Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί δεν αφορούν τους «ευγενείς» έλληνες και ξένους εισβολείς στον χώρο του σεβαστού Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Αυτοί οι «ευγενείς» έλληνες και ξένοι «αντιεξουσιαστές», με εξουσία τη φασιστική παρανομία, είναι πέρα από χαρακτηρισμούς. Ίσως ο χαρακτηρισμός «απόλυτο φασισταριό» κάπως να τους προσδιορίζει.
Αναίσχυντοι, απολίτιστοι, επικίνδυνοι είναι αυτοί που τους ανέχθηκαν, τους σεβάστηκαν, τους ζύγιζαν και τους βρήκαν σημαντικότερους από τα σεπτά έδρανα και τις ιερές αίθουσες του ΑΠΘ. Είναι αυτοί που ενδεχομένως τους κάλεσαν, ή και τους προέτρεψαν να έλθουν, δεδομένου ότι δεν είναι λίγοι/ες ομοϊδεάτες που κάθονται στα κυβερνητικά έδρανα ή κυκλοφορούν στα υπόγεια των κυβερνητικών μεγάρων.
Αυτά που διέπραξαν αυτοί οι «ευγενείς» φασίστες μέσα στο ΑΠΘ περιγράφονται με πόνο αλλά και οργή από τη διοίκηση του Πανεπιστημίου. Οι πρυτανικές αρχές είχαν προειδοποιήσει. Είχαν παρακαλέσει να γίνει το αυτονόητο: να προστατευτεί το ΑΠΘ, η περιουσία του ελληνικού λαού. Δεν ακούστηκαν. Τώρα περιγράφουν απλά την ατίμωση του ΑΠΘ. Και καταλογίζονται οι ευθύνες συνοπτικά: «Δυστυχώς η Ελληνική Πολιτεία ανέχθηκε την επιβολή αυτή και άφησε το πανεπιστήμιο μόνο του».
Τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, η παιδεία, η εκπαίδευση είναι πια σήμερα μόνα τους. Ή μάλλον είναι παραδομένα σε ανθρώπους που πιστεύουν πως επανάσταση είναι η καταστροφή του όποιου ελληνικού παιδευτικού συστήματος. Του ελληνικού πολιτισμού εν γένει. Και είναι απορίας άξιον πώς ευρίσκονται ακόμη και τώρα, μετά την ύβρι και τη λεηλασία του ΑΠΘ, άνθρωποι, τάχατες του πολιτισμού, που κατέχουν θέσεις και οι οποίοι αντί να μιλήσουν και να καταδικάσουν τα φασιστικά συμβάντα στο ΑΠΘ συμπλέουν με αυτούς τους επικίνδυνους και τους αναίσχυντους. Τους απολίτιστους.