προσώπων του έργου, ενώ εξυπηρετεί απόλυτα την πλοκή του.
Τόσο ο συνθέτης όσο και ο λιμπρετίστας είχαν ενεργό ρόλο στην παράσταση, ο πρώτος ως μαέστρος, διευθύνοντας την εξαιρετική Ορχήστρα της Αυστριακής Ραδιοφωνίας, και ο δεύτερος ως σκηνοθέτης. Το απλό αλλά υποβλητικό σκηνικό και τα κοστούμια της δεκαετίας του ’60, που εξυπηρέτησαν πετυχημένα την παρακμιακή ατμόσφαιρα του έργου, ήταν της Χίλντεγκαρντ Μπέχτλερ.
Οι ερμηνευτές, όλοι εξαιρετικοί, μεταξύ των οποίων η Σάλι Μάθιους, o Tόμας Αλεν, ο Τζον Τόμλινσον και η Αν Σόφι φον Οτερ, ανταποκρίθηκαν απόλυτα στις ανάγκες της εξαντλητικής παρτιτούρας που απαιτούσε αδιάκοπη ενεργή σκηνική παρουσία και συνεχή εγρήγορση. Φαίνεται πάντως ότι ο Aντες βοήθησε ιδιαίτερα στον άθλο τους τους τραγουδιστές του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο βαρύτονος Ντέιβιντ Ανταμ Μουρ που ερμήνευσε με επιτυχία τον ρόλο του συνταγματάρχη, ο Aντες ως μαέστρος παρακολουθούσε με προσοχή την αναπνευστική φάση του κάθε τραγουδιστή και προσάρμοζε τα tempi αναλόγως.
Το συντηρητικό και συχνά κριτικό κοινό του Σάλτσμπουργκ υποδέχθηκε, αντίθετα με τα αναμενόμενα, ιδιαίτερα ευνοϊκά το νέο αυτό έργο που άρεσε πολύ. Ολα δείχνουν ότι ο «Εξολοθρευτής άγγελος» δεν θα μείνει σαν κάποια σκοτεινή μορφή στον κόσμο της όπερας. Αντίθετα, φαίνεται να άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του μεγάλου ρεπερτορίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ