«Είπα μια προσευχή, έκλαψα και ήπια». Aυτή την απάντηση έδωσε η Τζόαν Μπαέζ στους δημοσιογράφους που την περίμεναν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 30 Ιουλίου 1974 και τη ρώτησαν για την αντίδρασή της όταν πληροφορήθηκε την πτώση της χούντας στη χώρα μας μόλις λίγα 24ωρα νωρίτερα. Η διάσημη αμερικανίδα τραγουδίστρια ήρθε στην Αθήνα για μία μόνο ημέρα προκειμένου να ζήσει από κοντά το κλίμα ευφορίας και συγκίνησης και να ενώσει τη φωνή της με αυτήν των ελλήνων καλλιτεχνών που επέστρεφαν ύστερα από χρόνια αυτοεξορίας.
Σχολιάζοντας την απάντηση της Μπαέζ «Το Βήμα» της 31ης Ιουλίου έγραφε: «Δεν ήταν δύσκολο να την πιστέψη κανείς αφού είναι γνωστή η αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική θέση και δράση της τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η Τζόαν Μπαέζ, με όπλο την κιθάρα και τα τραγούδια της, έγινε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σύμβολο της κίνησης που σημειώθηκε πριν από χρόνια στην Αμερική εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, εναντίον της βίας, των φυλετικών διακρίσεων και των καταπιεστικών καθεστώτων. Και το σημαντικώτερο ήταν ότι ποτέ η ποιότητα των τραγουδιών της και των στίχων της δεν θυσιάσθηκε για χάρη του πολιτικού της σκοπού».
Και το ρεπορτάζ συνεχίζει: «Γεμάτη ζωντάνια, ζωηρή, με γοητευτικά ηλιοκαμένο πρόσωπο και ένα ζευγάρι γκριζοπράσινα μάτια, η Τζόαν Μπαέζ δίνη ένα παράδειγμα «αντιβεντετισμού» απαντώντας σε κάθε ερώτηση που της υποβαλλόταν, χωρίς να αδημονή ή να βιάζεται να φύγη. Αντιμετωπίζει τον κλοιό των δημοσιογράφων με ηρεμία και κέφι». Παρακάτω διαβάζουμε πως η Μπαέζ ήρθε στη χώρα μας «να γιορτάσει για λίγο πηγαίνοντας προς το Ισραήλ» αλλά και την πεποίθησή της πως δεν υπάρχει τραγούδι που θα τη συγκινήσει και θα το τραγουδήσει χωρίς να έχει κάποιο πολιτικο-κοινωνικό αντίκρισμα. «Θα τραγουδούσες και στην Ελλάδα;» ήταν μία από τις ερωτήσεις που δέχθηκε, για να απαντήσει: «Τώρα ναι, με το καθεστώς των συνταγματαρχών ποτέ». Κάποια στιγμή τη ρωτούν αν είχε στο ρεπερτόριό της κάποιο τραγούδι για τη χώρα μας. «Είχα ένα» λέει «που το τραγουδούσα πάντοτε ελληνικά. Είναι κάπως έτσι…». Και η Τζόαν Μπαέζ, μέσα στη φασαρία του αεροδρομίου, τραγουδά σιγά-σιγά: Στους τάφους άνεμοι σφυρίζουν / έρχεται ‘λευθεριά / και ‘μείς μαζί απ’ τα σκοτάδια / σφίγγουμε τα χέρια».
Μελίνα και από τη δικτατορία στην ισότητα


Την ίδια ημέρα με την Μπαέζ έφθανε στην Αθήνα η Ασπασία Παπαθανασίου, «η τραγωδός που γνώρισε παγκόσμια φήμη, ως πρωταγωνίστρια του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη», όπως διαβάζουμε και πάλι στο «Βήμα» της 31ης Ιουλίου 1974. «Ηρθε χθες» συνεχίζει το δημοσίευμα «πνιγμένη στα δάκρυα χαράς, μετά από επτά ολόκληρα χρόνια, για να βρη στο αεροδρόμιο πολλές δεκάδες φίλων και γνωστών της να της επιφυλάσσουν μια υποδοχή όλο ζεστασιά. Μόλις εμφανίσθηκε στην αίθουσα της εξόδου του αεροδρομίου, η Ασπασία Παπαθανασίου έπεσε στην αγκαλιά της Μελίνας Μερκούρη που είχε έρθει να την προϋπαντήση, κλαίγοντας με λυγμούς. Τόση ήταν η συγκίνησή της που με δυσκολία μπόρεσε να πη μερικά λόγια στους δημοσιογράφους που θέλησαν να την δουν από την πρώτη στιγμή της άφιξής της στην Ελλάδα». Η Παπαθανασίου θα δηλώσει ότι τα επτά χρόνια που πέρασε στο εξωτερικό ήταν τα πιο σκληρά της ζωής της, ακόμη κι απ’ αυτά της Κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας η ίδια είχε αγωνιστεί. «Δεν παριστάνω την ηρωίδα» έλεγε «αλλά εκεί έξω, όταν εδώ οι Ελληνες περνούσαν σκληρές στιγμές, εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Αλλά κι αυτά ήταν πολύ μικρά μπροστά στην αγωνιστικότητα που έδειξε ο ελληνικός λαός».
Οσο για την ίδια τη Μελίνα Μερκούρη, είχε επιστρέψει στην Αθήνα λίγα μόλις 24ωρα νωρίτερα, στις 26 Ιουλίου, προκαλώντας ενθουσιασμό και συγκίνηση. «Δεκάδες δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ και οπερατέρ, Ελληνες και ξένοι, και σύσσωμο σχεδόν το ελληνικό θέατρο υποδέχτηκαν τη Μελίνα Μερκούρη με αγκαλιές, φιλιά, λουλούδια, πανώ και ζητωκραυγές «Μελίνα – Μελίνα»» γράφει «Το Βήμα» την επόμενη ημέρα. «Περικυκλωμένη από τους συγγενείς, φίλους και θαυμαστές της» συνεχίζει το ρεπορτάζ «η διάσημη ελληνίδα ηθοποιός είπε τις πρώτες λέξεις μέσα στην αίθουσα αφίξεων: «Είμαι ευτυχισμένη επειδή είμαι ένας πολίτης που θα μπορέσω μια μέρα να ψηφίσω. Αισθάνομαι μια βαθιά συγκίνηση που βρίσκομαι ύστερα από τόσα χρόνια πίσω. Ευχαριστώ τον ελληνικό λαό για τον αγώνα που έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Ευχαριστώ το Πολυτεχνείο. Ευχαριστώ την Κύπρο που ετούτη τη στιγμή καίγεται. Θα μείνω στην Ελλάδα για πάντα».
Απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων η Μελίνα διατύπωνε την άποψη ότι επείγει η λύση του προβλήματος της Κύπρου και διευκρίνιζε ότι δεν είναι δυνατόν «να περάσουμε γρήγορα από τη δικτατορία στην ισότητα».
Ελύτης και μια βαθιά ανάσα επιτέλους!
Ξεφυλλίζοντας τις καλλιτεχνικές σελίδες του «Βήματος» και των «Νέων» των πρώτων ημερών μετά την πτώση της δικτατορίας και την ορκωμοσία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή συναντoύμε δηλώσεις και συνεντεύξεις της αφρόκρεμας του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. «Θα ήθελα να υπήρχε τρόπος ν’ απαλείφωνται απ’ την Ιστορία μερικά κεφάλαια άδικα για τους λαούς που τα υπέστησαν» έλεγε στα «Νέα» στις 24 Ιουλίου 1974 ο ακαδημαϊκός Αγγελος Τερζάκης. Και συνέχιζε: «Τέτοιο κεφάλαιο θεωρώ και για την ιστορία του ελληνικού λαού την επταετία που έκλεισε χθες το βράδυ». Στο ίδιο ρεπορτάζ ο Οδυσσέας Ελύτης θα δηλώσει: «Μια βαθιά ανάσα επιτέλους! Ας υποδεχτούμε το χαρμόσυνο μήνυμα με τη σοβαρότητα που επιβάλλουν οι περιστάσεις κι ας δείξουμε ότι είμαστε άξιοι της ελευθερίας μας». Σε ανάλογο μήκος κύματος οι δηλώσεις του Γιάννη Ρίτσου, του Κάρολου Κουν, του Δημήτρη Μυράτ, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, του Θόδωρου Αγγελόπουλου κ.ά.
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 10 Αυγούστου, αίσθηση θα προκαλέσει η παρέμβαση του Μενέλαου Λουντέμη. Σε συνέντευξή του, σχολιάζοντας την πολιτική αλλαγή, αναρωτιέται: «Πότε επί τέλους θα επαναπατρισθούν οι ζωντανοί;». Στο φύλλο των «Νέων» της ίδιας ημέρας διαβάζουμε τις δηλώσεις του λογοτέχνη: «Το απόστημα, ναι, έσπασε μα η πληγή παραμένει ανοιχτή. Και τούτη τη φορά οι εκπατρισμένοι της εμφύλιας συμφοράς έμειναν έξω. Ολοι πανηγυρίζουν την επιστροφή στη συνταγματική τάξη. Δεν θέλω να σκιάσω τη χαρά κανενός, μα πώς γίνεται συνταγματική τάξη με τη νομοθεσία της μισαλλοδοξίας σε πλήρη ισχύ; Δεν θα ‘θελα να θυμήσω σε όλους με τι τίμημα πλήρωσε η φυλή αυτή τη φορά. Δεν θέλω να θυμηθώ πόσο αίμα στάζει και πόσοι ολοφυρμοί υψώνονται εκεί πάνω στο νησί που η μοίρα το ‘ταξε για αιώνιο φρουρό της εθνικής μας ψυχής».
Τι είναι ουσιαστικά εθνικό και ανθρώπινο


Στη συνέχεια ο Λουντέμης επανέρχεται στο θέμα της αμνηστίας. Λέει πως επανακτούν την ιθαγένεια –και επομένως επιστρέφουν στην Ελλάδα –μόνο όσοι τη στερήθηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας. «Οι άλλοι, οι πολλοί, φαίνεται πως δεν είναι εκπατρισμένοι. Θα πρόκειται για τίποτε παθιασμένους τουρίστες και πλάνητες εθελοντές. Και να γιατί κανείς δεν τους θυμήθηκε. Οι θύρες της πατρίδας γι’ αυτούς μένουν για πάντα μανταλωμένες. Δικαίωμα εισόδου ή σπίλωση η αποτροπιαστική δήλωση. Γι’ αυτό μόνον μερικά φέρετρα έχουν επαναπατρισθή ακηλίδωτα».
Αρτι επαναπατρισθείς ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος –αφού στη διάρκεια της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος σε Ελβετία και Ιταλία –θα δώσει συνέντευξη στα «Νέα» στις 24 Αυγούστου. «Οπως κάθε άνθρωπος που γνωρίζει τους τρομακτικούς κινδύνους που περικλείνει η διαιώνιση της τυραννίας, ένιωσα μια τεράστια ανακούφιση με την είδηση της κατάρρευσης της στρατιωτικής χούντας» έλεγε απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση. «Η αλλαγή, που ήταν μια καινούργια υποχώρηση των αντιδραστικών δυνάμεων, δίνει ελπίδες για μια ουσιαστική εθνική ανάσταση. Ισως είναι η πρώτη φορά από την επανάσταση του Εικοσιένα που δίνεται στον ελληνικό λαό, παρά τις τρομακτικά κρίσιμες στιγμές που διέρχεται, η δυνατότητα, αντιπαρερχόμενος τις παγίδες που ασφαλώς θα του στήση η διεθνής διπλωματία, να καθορίση και να υπερασπίση τα εθνικά του όρια, που ποτέ δεν υπήρξαν μόνο γεωγραφικά».
Ενδιαφέρον έχει η απάντηση του ποιητή όταν ερωτάται για τις συνέπειες της δικτατορίας στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου: «Οπως ήταν φυσικό, η στυγνή καταπίεση προκάλεσε την αντίδραση των συνειδήσεων πολλών πνευματικών ανθρώπων» έλεγε. Για να συνεχίσει: «Αναπροσανατολίστηκαν προς ό,τι είναι ουσιαστικά εθνικό και ανθρώπινο. Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία παρουσιάστηκαν σαφή δείγματα αυτής της ανανέωσης. Αυτό σε ό,τι αφορά τις ήδη γνωστές λογοτεχνικές δυνάμεις. Νομίζω όμως πως αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τον τόπο είναι οι αναρίθμητοι ανώνυμοι νέοι που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν μια θέση ανάμεσα στους επώνυμους και που αργά ή γρήγορα πρέπει να βρουν τη θέση τους μέσα στον ελληνικό πνευματικό χώρο».
Ηρθε η ώρα της πολιτικής σάτιρας


Αρση της λογοκρισίας, πολιτική σάτιρα, πιθανά ονόματα για την ανάληψη της διεύθυνσης σημαντικών καλλιτεχνικών οργανισμών, ανασύσταση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών είναι τα κύρια θέματα που συναντά κανείς στις πολιτιστικές σελίδες του Τύπου των ημερών. «Η εποχή της πολιτικής σάτιρας, ύστερα από αναμονή επτά και πλέον ετών, έφτασε» διαβάζουμε στο «Βήμα» της 25ης Ιουλίου. «Ηδη όλα σχεδόν τα επιθεωρησιακά θέατρα της Αθήνας αναγγέλλουν νέα έργα τα οποία οι συγγραφείς τους γράφουν πυρετωδώς μέρα και νύχτα και θα παρουσιάσουν εντός των ημερών» συνεχίζει το ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το θέατρο Βέμπο με την επιθεώρηση των Πρετεντέρη – Μιχαηλίδη «Εχουμε αρχηγό με φρύδια» (προφανής αναφορά στον Κ. Καραμανλή), η πρεμιέρα της οποίας είχε οριστεί δύο μόλις ημέρες αργότερα, το «Μετροπόλιταν» με το «Ο λαός ενίκησε» αλλά και το θέατρο Μπουρνέλλη με το «Χούντα γιοκ – λαέ προχώρα».
«Απαγορευμένες ταινίες που αναμένουν την άδεια» είναι ο τίτλος του ρεπορτάζ που δημοσιεύεται στο «Βήμα» στις 31/7. Στην ίδια σελίδα έτερο δημοσίευμα θέτει το ερώτημα: «Θα διευκρινισθή σήμερα το θέμα της μεταδόσεως της μουσικής Θεοδωράκη;». Επί του θέματος διαβάζουμε: «Ενώ οι εταιρείες παραγωγής δίσκων συνεχίζουν να αναγγέλλουν τη –μελλοντική –κυκλοφορία καινούργιων και παλαιότερων συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη, καμία εξέλιξη δε σημειώθηκε μέχρι στιγμής στο θέμα της μεταδόσεως της μουσικής του συνθέτη από το ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ και της ελεύθερης πωλήσεως των δίσκων του στην αγορά». Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 27/7, «Τα Νέα» έχουν αφιερώσει στον Μίκη Θεοδωράκη τη στήλη «Το πρόσωπο της εβδομάδος» καθώς ήταν «ο πρώτος απ’ τους εξορίστους έλληνες καλλιτέχνες που έφθασαν αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα».
Μινωτής στο Εθνικό, Χορν στο ΕΙΡΤ


Την πρώτη κιόλας ημέρα της πολιτικής αλλαγής, στις 24 Ιουλίου, διαβάζουμε στα «Νέα» το ρεπορτάζ με τίτλο «Η ελευθερία του λόγου ξαναγυρίζει». Το δημοσίευμα τονίζει ότι «έφυγε ο βραχνάς της λογοκρισίας» και πλέον είναι «ανεμπόδιστη η παρουσίαση θεατρικών έργων». Σε άλλο σημείο το δημοσίευμα αναφέρει πως «πρέπει να θεωρήται βέβαιον ότι ένα από τα πρώτα μελήματα της πολιτικής κυβερνήσεως θα είναι ο διορισμός νέων διοικήσεων στα κρατικά θέατρα καθώς και στους άλλους καλλιτεχνικούς οργανισμούς και στα μέσα ενημερώσεως». Στο πλαίσιο αυτό στις 27/7 διαβάζουμε πως ο Αλέξης Μινωτής θεωρείται ο επικρατέστερος για τη θέση του γενικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, «επί του θέματος ουδεμία επίσημη ανακοίνωση υπάρχει. Ο κορυφαίος πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης –που ανεχώρησε χθες στον Σκορπιό, όπου θα φιλοξενηθή από τον Αριστ. Ωνάση –σε συνομιλία του εδήλωσε ότι είναι διατεθειμένος υπό την παρούσα κατάσταση να αναλάβη οποιαδήποτε θέση και να προσφέρη τις υπηρεσίες του και ως απλούς στρατιώτης».
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 10 Αυγούστου, η στήλη «Το πρόσωπο της εβδομάδος» στα «Νέα» φιλοξενεί αυτή τη φορά τον Δημήτρη Χορν αφού «η είδηση του διορισμού του ως γενικού διευθυντού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας – Τηλεοράσεως επεσκίασε όλα τα άλλα πνευματικά – καλλιτεχνικά γεγονότα που συνέβησαν το τελευταίο επταήμερο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ