Ο μάρτυς, σε αντίθεση με άλλους αστυνομικούς, διαβεβαίωσε την πρόεδρο ότι η ολιγωρία δεν ήταν αποτέλεσμα φόβου, αλλά και στάθηκε αδύνατο να απαντήσει σε προφανείς, λογικές απορίες της για την έλλειψη αντίδρασης από την αστυνομία στα όσα έλαβαν χώρα μπροστά στα μάτια τους πριν από τον φόνο του Παύλου Φύσσα. Δεν κατάφερε να θυμηθεί καν βασικά «καρέ» από το σκηνικό της δολοφονίας, παρότι είχε τρόπον τινά ρόλο αυτόπτη μάρτυρα.
Εντύπωση προκάλεσε ότι ο κ. Τσολακίδης, κληθείς σε εκ των υστέρων αυτοκριτική από την πρόεδρο, επέμεινε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα καλύτερο, εξέφρασε δηλαδή την πεποίθηση ότι η αστυνομία έδρασε όπως έπρεπε. Αρνήθηκε ότι όφειλε να καλέσει ενισχύσεις γρηγορότερα, ενώ τόνισε στην πρόεδρο ως κατόρθωμα ότι η αστυνομία προέβη στη σύλληψη του Ρουπακιά.
Ο μάρτυς εξήρε μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς, τη δική του συμβολή στη σύλληψη του δράστη – «αστραπιαία πήγα στον Ρουπακιά…», είπε χαρακτηριστικά (την ώρα που ο δράστης καθόταν στο αυτοκίνητο) -, προκαλώντας το ειρωνικό γέλιο του ακροατηρίου. Ο ίδιος δεν αναγνώρισε κανέναν από τους εμπλεκόμενους στη δολοφονία Φύσσα, πλην του Γιώργου Ρουπακιά. Το θέατρο του παραλόγου που εκτυλίχθηκε εκείνο το βράδυ, και αναβίωσε ως σκηνικό στο Εφετείο στη συνεδρίαση της Δευτέρας, συμπυκνώθηκε στον διάλογο αστυνομικού – δράστη, αμέσως μετά τη δολοφονία, όπως τον αναπαρήγαγε ο ίδιος ο μάρτυς:
«Τι έκανες;», τον ρώτησε ο κ. Τσολακίδης.
«Τίποτα, περαστικός είμαι», απάντησε ο Γιώργος Ρουπακιάς.
Σε διάλειμμα της δίκης, και καθώς ο μάρτυρας έβγαινε από την αίθουσα, ο θείος του Παύλου Φύσσα του φώναξε: «ό,τι έσπειρες, θα το θερίσεις… Από το μπατζάκι σε τράβαγε η κοπέλα του Παύλου (σς: υπονοώντας ότι του είχε ζητηθεί βοήθεια και δεν την έδωσε)».
Το κλίμα ήταν πάντως τεταμένο και το πρωί, με μικροεπεισόδιο που έληξε προτού αρχίσει η συνεδρίαση. Όταν οι δικαστές ανέβηκαν στις έδρες τους, ενημερώθηκαν χαμηλοφώνως από την αστυνομία και αποσύρθηκαν προσωρινά.
Ένταση κυριάρχησε και στο τέλος της διαδικασίας, με αντιφασιστικά συνθήματα, αλλά και ύβρεις ανάμεσα στις ετερόκλητες πλευρές του ακροατηρίου.
Η κατάθεση Τσολακίδη
Αναλυτικότερα, ο μάρτυς αστυνομικός είπε:
«Πήραμε σήμα από το κέντρο, 11.58-11.59, πριν από τα μεσάνυχτα, ότι 50 άτομα με ρόπαλα κατευθύνονται στην καφετέρια «Κοράλλι». (…) Με το που φθάνω στην Παύλου Μελά, βλέπω ότι υπάρχουν κάποια άτομα, διάσπαρτα, γύρω στα 20-30 άτομα. Ήταν μαυροφορεμένα, σίγουρα με σκούρα ρούχα, υπήρχε κινητικότητα στα χέρια τους, σε κάποιους από αυτούς, δεν ήταν ελεύθερα τα χέρια τους, σαν να κρατούσαν αντικείμενα, μακρόστενα, μπορεί να ήταν βέργα ή κάτι άλλο… Κατεβήκαμε την Κεφαλληνίας, και αφού περάσαμε την Παύλου Μελά, παρκάραμε τις μηχανές».
Η πρόεδρος κυρία Μαρία Λεπενιώτη ρωτά τον ακριβή αριθμό των αστυνομικών στο σημείο : οκτώ άτομα, τέσσερις μηχανές, απαντά ο μάρτυς, εξηγώντας – ύστερα από επίμονες ερωτήσεις της προέδρου – ότι ουδέποτε συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για το τι θα έκαναν.
«Με πλησίασε ένας κύριος, συνάδελφος. Τι έγινε εδώ πέρα, τον ρωτάω. Τίποτα, κάτι αναρχικοί μάλωσαν με κάτι χρυσαυγίτες, τώρα φεύγουν, μου λέει».
«Πήγαμε στην Παύλου Μελά. (…) Ξαφνικά τα άτομα τρέχουν, βρίζοντας και φωνάζοντας…»
Πρόεδρος: Αν ήταν να παρθεί κάποια απόφαση, ποιος θα την έπαιρνε, ποιος ήταν επικεφαλής;
Μάρτυς: Της μιας ομάδας, εγώ.
Πρόεδρος: Της άλλης;
Μάρτυς: Ο Δεληγιάννης.
(…)
Πρόεδρος: Αυτόν που σας ενημέρωσε, τον ρωτήσατε κάτι παραπάνω;
Μάρτυς: …
(…)
Πρόεδρος: δεν ξέρετε ποιοι είναι αυτοί στην Παύλου Μελά, και βλέπετε επίσης μια ομάδα από τις δυο… προβληματισμό δεν είχατε να τον ρωτήσετε ποιοι είναι οι μεν, και ποιοι οι δε;
Μάρτυς: Ημουν έτοιμος να πάω στους ίδιους…
(…)
Μάρτυς: Βλέπω κάποιους να κινούνται τρέχοντας προς την Τσαλδάρη, έβριζαν, δεν είδα σε ποιους τα έλεγαν αυτά (…) πέρασαν από μπροστά μας…
Πρόεδρος: Δεν καταφέρατε να σταματήσετε έναν;
Μάρτυς: Τους κυνηγούσαμε, δεν μπορούσαμε να πιάσουμε έναν. (…) Δεν ήταν εφικτό.
Πρόεδρος: Γιατί, περπατούσατε; Πηγαίνατε σιγά – σιγά;
Μάρτυς: Φωνάζαμε, ελάτε εδώ…
Πρόεδρος: Και περιμένατε να γυρίσουν πίσω; (…)
Πρόεδρος: Φωνάξατε «αστυνομία»;
Μάρτυς: Ναι…
Πρόεδρος: Σας αγνόησαν;
Μάρτυς: Ναι…
Πρόεδρος: Σαν να μην υπήρξατε…
(…)
Πρόεδρος: Σταματήσατε έναν;
Μάρτυς: Δεν ήταν εφικτό, τρέχαμε από πίσω τους …
Πρόεδρος : Ενα λεπτό, δεν αντιλέγω. Αυτά τα σαράντα μέτρα.. ήσασταν τρεις άνθρωποι, εσείς, η Λεγάτου και ο Δεληγιάννης. Δεν μπορούσατε να σταματήσατε έναν, στα πέντε μέτρα, τον τελευταίο, όποιον προλάβετε;
Μάρτυς: Δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε, δεν φθάναμε να μπούμε στο πλήθος.
Μάρτυς: Μόνο θέμα χρόνου ήταν ότι δεν φθάνατε;
Μάρτυς: Δεν γινότανε …
Πρόεδρος: Υπήρχε περίπτωση να φοβηθήκατε;
Μάρτυς: Οχι.
«Τσαλδάρη και Κεφαλληνίας πια … Πολλά άτομα ήταν ψηλά στην Τσαλδάρη, δεξιά και διαγώνια στο απέναντι πεζοδρόμιο, βλέπω τέσσερα πέντε άτομα να συμπλέκονται, οι πολλοί είχαν φύγει, ήταν σε απόσταση».
«Ηρέμησε, ηρέμησε, έλεγε η Λεγάτου στον Φύσσα. Όχι εμένα ρε παιδιά, λέει ο Φύσσας, αυτός με μαχαίρωσε, και δείχνει τον Ρουπακιά. Βλέπω τον Ρουπακιά που ήταν μέσα στο αμάξι…»
Πρόεδρος: Με τους άλλους ασχολήθηκε κανείς;
Μάρτυς: Οταν φθάσαμε, είχανε σπάσει …ήταν μόνο τα άτομα της συμπλοκής …
Πρόεδρος: Οι μέχρι πριν λίγο συμπλεκόμενοι, έτρεξε κανείς σε αυτούς …ασχολήθηκε κανείς με αυτούς που έσπασαν και έφυγαν;
Μάρτυς: Εφυγαν, δεν καταφέρανε να τους πιάσουνε γιατί είχαν φύγει …
Πρόεδρος: Ασχοληθήκατε και οι τρεις δηλαδή με τον Ρουπακιά…
(…)
Το κοινό, ύστερα από τις συγκεκριμένες περιγραφές, υποδέχεται με ειρωνεία την ατάκα του μάρτυρα – αστυνομικού «αστραπιαία πήγα στον Ρουπακιά …»
Η πρόεδρος επέμεινε στο αν ο αστυνομικός είχε δει τον Ρουπακιά να κατευθύνεται στο αυτοκίνητο, τον ρώτησε μάλιστα μήπως φορούσε κράνος και η ορατότητα του ήταν περιορισμένη: η απάντηση του μάρτυρα ήταν αρνητική σε όλα. Δεν είχε δει τίποτα, αντίκρισε πρώτη φορά τον δράστη, στη θέση του οδηγού.
«Του είπα να βγει από το αυτοκίνητο, ήταν ήρεμος ο Ρουπακιάς, ο Φύσσας ήταν που φώναζε… Τι έκανες; λέω στον Ρουπακιά. Τίποτα, περαστικός είμαι, μου απαντάει. Ψύχραιμος ήταν. Όταν γίνεται συμπλοκή, έχεις παλμούς, μπορεί να είσαι ιδρωμένος… Του ζήτησα ταυτότητα και άδεια κυκλοφορίας, κοιτάζω στο αυτοκίνητο και βλέπω το μαχαιράκι ματωμένο».
Η Πολιτική Αγωγή και η «συμπλοκή»
Την εξέταση του μάρτυρα ανέλαβε πρώτος ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής κ. Ανδρέας Τζέλλης, επισημαίνοντας ότι ο κ. Τσολακίδης επέμεινε στη λέξη «συμπλοκή», επαναλαμβάνοντας την 33 φορές στην κατάθεσή του.
Τζέλλης: Τι εννοείτε με τον όρο συμπλοκή;
Μάρτυς: Ατομα που δεν μιλάνε, και σώμα με σώμα, μαλώνουν…
Τζέλλης : Διαπιστώσατε να μαλώνει κανείς;
Μάρτυς: Τέσσερα – πέντε άτομα, ενωμένοι…
Τζέλλης: Τι εννοείτε ενωμένοι;
Μάρτυς: Χέρια – πόδια …
Τζέλλης: Ενας άνθρωπος στη μέση υπήρχε;
Μάρτυς: δεν είδα άνθρωπο στη μέση.
(…)
Η δίκη διέκοψε για τον Σεπτέμβριο.
Τα αιτήματα της υπεράσπισης
Νωρίτερα, κατ´ αντιπαράσταση εξέταση του πρώην υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Νίκου Δένδια με τον μάρτυρα κ. Χρήστο Χρηστίδη, ιδιοκτήτη εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής (όπου φέρεται να έχει πάει ο πρώην υπουργός για να ελέγξει τις κάμερες), ζήτησε ο συνήγορος του βουλευτή Ι. Λαγού, κ. Νίκος Ρουσόπουλος.
«Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η κλήση του κ. Δένδια, ας έλθει όμως να μας πει, γιατί είχε στα συρτάρια του τόσες δικογραφίες εναντίον της Χρυσής Αυγής, και τους ανεχόταν τόσα χρόνια…», είπε παίρνοντας τον λόγο ο κ. Κώστας Παπαδάκης, εκ της Πολιτικής Αγωγής.
Η κυρία Δήμητρα Βελέντζα συνήγορος υπεράσπισης, μεταξύ άλλων του Ιωάννη Καζαντζόγλου, κατέθεσε ενστάσεις ακυρότητας, με αφορμή έγγραφα που προσκομίζει η Πολιτική Αγωγή. Οι ενστάσεις αφορούν την άρση απορρήτου συνομιλιών (με σκεπτικό ότι προσβάλλουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων), καθώς και τη χρήση εγγράφων και οπτικοακουστικού υλικού που διέρρευσαν παράνομα στο Διαδίκτυο, παρότι προανακριτικό υλικό. Η συνήγορος υπέβαλε ένσταση και κατά της εκθέσεως κατασχέσεως του αυτοκινήτου και του υλικού που προέκυψε από το αυτοκίνητο της αδελφής του δράστη, Χρυσούλας Ρουπακιά.
Η εισαγγελέας κυρία Αδαμαντία Οικονόμου πρότεινε να απορριφθούν οι ενστάσεις, κρίνοντας ότι έπρεπε να έχουν τεθεί κατά την προδικασία. Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε.