Το Βήμα – The Project Syndicate
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι τον περασμένο Νοέμβριο – μία προσεκτικά σχεδιασμένη σειρά επιθέσεων από πολλούς δράστες με 130 θύματα – υπήρξε μεγάλος πόνος και φόβος αλλά και ένα πνεύμα ενότητας και ανθεκτικότητας. Αντίθετα, μετά την επίθεση στη Νίκαια, τα κυρίαρχα συναισθήματα μοιάζουν να είναι η ανημποριά και ο θυμός. Οι Γάλλοι τώρα είναι απελπισμένοι και νευρικοί. Είναι συνηθισμένοι οι πόλεις τους να είναι σχετικά ασφαλείς, προπύργια γνώσης και τέχνης και όχι ατελείωτου τρόμου. Αυτά τα συναισθήματα είναι απολύτως κατανοητά αλλά δεν οδηγούν απαραίτητα σε αποτελεσματική λήψη αποφάσεων.
Αν οι πολίτες αισθάνονται ότι οι ηγέτες τους δεν μπορούν να τους προστατεύσουν, μπορεί να στραφούν σε πιο ριζοσπαστικές εναλλακτικές. Ήδη, λαϊκιστικά ακόμη και ανοιχτά ρατσιστικά κόμματα κερδίζουν έδαφος στη Γαλλία και αλλού. Με την παρότρυνση αυτών των δυνάμεων, οι πολίτες μπορεί να αποφασίσουν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Αλλά οι Αρχές έχουν ήδη πολλά στο μυαλό τους. Η προστασία του πληθυσμού από τρομοκρατικές επιθέσεις και η διατήρηση του κράτους δικαίου είναι δύσκολο έργο. Μεμονωμένα άτομα, ειδικά όσοι πάσχουν από ψυχικές διαταραχές και με βίαιες τάσεις, μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν πολύ γρήγορα, όπως συνέβη με τον δράστη της Νίκαιας.
Μπορεί να μην έχουν διαπράξει εγκλήματα ή να έχουν πραγματικές σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις, πριν εξαπολύσουν κάποια επίθεση. Εξαιτίας αυτών οι γαλλικές Αρχές δεν μπορούν να προσφέρουν εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξουν άλλες επιθέσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αρχές δεν θα πρέπει να βελτιώσουν την τακτική της πρόληψης και της αντίδρασής τους σε τέτοιες επιθέσεις. Πολλά μπορούν να γίνουν για να βελτιωθεί η ασφάλεια στη Γαλλία και αλλού. Αλλά το τελεσίγραφο που παρουσιάζουν ορισμένοι Γάλλοι – η εγγύηση της απόλυτης ασφάλειας ή η παράκαμψη του κράτους δικαίου και των βασικών αρχών της εξωστρέφειας και της ισότητας – κάνει μεγαλύτερο κακό από καλό.
Στους Γάλλους, όπως και σε όλους τους ανθρώπους, αξίζει να αισθάνονται ελεύθεροι όταν περπατούν στον δρόμο, όταν πηγαίνουν να δειπνήσουν, όταν απολαμβάνουν μία συναυλία, όταν γιορτάζουν μία εθνική επέτειο, όταν απλά ζουν τη ζωή τους. Το ερώτημα είναι πως μπορεί να επιστρέψει αυτό το αίσθημα ασφάλειας όταν ο κίνδυνος μίας τρομοκρατικής επίθεσης δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως. Η απάντηση βρίσκεται στην κοινωνία των πολιτών. Οι καθημερινοί πολίτες πρέπει να είναι σε επιφυλακή για να αναγνωρίζουν τα σημάδια της ριζοσπαστικοποίησης και να γνωρίζουν πως πρέπει να αντιδράσουν. Πρέπει να ενθαρρύνονται για να αναφέρουν αυτά τα σημάδια στις αρμόδιες Αρχές, είτε πρόκειται για ψυχιάτρους είτε για την αστυνομία. Στόχος δεν είναι η αναβίωση του Μακαρθισμού, με τους πολίτες να προβαίνουν σε αβάσιμες κατηγορίες κατά των γειτόνων και φίλων τους.
Αντίθετα, στόχος είναι η δημιουργία καναλιών μέσω των οποίων οι άνθρωποι θα μπορούν να αναγνωρίζουν τις ριζοσπαστικές ή τις βίαιες τάσεις και να μπορούν να απευθυνθούν σε κάποιον για τους προβληματισμούς τους. Αυτό το μοντέλο έχει λειτουργήσει στο Ισραήλ. Παρά τη συνεχή έκθεση σε τρομοκρατικές επιθέσεις οι Ισραηλινοί συνεχίζουν να διατηρούν ένα αίσθημα σχετικής ασφάλειας, που οφείλεται εν μέρει στην ικανότητα της κοινωνίας των πολιτών να συμβάλλει στις προσπάθειες για την ασφάλειά της. Για τη Γαλλία και για άλλους, το κλειδί είναι η συλλογική δράση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Αυτό απαιτεί συνεργασία των υπηρεσιών ασφαλείας σε συνδυασμό με αφύπνιση της κοινωνίας των πολιτών, σύμφωνα με το παράδειγμα του Ισραήλ. Αν σε αυτά προστεθούν και τα συνεχή χτυπήματα κατά θέσεων του Ισλαμικού Κράτους, το χαλιφάτο σύντομα θα εξαφανιστεί. Είναι ήδη αρκετά κακό που οι τρομοκράτες απειλούν να πάρουν τις ζωές μας. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι λαϊκιστές να πάρουν τις ψυχές μας. Η επανάκτηση του ελέγχου στις ζωές και στις μοίρες μας σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Αντί να απαιτούμε επιστροφή στην προ τρομοκρατίας εποχή, πρέπει να προσέχουμε για τους κινδύνους που αυτή ενέχει και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους περιορίσουμε.
* Ο κ.Dominique Moisi είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ανώτατος σύμβουλος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) και επισκέπτης καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου.