Οι παραστάσεις της «Καταδίκης του Φάουστ» του Μπερλιόζ που έδωσε η Οπερα του Παρισιού στις 31 Ιουλίου και την 1η Αυγούστου 1965 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία-χορογραφία Μορίς Μπεζάρ υπερέβησαν το εγχώριο ενδιαφέρον. Λογικό: Επρόκειτο για την πρώτη εμφάνιση του διάσημου συγκροτήματος στο εξωτερικό στην πλήρη του σύνθεση αφού η προηγούμενη «εξόρμησή» του στην Ιαπωνία αφορούσε μόνο τους πρωταγωνιστές του. Αυτή τη φορά, όμως, θα ταξίδευε ολόκληρο το δυναμικό, από τους καλλιτέχνες ως τους τεχνικούς, πράγμα το οποίο δημιούργησε αίσθηση και προσμονή…

«Τέσσερα σιδηροδρομικά οχήματα με τα σκηνικά της όπερας του Μπερλιόζ «Η καταδίκη του Φάουστ» έφθασαν ήδη στην Αθήνα εν όψει της εμφάνισης της Οπερας των Παρισίων στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού»
γράφει το «Βήμα» στις 21 Ιουλίου 1965 χαρακτηρίζοντας το επικείμενο ανέβασμα ως το «μεγαλύτερο θεατρικό εγχείρημα με τη συμμετοχή του διάσημου συγκροτήματος». Για την παρουσίαση του έργου, διαβάζουμε σε άλλο σημείο του ρεπορτάζ, «θα συνεργασθούν 314 τεχνικοί και καλλιτέχνες της Οπερας των Παρισίων και 164 κομπάρσοι και διοικητικοί υπάλληλοι. Για τη μεταφορά των γάλλων τραγουδιστών, χορευτών και τεχνικών διετέθησαν 4 αεροσκάφη, θα δημιουργηθή δε αερογέφυρα την νύκτα της 25ης προς την 26ην Ιουλίου μεταξύ της γαλλικής πόλεως Οράνζ –όπου εμφανίζεται το κλιμάκιο –και του Ελληνικού».
Εκείνες τις ημέρες η Επίδαυρος έμοιαζε να κινείται σε παράλληλο σύμπαν, τη στιγμή που στην πολιτική σκηνή της χώρας ο υδράργυρος χτυπούσε κόκκινο με τα Ιουλιανά: την κρίση που επικεντρώθηκε στην προ ολίγων ημερών μόλις, τότε, παραίτηση του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και τον διορισμό από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο διαδοχικών πολιτικών προσώπων από το ίδιο κόμμα, την Ενωση Κέντρου, προκειμένου να τον αντικαταστήσουν. Η παραίτηση Παπανδρέου πυροδότησε τη μεγαλύτερη έκρηξη αντιδράσεων στη χώρα αφού σε διάστημα ενός μήνα, από τις 16 Ιουλίου ως τις 17 Αυγούστου 1965, καταγράφηκαν 383 συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, με τις 67 από αυτές να ξεσπούν στην Αθήνα εισάγοντας τον πολιτικό βίο σε μια μακρά περίοδο αστάθειας ο οποίος οδήγησε, τελικά, στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967…
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά λοιπόν, στην Επίδαυρο οι προετοιμασίες για την παρουσίαση της «Καταδίκης του Φάουστ» συνεχίζονταν με πυρετώδεις ρυθμούς. «Εφθασε το κλιμάκιο της Οπερας των Παρισίων» γράφει «Το Βήμα» στις 27 Ιουλίου 1965. Στο ρεπορτάζ περιλαμβάνονται δηλώσεις του Μπεζάρ ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: «Σε όλη την Ευρώπη συζητούν τη στιγμή αυτή για τα ελληνικά φεστιβάλ. Εντύπωση βαθειά έχει κάνει τόσο στους ειδικούς όσο και στους φιλομούσους ο πλούτος και η ευρύτητα των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στη χώρα σας. Αφοβα χαρακτηρίζονται οι εκδηλώσεις αυτές σαν ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ…». Συνέχιζε δηλώνοντας πως η Επίδαυρος δεν τον φοβίζει. «Είμαι βέβαιος ότι η παράσταση θα πετύχη, ότι θ’ αρέση και ότι δεν θα έχει να ζηλέψη κατά το παραμικρότερο τις παραστάσεις της όπερας του Μπερλιόζ σε φημισμένα ευρωπαϊκά θέατρα…».
«Οχι» στο σκάνδαλο


Υπό τον μεσότιτλο «Ες-Ες, τουίστ και ηλεκτρονική μουσική» το ρεπορτάζ του «Βήματος» συνεχίζει επισημαίνοντας πως το όνομα του Μπεζάρ προκαλεί αντιγνωμίες και συζητήσεις. «Ομως όλοι –φίλοι και εχθροί, ομοφρονούντες κι αντιφρονούντες –σε ένα συμφωνούν: τον συγκαταλέγουν ανεπιφύλακτα, ανάμεσα στις πιο αξιόλογες καλλιτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα» διαβάζουμε παρακάτω στο δημοσίευμα. «Σαν άνθρωπος της εποχής του, αναζητάει διαρκώς νέους τρόπους και νέες φόρμες για να εκφραστή, χωρίς και να επιδιώκη το «σκάνδαλο» που του καταλογίζουν… «Το απεχθάνομαι…» δηλώνει κάθε φορά που τον κατηγορούν ότι μεταπλάθει τις κλασικές μουσικές συνθέσεις και τις προσαρμόζει σε μια δική του προσωπική ερμηνεία…».
Αναφορικά με την «Καταδίκη του Φάουστ» το ρεπορτάζ επισημαίνει πως ο Μπεζάρ την αντιμετώπισε με γνώμονα την ομορφιά της αλήθειας, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή. Πήρε τον στατικό δραματικό μύθο και δίνοντάς του τη μορφή της όπερας-μπαλέτου προσέφερε στον θεατή μια καινούργια και πολύ πρωτότυπη σύλληψη του έργου. «Μ’ αυτόν τον τρόπο το φιλοσοφικό υπόβαθρο γίνεται ακόμη πιο σαφές και καθώς οι ήρωες αποκτούν ανθρωπιά και καθημερινότητα κατορθώνουν να συγκινούν και να προβληματίζουν τον θεατή» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο ρεπορτάζ του «Βήματος». Στη συνέχεια αναφέρεται πιο διεξοδικά στους νεωτερισμούς του σκηνοθέτη-χορογράφου που επισημάνθηκαν επιγραμματικά στον μεσότιτλο. «Δεν έχω την πρόθεση να ξαφνιάσω, να σκανδαλίσω, να προξενήσω κλονισμούς» απαντούσε ο Μπεζάρ σε όσους τον κατηγορούσαν για αυτούς. «Μεταφράζω τη μουσική σε κίνηση και υποτάσσομαι στη θέληση και στο όνειρο του συνθέτη. Φθάνω πάντοτε στα άκρα. Δεν αφήνω τη χορευτική μου φράση μισή, ατέλειωτη, με αποσιωπητικά… Δεν καλύπτω τον χορευτικό λόγο με την υποκριτική που χαρακτηρίζει την εποχή μας… Η ηλεκτρονική μουσική, τα γερμανικά Ες Ες, το τουίστ, παρεμβάλλονται και καμμιά φορά πρωταγωνιστούν, όχι για να υποκαταστήσουν τον συνθέτη, αλλά για να τονίσουν και να δώσουν περισσότερη έμφαση σ’ αυτό ακριβώς που θέλησε να πη εκείνος με τις νότες…».
Το ανέβασμα της «Καταδίκης του Φάουστ» θέτει ένα ερώτημα που επανέρχεται κατά διαστήματα ως τις ημέρες μας. Τι είδους θεάματα «χωρούν» στην Επίδαυρο; Είναι το αργολικό θέατρο –και κατ’ επέκταση όλα τα αρχαία θέατρα –χώροι που προορίζονται αποκλειστικά για παραστάσεις αρχαίου δράματος ή μπορεί να βρουν τη θέση τους και άλλες μορφές τέχνης, η όπερα εν προκειμένω; Λίγες ημέρες αργότερα, στο ερώτημα επιχειρεί ν’ απαντήσει o Μπερνάρ Γκαβοτί, γνωστός μουσικοκριτικός της εποχής, συνεργάτης της γαλλικής εφημερίδας «Φιγκαρό» που βρίσκεται στην Ελλάδα και στέλνει κείμενα στην πατρίδα του με ιδέες για λυρικά θεάματα που θα μπορούσαν να ανέβουν στην Επίδαυρο και σε άλλα αρχαία ελληνικά θέατρα. Συγκεκριμένα, όπως γράφει «Το Βήμα» στις 13 Αυγούστου 1965, προτείνει τον «Οιδίποδα», την όπερα του Ζορζ Ενέσκο που το ευρωπαϊκό κοινό είχε γνωρίσει πρόσφατα εκείνη την εποχή, το μπαλέτο του Ραβέλ «Δάφνις και Χλόη» και τον «Βασιλιά Δαυίδ» του Χόνεγκερ. Και να πώς δικαιολογεί τις προτάσεις του: «Το μουσικό Φεστιβάλ –αυτή η γιγαντιαία επιχείρηση αποκεντρώσεως που από την 1η Ιουλίου ως τις 26 Σεπτεμβρίου προτείνει κάπου εξακόσιες εκδηλώσεις σε υπερπεντήκοντα στρατηγικά σημεία της χώρας –σέβεται μια βασική απαίτηση του ελληνικού χαρακτήρος, την λατρεία του θείου: «Ποιός μπορεί να νικήση την μοίρα;» ρωτά η Σφίγγα στον Οιδίποδα. Κι εκείνος αποκρίνεται: «Ο άνθρωπος! Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τη μοίρα!». Και από τον Σοφοκλή περνά στον Ενέσκο, για να καταλήξη στον Δημήτρη Μητρόπουλο και στις παρατηρήσεις απλών βοσκών που τον είδαν να κάνη δοκιμή στην Επίδαυρο: «Να παίζουν τόσοι άνθρωποι για να χορεύη ένας μόνον!»…».
«Οθέλλος» και Κάραγιαν


To θερμό εκείνο πολιτικό καλοκαίρι του 1965 συνέπεσε με τη συμμετοχή πλειάδας λαμπερών αστέρων της εποχής στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Οργανισμού Τουρισμού αλλά και στο Φεστιβάλ Αθηνών που μια δεκαετία μετά την έναρξή του διερχόταν φάση κοσμοπολιτισμού προσελκύοντας την αφρόκρεμα του διεθνούς στερεώματος… Το ίδιο καλοκαίρι μάλιστα, ένα ακόμη γεγονός γνώρισε εντυπωσιακή απήχηση στον Τύπο: τα εγκαίνια του νεότευκτου, τότε, θεάτρου Λυκαβηττού από την Ελληνική Σκηνή της Αννας Συνοδινού.

«Ο Πρωθυπουργός θα παραστή αύριο στην πρεμιέρα της τραγωδίας «Αντιγόνη»»
είναι ο τίτλος του σχετικού δημοσιεύματος του «Βήματος» στις 11 Ιουνίου 1965, έναν περίπου μήνα πριν από την πολύκροτη παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. «Πραγματικός άθλος χαρακτηρίζεται η ανέγερση του υπαιθρίου αυτού θεάτρου από όσους παρακολούθησαν από την αρχή την έναρξη των εργασιών πριν από έναν ακριβώς μήνα» διαβάζουμε σε άλλο σημείο του ίδιου δημοσιεύματος. Και παρακάτω: «Χθες το απόγευμα, μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην γραφική τοποθεσία όπου στήθηκε, ανακαλύψαμε ότι ούτε τα λουλούδια δε λείπουν από τους γύρω χώρους…».
Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς παρουσίες στο Ηρώδειο, μιλάμε για πραγματική παρέλαση διεθνών αστέρων: ο βιολονίστας Νταβίντ Οϊστραχ, ο βιολοντσελίστας Ενρίκο Μαϊνάρντι, η διάσημη αυστριακή σκηνοθέτις Μαργαρίτα Βάλμαν που ανέβασε τον «Οθέλλο» του Βέρντι για την Εθνική Λυρική Σκηνή με τη συμμετοχή τριών σουπερστάρ λυρικών τραγουδιστών της εποχής είναι μερικοί μόνο από όσους προηγήθηκαν της έναρξης του Φεστιβάλ Αθηνών την 1η Ιουλίου 1965 όπου συμμετείχαν 100 διεθνούς φήμης καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, o νεαρός Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ –ως πιανίστας -, ο επίσης πιανίστας Αρτούρο Μπενεντέτι Μικελάντζελι, τα Μπαλέτα της Νέας Υόρκης και πολλοί ακόμη.
Αστειεύθηκε και κολύμπησε


«Ενα μεγάλο παιδί, μ’ ένα χαμόγελο πότε ν’ αχνοφαίνεται και πότε να χαράζεται πλατειά στο πρόσωπό του. Αυτή την εντύπωση έδινε ο μεγάλος βιολιστής Νταβίντ Οϊστραχ προχθές την Κυριακή στην Ακρόπολη και το Σούνιο –στην εκδρομή που του ωργάνωσε ο Ε.Ο.Τ» διαβάζουμε στο «Βήμα» την 1η Ιουνίου 1965. «Μίλησε, αστειεύθηκε, κολύμπησε –μέχρι εκεί που «πάτωνε» -, πήρε πάμπολλες φωτογραφίες κι εκστασιάστηκε με τις καλλονές της χώρας μας που αχόρταγα εθαύμαζε κάθε στιγμή, εκδηλώνοντας ποικιλότροπα τον θαυμασμό του. Μαζί του ήταν η γυναίκα του Ταμάρα, η πιανίστα μας Βάσω Δεβετζή, ο ιμπρεσάριός του Σόρια και ο γάλλος εκδότης δίσκων Ζαν Ρανάρ» γράφει παρακάτω το ρεπορτάζ. Η συνέχεια έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Λίγο πριν ξεκινήσουμε –κι αυτό είναι ενδεικτικό του ανθρώπου –ο Νταβίντ Οϊστραχ δέχθηκε τον Τάτση Αποστολίδη. Από την ημέρα της αφίξεώς του και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της συναντήσεώς του με δημοσιογράφους, ο Νταβίντ Οϊστραχ εζήτησεν επίμονα να έλθη σε επαφή με Ελληνες βιολιστές, ιδίως νέους. Ετσι δέχθηκε στο δωμάτιό του τον εξάρχοντα της Κ.Ο.Α κ. Τάτση Αποστολίδη, τον οποίο άκουσε και συζήτησε μαζί του για θέματα βιολιστικά…».
Το ανέβασμα του «Οθέλλου» στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή –επί διευθύνσεως Μενέλαου Παλλάντιου – τον μήνα Ιούνιο ήταν ένα ακόμη σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός του καλοκαιριού του 1965. Η Μαργαρίτα Βάλμαν αφίχθη στην Αθήνα έχοντας στο ενεργητικό της προηγούμενες σκηνοθεσίες του αριστουργήματος του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου και στην Οπερα της Ρώμης. Η παραγωγή του Ηρωδείου –σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη και σκηνικά Γιάννη Καρύδη – ήταν το πρώτο της ανέβασμα του ίδιου έργου σε ανοιχτό χώρο. Οι σκέψεις της για το Ηρώδειο, όπως παρουσιάστηκαν στον Τύπο στη διάρκεια των προβών, διατηρούν το ενδιαφέρον τους στην εποχή μας: «Σήμερα είναι της μόδας να καταπιάνωνται με τρέλλες κι όχι ν’ ασχολούνται με τη λύση των προβλημάτων ενός λυρικού θεάτρου» διαβάζουμε στο «Βήμα» της 5ης Ιουνίου 1965. «Ο κ. Καρύδης μου παρουσίασε μια μακέτα. Η σκηνή του Ωδείου Ηρώδου είναι μακρυά και στερείται βάθους, κατάλληλη για τη «Νόρμα», τη «Μήδεια» ή την «Κλυταιμνήστρα» του Ιλντεμπράντο Πιτσέτι. Ετσι καταλήξαμε να μη χρησιμοποιήσουμε χρωματιστά ντεκόρ αλλά τις διαστάσεις του θεάτρου ».
Σε άλλο σημείο του δημοσιεύματος διαβάζουμε περί διανομής: «Για την εκλογή ως κορυφαίων ερμηνευτών του βαρυτόνου Τίτο Γκόμπι, της σοπράνο Μαρτσέλα Πόμπε και του τενόρου Τζων Βίκερς, η Βάλμαν παρατηρεί ότι είναι η καλύτερη. Εχει συνεργασθή μαζί τους και ο Βίκερς είναι ο μόνος κατάλληλος για τον ρόλο του Οθέλλου αφού απεσύρθη ο Ντελ Μόνακο και ο Κορέλλι, εδώ και πέντε χρόνια, διστάζει να τον αναλάβει…».
Ενδιαφέρουσες, μέσα από το πρίσμα της εποχής τους, ήταν οι απόψεις της Βάλμαν για το οπερατικό τοπίο γενικότερα: «Το λυρικό θέατρο δεν διέρχεται κρίση» δήλωνε. «Υπάρχει μόνο κρίση κρατικών επιχορηγήσεων και έλλειψη λυρικών θιάσων. Το επιβεβαιώνει η ανακατασκευή λυρικών σκηνών όπως της Βαρσοβίας, της Γένοβας, του Βερολίνου και η δημιουργία νέων, όπως στη Μαδρίτη. Και τον επόμενο μήνα η Μετροπόλιταν Οπερα εγκαθίσταται σ’ ένα υπέροχο κτίριο. Απαραίτητο η παρουσίαση των μελοδραμάτων να γίνεται με τρόπο σύγχρονο…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ