Το μείζον πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό. Το νομικό μας οικοδόμημα πάσχει στη στρεβλή εφαρμογή του. Η μη τήρηση του Συντάγματος και των νόμων είναι η μεγάλη μας παθογένεια. Η διάχυτη ανομία και η ατιμωρησία που τη συνοδεύει, ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η κακή λειτουργία των πολιτικών θεσμών, το τεράστιο έλλειμμα διαλόγου και συνεννόησης των ηγεσιών της χώρας είναι τα αίτια των δεινών της.
Εχουμε ένα καλό και προοδευτικό Σύνταγμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζονται βελτιώσεις και αλλαγές. Ο συνταγματικός λόγος πρέπει κατά συνέπεια να εδράζεται στον στόχο αναζήτησης συναινετικών λύσεων για διόρθωση εκείνων των διατάξεων που δημιουργούν προβλήματα στην αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος ή αποτελούν αντικείμενο καταχρήσεων τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις αντιπολιτεύσεις. Για τον λόγο αυτόν τα χρόνια που προηγήθηκαν αναπτύχθηκε ένας ευρύτατος δημόσιος διάλογος, τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Εχουν κατατεθεί αξιόλογες προτάσεις. Ο νέος κύκλος που άνοιξε ο Πρωθυπουργός πρέπει να ολοκληρωθεί το δυνατόν συντομότερο, γιατί υπαρκτός είναι ο κίνδυνος του εκφυλισμού, του αποπροσανατολισμού και κυρίως ανιστόρητων και επικίνδυνων πολώσεων γύρω από μια κατ’ εξοχήν συναινετική διαδικασία. Φυσικά είναι αδιανόητο, θεσμικά και ουσιαστικά, τα ποικιλόμορφα συμπεράσματα του διαλόγου να τεθούν σε δημοψηφισματικές διαδικασίες.
Ο λόγος του περί αφετηρίας «για μια νέα Μεταπολίτευση», «για ένα νέο Σύνταγμα», «για μια νέα Ελλάδα», ο τρόπος παρουσίασης της πρότασης, κυρίως όμως το περιεχόμενό της, πολύ φοβάμαι ότι δεν υπηρετούν τον κυρίαρχο στόχο μιας επιβεβλημένης από τα πράγματα συναινετικής συνταγματικής αναθεώρησης. Καμία αναθεώρηση από μόνη της δεν εγγυάται «επανεκκίνηση» λειτουργίας του πολιτεύματος, δεν σηματοδοτεί «μια νέα Μεταπολίτευση», «μια νέα Ελλάδα» και φυσικά δεν θα δώσει απάντηση στο τεραστίων διαστάσεων οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Ο συνταγματικός λόγος πρέπει να είναι καθαρός και λιτός. Η πρόταση του Πρωθυπουργού έχει κάποια θετικά στοιχεία. Τα περισσότερα όμως; Υπηρετούν επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Δεν δίνουν απαντήσεις. Περιπλέκουν τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Κορυφαίο κεφάλαιο της αναθεωρητικής διαδικασίας πρέπει να είναι η αναζήτηση λύσης για την αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την απειλή αναγκαστικής διάλυσης της Βουλής. Για τη λύση του υπαρκτού και μεγάλου προβλήματος η κυβερνητική πρόταση, αλλά και στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, είναι η απευθείας εκλογή του Προέδρου από τον λαό. Είναι μια «εύηχη» πρόταση, μια «λαϊκίστικη» πρόταση που, αν υιοθετηθεί, με την όποια εκδοχή, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Στρεβλώσεις στη λειτουργία του πολιτεύματος. Ιδιαίτερα αν συνοδευθεί με ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου.
Καταγράφω δύο:
Πρώτον, εισάγονται στο πολίτευμά μας στοιχεία ασύμβατα με τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος. Προσκρούει στις μη αναθεωρητέες διατάξεις.
Δεύτερον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι και πρέπει να παραμείνει ένας υπερκομματικός θεσμός. Επιβάλλεται κατά συνέπεια η αναζήτηση της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συνεννόησης για το πρόσωπό του. Με την κυβερνητική πρόταση ενδύεται τον κομματικό μανδύα από την ημέρα ανακοίνωσης της επιλογής του. Το κάθε κόμμα είναι φυσικό να υποδεικνύει τον δικό του υποψήφιο Πρόεδρο. Στην παραδοχή ότι ο λαός θα επιλέξει ως Πρόεδρο τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης είναι αυτονόητο ότι θα τεθεί το ζήτημα της δυσαρμονίας μεταξύ κυβέρνησης και λαϊκής βούλησης. Το αίτημα για πρόωρες εκλογές θα είναι άμεσο και διαρκές. Στη χώρα μας, δυστυχώς, τέτοιες καταστάσεις βιώνουμε ακόμη και με την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών. Η χώρα δεν θα έχει πολιτική σταθερότητα. Υπάρχει φυσικά και ο κίνδυνος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που αναδείχθηκε με άμεση εκλογή, κόντρα στην επιλογή της κυβέρνησης, να προβεί σε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του σε βάρος του προγράμματος της νόμιμης κυβέρνησης. Με μια φράση, η υιοθέτηση της πρότασης θα φέρει ανατροπές στην ως σήμερα λειτουργία του πολιτεύματός μας, μια λειτουργία που έφερε την απαιτούμενη ισορροπία με την αναθεώρηση του 1986.
Η αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την απειλή αναγκαστικής διάλυσης της Βουλής δεν πρέπει κατά συνέπεια να αναζητηθεί με την υιοθέτηση της πρότασης για άμεση εκλογή του Προέδρου από τον λαό. Υπάρχουν και έχουν κατατεθεί στη Βουλή αλλά και από την επιστημονική κοινότητα άλλες λύσεις. Ως βουλευτής και ενεργό μέλος της Αναθεωρητικής Επιτροπής της Βουλής, κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, είχα προτείνει ότι η πλέον αξιόπιστη και καθαρή λύση είναι η παράταση της θητείας του Προέδρου ως τις επόμενες εκλογές αν στο μεταξύ η Βουλή δεν έχει βρει λύση με την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των 200 ή 180 βουλευτών. Θα ισχύει ό,τι ισχύει και σήμερα. Εκλογή από τη Βουλή ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, αλλά με Βουλή προσφάτως δημοκρατικά νομιμοποιημένη.
Η παράταση της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει αναμφισβήτητα την αδυναμία της ενδεχόμενης επιμήκυνσης της θητείας του για πολλά χρόνια. Σε καμία όμως περίπτωση δεν νοθεύει τη λειτουργία του πολιτεύματος. Τουναντίον πιστεύω ότι θα υποχρεώσει τα κόμματα στην αναζήτηση συναινετικής λύσης εντός των αρχικά προβλεπόμενων συνταγματικών ορίων. Η αντιπολίτευση δεν θα έχει πλέον λόγο για πρόωρη διάλυση της Βουλής. Οι επιφυλάξεις και ανησυχίες για την ενδεχόμενη μακρά επιμήκυνση της θητείας του Προέδρου μπορεί να ρυθμιστούν με τη συνταγματική καθιέρωση μιας μόνον εξαετούς θητείας.
Διαφορετικό είναι το θέμα της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας στην κατεύθυνση αναζήτησης μιας νέας ισορροπίας στις σχέσεις κυβέρνησης, Βουλής, Δικαιοσύνης και Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ υπάρχει ευρύτατο πεδίο προβληματισμού και συμφωνιών.
Θεωρώ, τέλος, ότι για να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα το αναθεωρητικό εγχείρημα πρέπει να συντομευθεί δραστικά ο χρόνος του δημοσίου διαλόγου που έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός και να αρχίσει σύντομα η προβλεπόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, διαδικασία. Μια διαδικασία που πλέον των άλλων παρέχει τη δυνατότητα συμμετοχής στον εντός της Βουλής οργανωμένο διάλογο κοινωνικών και επιστημονικών φορέων.
Ο κ. Μιλτιάδης Ηλ. Παπαϊωάννου είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ