Φωτογραφίες: Λευτέρης Σιαράπης

Styling: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη

Χτένισμα-μακιγιάζ: dazzlin’ gal

Οι πρώτες κουβέντες μας αφορούσαν τη διαφορά ανάμεσα στην ενόρμηση και την παρόρμηση. Η Λένα Δροσάκη δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τις ψυχαναλυτικές γνώσεις της και δεν τσιτάρει όπου σταθεί και όπου βρεθεί Ζακ Λακάν. Απλώς, κάνει πρόβες αυτό τον καιρό με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό για τη «Λυσιστράτη» του οπότε έπρεπε να μάθει τη μεταξύ τους διάκριση: «Η ενόρμηση είναι πιο δυνατή γιατί είναι μια ενστικτώδης τάση. Η παρόρμηση, από την άλλη, μπορεί να είναι και ενσυνείδητη, να εμπεριέχει μέσα της και τη σκέψη. Εκεί έχει παίξει ένα ρόλο η κοινωνία στην εξέλιξη της γυναίκας καθώς επιβάλλει τι της επιτρέπεται και τι πρέπει να επιτρέπει η ίδια στον εαυτό της. Μπορεί να έχει παρορμήσεις ή θα τη χαρακτηρίσουν αρνητικά; Προσωπικά θα ήθελα να φτάσω στο σημείο να λέω: “Δεν με αφορά τι λένε οι άλλοι για μένα”». Η συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό δεν μπορεί ποτέ να είναι μια συνηθισμένη υπόθεση και η «Λυσιστράτη» του σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη δεν θα έχει καμία σχέση με τις αριστοφανικές παραγωγές που έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Ξεχάστε τις επιθεωρησιακές μπαλαφάρες και τις άκομψες επικαιροποιήσεις του έργου του πατέρα της κωμωδίας. Λέξεις όπως «σαγήνη» ή «μαλακότητα κινήσεων» θα πρέπει κάπως να αναδυθούν από την παράσταση.

«Είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση, τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό, και κρατάμε σημειώσεις για πράγματα που μαθαίνουμε κοντά στον Μιχαήλ, καθώς μας δείχνει απρόσμενες και άγνωστες όψεις των πραγμάτων. Είναι δύσκολο (σ.σ. γελάει) αλλά είναι και ευλογία. Με συνάντησε μια μέρα στο δρόμο και μου είπε: “Λένα, θέλω να σε πάρω τηλέφωνο να σου πω κάτι”. Κι εγώ περίμενα να έρθει εκείνη η μέρα».

Η «Λυσιστράτη», μια ομαδική θεατρική υπόθεση

Δεν θα μπορούσε να είχε διαφύγει της προσοχής του το φως που εκπέμπει η Λένα Δροσάκη. Αστέρι που ανέτειλε από τα υπόγεια του Ιδρύματος Κακογιάννη πριν από μερικά χρόνια και έκτοτε λάμπει δυνατά και σταθερά και είναι έτοιμη να πατήσει στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου (5 και 6 Αυγούστου) μαζί με ένα σύνολο εξίσου ταλαντούχων και ιδιαίτερων γυναικών. Άλλωστε, οι παραστάσεις του Μαρμαρινού είναι πάντα μια ομαδική υπόθεση και σταθερά ένας ύμνος στη γυναίκα. Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Σκουλά, Αγλαΐα Παππά, Αθηνά Μαξίμου ανάμεσα στις 15 γυναίκες που συμμετέχουν σε μια διαρκή ροή αλλαγής και ανταλλαγής ρόλων, με τη Λένα Κιτσοπούλου μάλλον σταθερή ως ομώνυμη ηρωίδα αλλά και άνδρες ηθοποιούς (Αιμίλιος Χειλάκης, Θέμις Πάνου, Γιάννης Βογιατζής) να συμπληρώνουν το εξαιρετικό καστ. Βέβαια, η ενέργεια της παράστασης δεν μπορεί παρά να είναι αμιγώς γυναικεία. «Είχα μια αγωνία γιατί δεν έχω συνεργαστεί ξανά με τόσες πολλές γυναίκες. Με τον τρόπο που δουλεύει ο Μιχαήλ όμως όλα κυλούν ομαλά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, απλώς λειτουργεί. Συχνά οι άνδρες της παράστασης λένε: “Πάντως, σας έχει διαλέξει μία-μία, είστε πολύ διαφορετικές, καθεμία έχει κάτι ξεχωριστό και η μία συμπληρώνει την άλλη”».

Ένας ύμνος στη γυναίκα

Γυναίκες ιδιαίτερες, γυναίκες αντισυμβατικές, γυναίκες με έντονη προσωπικότητα. Γυναίκες όμορφες χωρίς να τηρούν χρυσούς κανόνες επιβεβλημένων προτύπων. «Γινόμαστε μάζα σήμερα και το διαφορετικό δεν μπορεί να υπάρξει ή να παγιωθεί. Όλες κατηγοριοποιούνται: “Κοντή”, “χοντρή”, “ψηλή”, “αδύνατη”. Η ομορφιά όμως δεν έχει να κάνει με τη μάζα αλλά με τη μοναδικότητα», θα πει. Στην παράσταση, η Λυσιστράτη και οι άλλες γυναίκες χρησιμοποιούν τη «σαγήνη» για να επιφέρουν την πολυπόθητη ειρήνη. Η ομορφιά είναι διαχρονικό όπλο όμως ενίοτε μπορεί και να εκπυρσοκροτεί.

«Η Λυσιστράτη χρησιμοποιεί ως όπλο την ομορφιά της για να επιτύχει το στόχο της. Δεν την επιδεικνύει όμως ούτε τη φέρει ως τρόπαιο. Απλώς λέει: “Κοίταξέ με”. Αυτό είναι πολύ πιο ισχυρό από το να λες εμμονικά: “Κοίτα, κοίτα!” Υπάρχει μια παγίδα με την ομορφιά και με το βαθμό στον οποίο την αναγνωρίζεις πάνω σου. Όταν δεν πιστεύεις σε αυτήν αποδυναμώνεται. Βλέπω γυναίκες όμορφες που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους, δεν το συνειδητοποιούν καν ότι έχουν αυτό το χάρισμα. Βλέπω άλλες που αισθάνονται τόση σιγουριά και νιώθω ότι με αυτήν τη στάση τους χάνεται η ομορφιά τους… Εγώ δεν το ήξερα ούτε το πίστευα. Έχω αρχίσει όμως σιγά-σιγά να συμφιλιώνομαι με την εικόνα μου. Έχω τα μαλλάκια μου τα ξανθά, τα ματάκια μου. Δεν εξαρτώμαι όμως από την εικόνα μου, υπάρχει μια… χαλαρότητα».

Προφανώς αυτή την εικόνα είχε για τον εαυτό της όταν ήρθε σε επαφή με τη θεατρική εμπειρία που της άλλαξε τη ζωή και τελικά καθόρισε την πορεία της: μια παράσταση του «Άμλετ» που είδε στην Πάτρα το 2004. Η σκηνοθεσία ανήκε στη Μάγια Λυμπεροπούλου και η ιδιαιτερότητά της ήταν ότι τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. «Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που έπαιζε έναν ανδρικό ρόλο. Είπα μέσα μου: “Αυτό θέλω να κάνω!” Πρέπει να δω τι γίνεται στην Πάτρα για να το καταφέρω». Η ανατροπή και η αντισυμβατικότητα της διανομής δεν της είχαν κεντρίσει χωρίς λόγο την περιέργεια. Στη Λένα Δροσάκη αρέσουν οι προκλήσεις και οι δυσκολίες και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι «Η μούσα των bijoux de kant», όπως θα αποκαλούνταν λίγα χρόνια αργότερα το αναπόσπαστο μέλος της θεατρικής ομάδας με την εικαστική προσέγγιση, δεν μας συστήθηκε μέσα από αναμενόμενους ρόλους ρεπερτορίου. Σε κάθε συνεργασία της με την ομάδα, από τον ανώνυμο άγγελο χωρίς φτερά στο «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα», μια ανασύνθεση κειμένων του Γιώργου Ιωάννου, στη γνωστή σε όλους αλλά οπωσδήποτε «πειραγμένη» θεατρικά «Στέλλα» στο «Στέλλα Travel – η γη της απαγγελίας» αλλά και στις υπόλοιπες δουλειές που συμμετείχε, όπως στην παράσταση «Η Λίλα λέει» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου όπου υποδυόταν μια αξιολάτρευτα αθυρόστομη ηρωίδα, η Λένα Δροσάκη πάτησε σε μονοπάτια κακοτράχαλα με μεγάλη αποφασιστικότητα. Κι όμως, δεν έχασε ποτέ τη χάρη της. Ανάλαφρα, σήκωσε το βάρος κάθε ρόλου.

Κι ύστερα ήρθε το βραβείο Μερκούρη

Εδώ και λίγο καιρό εξάλλου το θέμα δεν ήταν το «αν» αλλά το «πότε». Μετά την πρώτη υποψηφιότητά της το 2014 για το ρόλο της στην παράσταση «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα», η Δροσάκη καρφίτσωσε στο πέτο της το κόσμημα της Μελίνας στην ένατη απονομή του βραβείου τη χρονιά που μας πέρασε.

Πάντως το άστρο της ενδέχεται και να μην είχε λάμψει αν δεν της είχε δώσει μια ευκαιρία ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου στο ιδιοσυγκρασιακό «Venisson», που την έφερε υποψήφια για το βραβείο την πρώτη φορά. Ο νεαρός σκηνοθέτης την είχε γνωρίσει στο καφέ όπου δούλευε στα Εξάρχεια ως σερβιτόρα, ένα δροσερό κορίτσι που είχε έρθει στην Αθήνα από τη γενέτειρά του την Πάτρα για να βρει τη θέση του στο ελληνικό θέατρο. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ρόδινα και το πολυπόθητο break δεν ερχόταν. «Λίγο πριν με πάρει ο Θάνος για την παράσταση είχα μαζέψει τα πράγματά μου για να γυρίσω στην Πάτρα. Δύο μέρες πριν το κάνω ήρθε στο καφέ και μου λέει: “θέλεις να έρθεις να σε δω;” Σύχναζε εκεί και με γνώριζε αλλά και η ενδυματολόγος Δήμητρα Λιάκουρα τον είχε παροτρύνει: “Γιατί δεν τη δοκιμάζεις;” Έτσι έμεινα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδέα τι θα έκανα στην Πάτρα όταν θα γυρνούσα». Στο «Venisson» πάντως υποδυόταν μια Ερινύα. Εκεί την είδαν ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης και ο συνθέτης Κώστας Δαλακούρας, οι ιδρυτές δηλαδή των Bijoux. Τα πράγματα είχαν πάρει πλέον το δρόμο τους και απ’ ό,τι φαίνεται αυτός θα είναι μακρύς και πολυταξιδεμένος. Σίγουρα θα τα πούμε σύντομα ξανά με τη Λένα.

«Λυσιστράτη» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 5 και 6 Αυγούστου