Μάριος Βουτσινάς: «Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να χωνέψει ότι του μοιάζω. Του χαλούσα τη μοναδικότητα…»

Το ταξί τον άφησε στη μικρή λευκή μονοκατοικία στους 44 δρόμους. Εκείνος ανέβηκε τα σκαλιά αποφασιστικά και χτύπησε την πόρτα του Actors Studio.

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Το ταξί τον άφησε στη μικρή λευκή μονοκατοικία στους 44 δρόμους. Εκείνος ανέβηκε τα σκαλιά αποφασιστικά και χτύπησε την πόρτα του Actors Studio. Του άνοιξε η Μάντλιν Σέργουντ και τον ρώτησε ευγενικά τι θα ήθελε. Μόλις είπε το όνομά του, η διάσημη ηθοποιός του Μπρόντγουεϊ έμεινε εμβρόντητη. «Δεν είχαμε ιδέα ότι ο Ανδρέας Βουτσινάς είχε γιο» του είπε με εμφανή την απορία στο πρόσωπό της. Στο μεταξύ, προτού προλάβει ο νεαρός να της εξηγήσει, ο περί ου ο λόγος Ανδρέας είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα στη βουή της Νέας Υόρκης. Μόλις που άκουσαν την πίσω πόρτα του στούντιο να κλείνει πίσω του…

Ο πατέρας του Μάριου Βουτσινά, Ανδρέας, ο διεθνούς εμβέλειας έλληνας σκηνοθέτης που είχε γίνει μέλος της περιώνυμης σχολής υποκριτικής, επανέρχεται συχνά στην κουβέντα μας, κι ας βρεθήκαμε με αφορμή την έκθεση εικαστικού κοσμήματος στην οποία συμμετέχει στην Πάρο, στην γκαλερί του αρχιτεκτονικού γραφείου Studio 265 του Βαζαίου Πετρόπουλου, σε επιμέλεια Αννας Κοντολέοντος. «Να καμαρώνεις που του μοιάζεις, αυτός να σε μισεί για αυτό, και άλλοι να γελάνε…» θα πει κάποια στιγμή ο Μάριος για την τρικυμιώδη σχέση μαζί του, η οποία εμφανίζεται συχνά στον λόγο του, το ίδιο και αυτή με τη μητέρα του, Αρτεμις Παπαστρατή. Είναι αναμενόμενο.
Η επίδραση των γονιών του ή, πιο σωστά, η έλλειψή της ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική για τη ζωή του και τον επαγγελματικό προσανατολισμό του, αλλά πρώτα απ’ όλα για μια πρωτότυπη συνήθεια που απέκτησε κατά την παιδική του ηλικία: όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν μάζευε σκουπίδια, αντικείμενα, κουμπιά. «Από παιδάκι μού ήταν βασανιστικό να βλέπω να πετάει κάποιος κάτι που εγώ θα μπορούσα να κρατήσω, να το ομορφύνω με τα χέρια μου και να του δώσω μια παράταση ζωής. Ημουν ένα παιδί που οι γονείς του επί της ουσίας το είχαν αρνηθεί, οτιδήποτε ήταν για πέταμα ή άχρηστο εγώ το έπαιρνα για να του βρω μια χρήση» θα πει τώρα που έχει μεσολαβήσει η ωριμότητα και είναι σε θέση να αγγίξει τα παλιά τραύματα. Εξάλλου, ήταν τέτοια η συλλεκτική μανία του –η οποία βεβαίως επεκτάθηκε και σε παζάρια και σε καταστήματα, σε μια πορεία ζωής όπου οι θησαυροί από τα σκουπίδια των άλλων έγιναν στο μεταξύ κοσμήματα και χρηστικά αντικείμενα -, ώστε πλέον έχει γεμίσει ασφυκτικά μια αποθήκη. «Δεν προλαβαίνω να τα αξιοποιήσω όλα» λέει.
Οταν ήταν μικρός δεν είχε βέβαια αυτή την πληθώρα επιλογών. Τα πρώτα κοσμήματά του τα έφτιαξε όταν ήταν μόλις έξι ετών, από τα κουμπιά που φύλαγε σε ένα κουτί η γιαγιά του. «Είχα μια αίσθηση των πραγμάτων πολύ πιο ανεπτυγμένη απ’ ό,τι στα παιδιά της ηλικίας μου, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι είχα εντελώς άλλο προσανατολισμό. Δεν έχω παίξει μπάλα στο σχολείο. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή για εμένα ήταν όταν ερχόταν η μοδίστρα στο σπίτι, μου έδιναν τις φόδρες και πήγαινα στο ψιλικατζίδικο και έβρισκα κλωστές. Συχνά της έλεγα αυτό το χρώμα δεν ταιριάζει, να πάρω κάτι άλλο. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι μεγάλωσα με πέντε γυναίκες και έναν παππού πάντα απόντα. Η μαμά μου, μπες-βγες, η αδελφή της, η γιαγιά μου και δύο αδελφές της».
Μια δύσκολη παιδική ηλικία
Στο νεοκλασικό σπίτι της γιαγιάς του στα Εξάρχεια πήγε έναν χρόνο μετά τη γέννησή του στο Παρίσι, το 1953. Καρπός του φευγαλέου δεσμού και γάμου του Ανδρέα Βουτσινά και της Αρτέμιδος Παπαστρατή, με την οποία γνωρίστηκε στην Αθήνα του ’50 και ακολούθως ταξίδεψαν στο Λονδίνο για να σπουδάσει ο, φέρελπις τότε, καλλιτέχνης υποκριτική και ενδυματολογία στο Old Vic, ο Μάριος έγινε ο γιος δύο 20άρηδων σαστισμένων μπροστά στην ευθύνη που τους είχε χτυπήσει την πόρτα. Βρέθηκε τελικά να μεγαλώνει με τη μητέρα της μαμάς και περιστασιακά με τη δική του τη μητέρα, καθώς και με κάποιους από τους υπόλοιπους πέντε συζύγους που διαδέχθηκαν τον πατέρα του. Δεν ήταν μια εύκολη εμπειρία, δεν ήταν μια ρόδινη παιδική ηλικία. «Πέρασα από είκοσι σχολειά, δημοτικό και γυμνάσιο, μόνο τις μετακομίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό από τους γάμους να βάλεις… Ασε που οι μπαμπάδες δεν με χώνευαν γιατί ήμουν ο γιος του Βουτσινά, το τι έχουν ακούσει τα αφτιά μου δεν λέγεται. Η μητέρα μου, από την άλλη, ήταν η κολλητή των φίλων μου και απορούσαν που δεν την αποδεχόμουν. Μου έλεγαν: «Να την είχα εγώ μάνα!». Ελεγα: «Δεν είναι μάνα, είναι φίλη, έχει διαφορά!». Επειτα, ήμουν δυσλεξικός -τότε ούτε που καταλάβαιναν τι σήμαινε αυτό –και αριστερόχειρας. Με το ζόρι μού επέβαλλαν να γράφω με το δεξί! Με μπλοκάρανε, μίσησα το σχολείο, κάποια στιγμή είπα: «Φτάνει ως εδώ» και δεν το τελείωσα. Το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν τα καλλιτεχνικά. Θυμάμαι είχε πάρει έναν έλεγχό μου η γιαγιά μου και μου λέει: «Παιδί μου, τι θα γίνεις εσύ;». «Χέστηκα, ό,τι και να γίνω θα έχει σχέση με τα χέρια μου, γιατί έχω ταλέντο» της απάντησα. Ακόμη θυμάμαι το χαστούκι που έφαγα και σβούριξα».
Η αλήθεια είναι ότι και από το σπίτι το θεωρούσαν δεδομένο, αν και ενδόμυχα το αποστρέφονταν, ότι «ο γιος του καλλιτέχνη» νομοτελειακά θα ακολουθούσε με κάποιον τρόπο τα βήματά του. Επειτα, και το περιβάλλον όπου μεγάλωνε με τον τρίτο σύζυγο της μητέρας του, τον πιανίστα Γιάννη Σακελλαρίδη και γιο του Θεόφραστου, ήταν αμιγώς καλλιτεχνικό. Από τον Μάνο Χατζιδάκι (ο Σακελλαρίδης ήταν πιανίστας του μια εποχή), τη Ζωή Φυτούση, η οποία έμενε στην πολυκατοικία τους, έως τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία ήταν πολύ φίλη της μητέρας του, ο Μάριος έμαθε, αν μη τι άλλο, να ακούει και να εκτιμάει την καλή μουσική και καλλιέργησε τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες. Εξ ου και οι 5.000 δίσκοι που έχει στην κατοχή του, εξ ου και τα 3.500 CD, εξ ου και η μουσική επιμέλεια σε εκπομπές στο ραδιόφωνο τη δεκαετία του ’80, ανάμεσά τους και η συνεργασία με την τεχνοκριτικό και ιστορικό τέχνης Βεατρίκη Σπηλιάδη.
Από το κόσμημα στη γνωριμία με έναν Πικάσο


Αλλά, βέβαια, πάνω απ’ όλα ήταν το κόσμημα, η απαρχή των πάντων. Oλα ξεκίνησαν όταν κατάφερε να φύγει από το σπίτι. Ο άφαντος πατέρας τού είχε κάνει ένα πολύ ανέλπιστο δώρο: του είχε δώσει το κλειδί ενός διαμερίσματος στην Κυψέλη λέγοντάς του «Πάρε να μείνεις για να δεις από απόσταση την οικογένεια που σε μεγάλωσε». «Ηταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει. Ανέλαβα όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις, έκανα ένα σωρό δουλειές για να επιβιώσω, αλλά ήμουν ανεξάρτητος χωρίς να ξεγελάσω ποτέ κανέναν. Η γιαγιά μου μού είπε: «Πολύ σύντομα θα γυρίσεις…». Δεν γύρισα ποτέ. Γιατί τη γιαγιά μου τη λάτρευα, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ο λόγος για τον οποίο είναι έτσι η μαμά μου ήταν εκείνη. Ανάμεσα στους γάμους τής έλεγε: «Μη σε νοιάζει, εγώ είμαι εδώ. Δεν ήταν αυτός καλός για εσένα!». Είπα, λοιπόν, να πάρω τη ζωή στα χέρια μου και όπου με βγάλει, γιατί αν έμενα θα γινόμουν σαν τη μητέρα μου. Δεν έχω παράπονο, ό,τι έχω κάνει το έχω καταφέρει μόνος μου. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι αυτό που μου κάνει κέφι να κάνω και θεωρώ ότι δεν είναι του πεταματού».
Η επίσημη ενασχόληση με το κόσμημα ξεκίνησε εκείνη την εποχή, συγκεκριμένα το 1972, όταν γνώρισε, «μέσω μιας σχέσης», τους ανθρώπους που έκαναν το τότε πρωτοποριακό κόσμημα. «Από αυτούς έμαθα τις τεχνικές, τις πήρα στα χέρια μου και τις πήγα εκεί που ήθελα. Στο εργαστήριο της Κατερίνας Κωτσάκη διδάχτηκα, για παράδειγμα, την τεχνική του κεριού από τη Χαρά Κατσούλη. Πάντα θα έχω πρόβλημα που δεν τελείωσα μια σχολή Καλών Τεχνών, όχι επειδή έχω κάποιο κόμπλεξ, αλλά επειδή ήθελα κάποια πράγματα στη ζωή μου να είναι ταξινομημένα. Τελικά, όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει αυτό που θέλει. Σημασία έχει επίσης από πού εμπνέεσαι, πώς φιλτράρεις τις επιρροές σου, πώς τις περνάς μέσα σου και πώς τις βγάζεις προς τα έξω βάζοντας και λίγο την ψυχούλα σου. Επειτα, δεν ήθελα ποτέ η καλλιτεχνική μου έκφραση να εξαργυρώνεται απαραίτητα με κάποιο υψηλό οικονομικό αντίτιμο. Το ίδιο συμβαίνει, πιστεύω, και με τα έργα τέχνης. Η αξία τους έγκειται στην ένταση του συναισθήματος που σου προκαλούν τη στιγμή που τα θέλεις. Με αυτή τη λογική δημιουργούσα πάντα και ορισμένα πιο προσιτά κοσμήματα και αντικείμενα».
Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 1981, θα απομακρυνόταν για λίγο από αυτό το αντικείμενο, ακριβώς όταν άρχισε η πιο μαζική παραγωγή των κοσμημάτων του. «Εβλεπα ένα κόσμημα που εγώ το σκάλιζα μια ολόκληρη ώρα να βγαίνει σε 150 κομμάτια, να μοιράζεται σε όλα τα μαγαζιά στα νησιά και να είναι δίπλα σε ανοιχτήρια. Κόντευα να σαλτάρω». Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή του η διακόσμηση εσωτερικών χώρων και παρέμεινε η βασική βιοποριστική του ενασχόληση ακόμη και όταν επανήλθε στο κόσμημα, το ’85, έπειτα από παρότρυνση της Βεατρίκης Σπηλιάδη. «Η μανία μου είναι να μπαίνω σε ένα σπίτι για να φτιάξω το ντεκόρ και να μου λένε «Αυτό δεν θα μπει», να το παίρνω, να του αλλάζω την Παναγία, να το ξαναβάζω στο σπίτι και να μην το αναγνωρίζουν οι άνθρωποι που το πετάξανε». Ανάμεσα στις δουλειές του ήταν και η ιδιοκτησία του γιου του Πάμπλο Πικάσο, Κλοντ, και της συζύγου του, Σίντνεϊ Ράσελ, στη Μεγαλόνησο Πεταλιών, ένα αναπαλαιωμένο κτίσμα που λέγεται ότι στο παρελθόν στέγαζε τους στάβλους του βασιλιά Γεωργίου Α’. «Η Σίντνεϊ έγραφε στο «Le Jardin des Modes», ένα γαλλικό περιοδικό μόδας, και είχε έρθει στην Ελλάδα το 1989 για να κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στη χώρα. Τις φωτογραφίσεις τις είχε κάνει ο Ντίνος Διαμαντόπουλος, είχε συμμετάσχει ο πατέρας μου, αλλά κι εγώ. Γίναμε φίλοι, με κάλεσε στο Παρίσι, έτυχε να πάρουν το νησί, οπότε μου λέει: «Σε ενδιαφέρει να μας βοηθήσεις να το φτιάξουμε;». Εγιναν όλα με μεγάλη διακριτικότητα και η συνεργασία μας κράτησε έξι χρόνια. Υστερα χώρισαν με τον Κλοντ, πριν από περίπου δέκα χρόνια, και το σπίτι έμεινε σε εκείνον. Πρόσφατα έμαθα ότι πουλήθηκε σε ένα ζευγάρι από την Αθήνα, αλλά δεν έχω μάθει ακόμη ποιοι είναι».
Το σύµφωνο συµβίωσης και η τελική συγχώρεση
Στο μεταξύ, οι εξελίξεις στη δική του ζωή υπήρξαν καταιγιστικές. Εδώ και λίγους μήνες με τον επί 23 χρόνια σύντροφό του υπέγραψαν ένα σύμφωνο συμβίωσης. «Είναι το μοναδικό πράγμα που πιστεύω ότι έκανε αυτή η άθλια κυβέρνηση. Δεν ήταν απωθημένο μου, αλλά είχα ένα άγχος. Δεν ήθελα να μου συμβεί κάτι και να μην μπορεί ο άνθρωπός μου να με βοηθήσει, αλλά να έρθουν τα αδέλφια μου από τον Καναδά για να κάνουν κουμάντο στη δική μου περιουσία ή να τον πετάξουν στον δρόμο. Τα υπόλοιπα τα ακούω βερεσέ. Ούτε γάμους ούτε υιοθεσίες, τα βρίσκω πολύ τραβηγμένα. Η γκέι ζωή δεν χρειάζεται να αντιγράφει τη στρέιτ ζωή. Επειτα, αυτός ο μύθος της ελληνικής οικογένειας, ότι πρέπει να κάνω ένα παιδί και να πάρει και το όνομα, και την κατάρα, και τη μοίρα, και την ευχή αυτού του ονόματος που κουβαλάει, με ξεπερνάει…».
Ο ίδιος άργησε να συμφιλιωθεί με το δικό του το βαρύ όνομα και, βεβαίως, με τον πατέρα του, μολονότι είχε μεσολαβήσει μια συνεργασία τους στο θέατρο, στην παράσταση «Τρεις ψηλές γυναίκες», το 1995, όπου ο ένας σκηνοθετούσε και ο άλλος έκανε τα σκηνικά. Η συμφιλίωση ήταν μια δύσκολη υπόθεση και οι τσακωμοί συχνοί. Οταν αρρώστησε και χρειάστηκε να νοσηλευτεί ο Ανδρέας τον πήρε τηλέφωνο. «Μου είπε «Είμαι στο νοσοκομείο, θέλεις να ‘ρθεις να με δεις;». Του είχα ξεκαθαρίσει μετά τον τελευταίο τσακωμό μας ότι αν ήθελε να ξαναβρεθούμε θα έπρεπε να μου τηλεφωνήσει εκείνος. Στη ζωή μου τον είδα πρώτη φορά στα 11 και μετά στα 19 μου, όταν πήγα στο Παρίσι μόνος μου να τον βρω, τότε που είχε ιδρύσει ένα εργαστήριο υποκριτικής στα πρότυπα του Actors Studio. Υπήρχαν προβλήματα, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Οταν βρεθήκαμε πια στο φινάλε της ζωής του και ζήσαμε μαζί τους πέντε τελευταίους μήνες του, μπήκαν κάποια πράγματα σε τάξη, κι ας ήθελα λίγο παραπάνω από αυτό. Αν πέθαινε και δεν είχαμε βρεθεί, θα έλεγα εντάξει, είχα έναν πολύ ιδιόμορφο αλλά στενόμυαλο ή «μαλάκα» πατέρα. Επί της ουσίας, όμως, αυτό που έζησα μαζί του ήταν μαγικό, και θα ήθελα να πω, μια και μου δίνεται η ευκαιρία, ότι ευχαριστώ πάρα πολύ όλους αυτούς τους «κολλητούς» του πατέρα μου, όλους όσοι ευεργετήθηκαν από αυτόν και δεν εμφανίστηκαν ποτέ για να τον δουν όσο ήταν άρρωστος. Αυτό εμένα με βόλεψε πάρα πολύ γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία να ζήσω ένα κομμάτι της ζωής μου μαζί του».
Οταν τον είδε να εμφανίζεται μπροστά του στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, ο Ανδρέας Βουτσινάς τού είπε: «Εσύ τώρα θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη… Ε, δεν θα σου ζητήσω, και ξέρεις γιατί; Γιατί η συγγνώμη είναι μια πράξη για την οποία εγώ από το κρεβάτι δεν μπορώ να κάνω τίποτε…». Για τον Μάριο ήταν αρκετό, «ήταν σαν να μου είχε ζητήσει συγγνώμη» λέει. Δεν μπορώ να μη ρωτήσω αν τα κατάφερε να τον συγχωρέσει, όπως επίσης και τη μητέρα του, δεδομένου ότι είναι εμφανές πως η απουσία τους του δυσκόλεψε τη ζωή. «Τους συγχώρεσα και τους δύο. Τι ξέρουν δύο παιδιά 20 χρόνων; Τη μάνα μου τη συγχώρεσα όταν την είδα με τα καινούργια της μωρά, 20 και 21 χρόνια μικρότερά μου. Είδα πώς τα φρόντιζε και είπα: «Τώρα έπρεπε να με είχε κάνει…». Οσον αφορά τον πατέρα μου, τον εκτιμούσα, τον θαύμαζα και γι’ αυτό τον αγάπησα και είχα υπομονή να περιμένω. Τον συγχώρεσα επειδή ανακάλυψα σε αυτούς τους πέντε τελευταίους μήνες της ζωής του κάτι πολύ ανατριχιαστικό. Δεν είναι ότι δεν μπορούσε, δεν είναι ότι δεν ήθελε. Απλώς δεν μπορούσε να χωνέψει ότι του μοιάζω και ότι έχει έναν σωσία που τον ακολουθεί. Του χαλούσα τη μοναδικότητα. Το ‘νιωσα, αλλά μου το ‘πε κιόλας: «Μέχρι και ομοφυλόφιλος; Δεν μπορούσες να είσαι στρέιτ;…»».
«Δύο και ένας»: Εκθεση κοσμημάτων των Μαρίας Καπρίλη, Φωτεινής Κωστούλη και Μάριου Βουτσινά στο Studio 265 (Επαρχιακή οδός Παροικιάς – Νάουσας, Πάρος), έως τις 28/08.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.