Βερολίνο

Ήταν η τελευταία του επιθυμία. Προτού πεθάνει, στις 14 Μαίου 2017 στο Βερολίνο, ο συγγραφέας Φάνης Φαντέμης (κατά κόσμο Δημήτρης Ανδριώτης) είχε ζητήσει να του κάνουν πολιτική ταφή – να σκορπίσουν την τέφρα του στη θάλασσα κάπου ανάμεσα στις Οινούσσες και τη Χίο. Στο πρώτο νησί είχε γεννηθεί πριν 89 χρόνια από μικρασιάτες πρόσφυγες, το δεύτερο ήταν από τα κύρια μοτίβα στα γραπτά του.

Έτσι κι έγινε το ηλιοβασίλεμα της περασμένης Κυριακής παρουσία μικρής ομάδας φίλων και συγγενών. Μια από τις τελευταίες άδειασε το δοχείο με την τέφρα από το πλοίο «Οινούσσες 3» στα νερά του Αιγαίου. Μαζί της ρίχτηκαν γαρύφαλλα και λόγια του αποχαιρετισμού, όπως «άξιος» και «αθάνατος».

Το πολιτικό μνημόσυνο έγινε λίγο αργότερα στην αίθουσα του Συλλόγου Φίλων των Οινουσσών στην κοινότητα των Οινουσσών με συμμετοχή δεκάδων κατοίκων της περιοχής. Υπό τη διεύθυνση του δημοσιογράφου Παντελή Φύκαρη μίλησαν για το έργο του Φαντέμη ο συγγραφέας Κώστας Ζαφείρης και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Βρεζούλης (βλέπε εδώ τις ομιλίες τους). Αποσπάσματα από τα γραπτά του διάβασαν η δασκάλα Χριστίνια Παλιού και ο ερασιτέχνης ηθοποιός Γιάννης Τσουμπαριώτης.

Ο Φαντέμης ήταν κατεξοχήν «ζώο πολιτικό». Η πολιτικοποίησή του έγινε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μέση Ανατολή και στη φρεγάτα «Τομπάζης» με την οποία πήρε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας. Το «Χιωτάκι» έγινε, όπως και οι περισσότεροι άλλοι συμπατριώτες του ναύτες, κομμουνιστής. Το μοιραίο αποτέλεσμα ήταν η διπλή δίωξή του, πρώτα, ο εγκλεισμός του στα «σύρματα» (τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εγγλέζων στη Βόρεια Αφρική) και ύστερα, στην Ελλάδα του εμφυλίου, από τις ελληνικές Αρχές. Επόμενο έτσι να το «σκάσει» όσο το δυνατόν γρηγορότερα από αυτές μπαρκάροντας σε εμπορικά καράβια, στα οποία δούλευε ως μάγειρας. Εκεί ήταν που έμαθε τη γλώσσα των ναυτικών που αξιοποίησε αργότερα στα γραπτά του με μοναδική μαεστρία.

Ο εκλιπών ήταν χαρισματικός αγκιτάτορας. «Έψησα περισσότερους ανθρώπους στην πολιτική, από ότι κότες στο φούρνο» συνήθιζε να λέει. Το «ψήσιμο» το έκανε στα λιμάνια της Βόρειας Γερμανίας, στα οποία είχε ξεμπαρκάρει στις αρχές της δεκαετίας του 60. Ο Φαντέμης ήταν από τα βασικά στελέχη της ένωσης των κομμουνιστών ναυτεργατών. Το 1967-68 έκοψε κάθε δεσμό μαζί της, όπως και με το σταλινικό κομμουνιστικό κόμμα (ΚΚΕ εξωτερικού). Από τότε μετεξελίχθηκε σε οπαδό της ανανεωτικής επαναστατικής Αριστεράς χωρίς να έχει βέβαια πλέον καθαρή κομματική πυξίδα και πατρίδα. Έτσι έμεινε και τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, που τα πέρασε, με εξαίρεση τα ταξίδια του στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, αποκλειστικά στο Βερολίνο.

Μια ζωή επαναστάτης – που με τον καιρό βέβαια (και λόγω γήρατος) έπαψε να είναι πολιτικά ενεργός.

Σταθερός στα πιστεύω του, αλλά ποτέ καυχησιάρης. Το αντίθετο μάλλον: Ο Φαντέμης αυτοσαρκαζόταν συνεχώς για τις επιδόσεις του στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – όπως σάρκαζε και εκείνους, που εξαργύρωναν τη συμμετοχή τους στον ίδιο με παράσημα και παράτες. Πνεύμα αντιλογίας: Πολιτικά, ήταν ο αντιήρωας του δυτικού κόσμου, όπως ναυτικά ήταν ο Αντι-Σεβάχ ο Θαλασσινός

Το όραμα και το πρόγραμμα του Φαντέμη: ο κομμουνισμός. Το όραμα – μια κοινωνία των ίσων. Το πρόγραμμα – η κοινωνική δικαιοσύνη, η κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Τα δυο τους στόχευαν σε μια επίσης διπλή χειραφέτηση: την ατομική μέσω του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού, τη συλλογική μέσω της αυτοδιαχείρισης, της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά. Και όλα αυτά με δημοκρατικό πρόσημο. «Δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία, δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό» – το σύνθημα αυτό της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που είναι γραμμένο στο κράσπεδο της πλατείας Rosa Luxemburgplatz του Βερολίνου (όχι μακριά από τη γειτονιά του), είχε γίνει και δικό του σύνθημα.

Στο Βερολίνο, την «στεριανή πατρίδα» του, ο Φαντέμης ζούσε τρεις επάλληλες ζωές: ως μάγειρας, ως γλεντζές και ως συγγραφέας.

Ως μάγειρας ήταν, όπως λένε εκείνοι που έτυχε να γευθούν τα φαγητά του, καλός – πολύ καλύτερος πάντως από τους έλληνες «γκασταμπάιτερ» (φιλοξενούμενους εργάτες) που είχαν ανοίξει εστιατόρια χωρίς να έχουν την παραμικρή προπαίδεια στη μαγειρική. Ήταν η εποχή που οι Γερμανοί, ύστερα από την εξέγερση της νεολαίας το 1968 και την ανάπτυξη των διάφορων απελευθερωτικών κινημάτων (γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, κλπ.), έκαναν και την γαστρονομική τους «επανάσταση» στρεφόμενοι προς τα «εξωτικά» μέχρι τότε γι αυτούς εδέσματα, όπως τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα ελληνικά. Το ότι οι γκασταμπάιτερ δεν ήξεραν να μαγειρεύουν, δεν έπαιζε καταρχάς ρόλο: Αρκούσε η διαφορετικότητα της κουζίνας τους. Εξάλλου, την ελληνική μαγειρική, ως γνωστόν, δεν μπορούν να την «ξεκάνουν» ούτε οι πιο άτσαλοι έλληνες «μαγείροι»: Τα συστατικά και οι συνταγές της αντέχουν και τις πιο δυνατές «αντιμαγειρικές» ατάκες. Οι γερμανοί πελάτες ήταν πάντως ευχαριστημένοι – πόσω μάλλον, όταν, όπως στην περίπτωση του Φαντέμη, τους μαγείρευε έμπειρος μάγειρας.

Η ζωή ως γλέντι: Με το κλείσιμο της κουζίνας, περί τα μεσάνυχτα, άρχιζε ο χορός, που κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες. Ο Φαντέμης μετέτρεπε το κέντρο του εστιατορίου σε πίστα, συχνά μάλιστα ανέβαινε στα τραπέζια για να χορέψει. Οι συνοδοί του, κυρίως μέλη της αριστερής ιντελιγκέντσιας, ήταν ξετρελαμένοι με το συρτάκι και το ζεϊμπέκικο. «Μια νύχτα χόρευε μαζί μου ένας μουστακαλής χοντρομπαλάς» διηγούταν ο ίδιος. «Μετά τον χορό με πλησιάζει ένας Έλληνας και μου λέει επιτιμητικά: „Με αυτόν τον Τούρκο βρήκες να χορέψεις;“ „Αυτός ο Τούρκος είναι ο μεγάλος συγγραφέας Γκίντερ Γκρας“ του απαντώ» – ο Γκίντερ Γκρας, ως γνωστό, πήρε αργότερα το Νόμπελ λογοτεχνίας.

Μοναχική ήταν, αντίθετα, η τρίτη ζωή του Φαντέμη, εκείνη του συγγραφέα. Τα πρωινά και τα ρεπό του τα περνούσε γράφοντας αδιάκοπα: επιφυλλίδες για χιώτικες εφημερίδες, διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ημερολόγια. Αυτό τον απέκοβε από τις κοινωνικές συναναστροφές, τον περιτύλιγε όμως με το μύθο ενός ιδιότυπου, «προλεταριακού» μποέμ.

Η γραφή του είναι άνιση: πότε έξοχα, πότε μέτρια διατυπωμένη, χώρια τα ορθογραφικά και τα συντακτικά λάθη *. Μέτριο είναι και το ύφος πολλών γραπτών του, που έχουν συνήθως συμβατική πλοκή – από μεταμοντερνισμό και άλλους νεωτερισμούς ούτε ίχνος. Ένας από τους λόγους για όλα αυτά είναι ότι ο Φαντέμης δεν ευτύχησε ποτέ να έχει δίπλα του έναν επαγγελματία επιμελητή, που θα τον βοηθούσε να δομήσει σωστά τις αφηγήσεις του και να τελειοποιήσει το στιλ του – στιλ με την έννοια του «αφηγηματικού βάθους» όπως λέει ο Ρολάντ Μπαρτ. Η μοναξιά του προκάλεσε ζημιά και στο έργο του.

Παρόλα αυτά, η ζημιά δεν είναι ανεπανόρθωτη. Το έργο του Φαντέμη έχει ουσία και αξία, μοιάζει με διαμάντι – διαμάντι ακατέργαστο. Μια κριτική επεξεργασία του από ειδικούς θα μπορούσε να αναδείξει τις μεγάλες αρετές του, όπως την πλούσια γλώσσα (για την αποκρυπτογράφηση της οποίας είναι αναγκαίο ένα τεράστιο γλωσσάριο), την απρόσκοπτη ροή του λόγου και το σκωπτικό ύφος του, που μετατρέπουν την περιγραφή των ναυτικών ταξιδιών σε αυτοτελές ταξίδι.

Η καταγραφή των γραπτών του δεν έχει γίνει ακόμη. Λίγο πριν πεθάνει είχε ζητήσει να επιδοθεί το σύνολο τους στη Βιβλιοθήκη της Χίου. Εκεί, αν τύχαινε επιστημονικής επιμέλειας, θα μπορούσε να φανεί πλήρως η σημασία και η ομορφιά τους. Και θα αναδείκνυε και τον ίδιο τελεσίδικα στον καθαυτό «πεζογράφο της ναυτοσύνης» (Δημήτρης Βρεζούλης).

*Εξαίρεση, σύμφωνα με τον εκδότη του Γιάννη Παλιό, αποτελούν τα προσφάτως εκδοθέντα έργα του (2016, σχεδόν την ημέρα του θανάτου του): «Ήντα λέγουσιν στην πλώρην» και «Στα βαθειά νερά», που έχουν τύχει πλήρους επιμέλειας.