Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Το Βερολίνο και η Αγκυρα είχαν ανέκαθεν αμφιλεγόμενη σχέση: από τη μια φιλική, που ανάγεται στη συμμετοχή της Τουρκίας στο γερμανικό μπλοκ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και από την άλλη ανταγωνιστική, που οφείλεται στη μόνιμη υπεροψία του γερμανικού κατεστημένου έναντι του «εξωτικού» (ήτοι, τριτοκοσμικού) χαρακτήρα των τουρκικών ελίτ.
Μια σχέση σε δοκιμασία
Η σχέση αυτή δοκιμάζεται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε –όχι λίγοι μιλούν στη Γερμανία για νέα εποχή των παγετώνων που ενδεχομένως να διαρκέσει δεκαετίες. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο πρόσφατο πραξικόπημα στην Τουρκία που, σύμφωνα με τον Χριστιανοδημοκράτη πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής Νόρμπερτ Ρέντγκεν, μετεξελίσσεται ραγδαία από στρατιωτικό κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε πολιτικό υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Ερντογάν («πραξικόπημα στο πραξικόπημα»). Είχαν προηγηθεί πολλές συγκρούσεις, καθεμιά εκ των οποίων άφησε ανεξίτηλες ουλές στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ολα αυτά βέβαια επισκιάζονται τώρα από τις συνέπειες του πραξικοπήματος. Η επιβολή του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και η μερική άρση της ισχύος της Ευρωπαϊκής Χάρτας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Τουρκία έχουν προκαλέσει συναγερμό στο Βερολίνο. Οχι λίγοι εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών θεωρούν τη «διολίσθηση» της χώρας προς ένα προσωποπαγές καθεστώς Ερντογάν την αρχή του τέλους της τουρκικής δημοκρατίας και ζητούν μια ριζική επανεξέταση των διμερών σχέσεων. Μια τέτοια Τουρκία, λένε επιπλέον, δεν μπορεί να είναι πλέον υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις πρέπει να διακοπούν. Ορισμένοι μάλιστα ζητούν την έξωση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.
Η κυρία Μέρκελ δεν φαίνεται ωστόσο να ενστερνίζεται αυτές τις απόψεις. Οχι μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Η «κόκκινη γραμμή» γι’ αυτήν, όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ, είναι η θανατική ποινή που μελετά να επαναφέρει στην Τουρκία ο κ. Ερντογάν. Ενα τέτοιο μέτρο, τόνισε, επιφέρει αυτομάτως τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Η αμηχανία της καγκελαρίου όμως είναι ολοφάνερη. Η κυρία Μέρκελ δεν θέλει προφανώς να προχωρήσει σε πλήρη ρήξη με τον τούρκο πρόεδρο. Κι αυτό για πέντε τουλάχιστον λόγους: πρώτον, επειδή η Τουρκία είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή –ο αριθμός των γερμανικών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει εκεί δισεκατομμύρια ευρώ ανέρχεται σε χιλιάδες. Δεύτερον, επειδή η χώρα αυτή έχει ανεκτίμητη στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ ως το κύριο ορμητήριο για τους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Τρίτον, επειδή φοβάται ότι τυχόν ρήξη θα εξωθήσει οριστικά τον κ. Ερντογάν στην εγκατάλειψη της «Ευρώπης» και στη στροφή του προς τον «μυστικιστικό ισλαμισμό». Στο βάθος γνέφει μια «ισλαμική κοινότητα» που θα στηρίζεται στη στρατιωτική υπεροπλία της Τουρκίας και στη χρηματιστική της Σαουδικής Αραβίας. Τέταρτον, επειδή δεν θέλει τη μεταφορά της εμφυλιοπολεμικής σύρραξης στην Τουρκία στην τουρκική κοινότητα της Γερμανίας και τον σχηματισμό έτσι μιας «πέμπτης φάλαγγας» οπαδών του κ. Ερντογάν στη χώρα της. Και, last but not least, πέμπτον, επειδή προσβλέπει, πάσα θυσία, στη διαφύλαξη της συμφωνίας των Βρυξελλών με την Αγκυρα για το Προσφυγικό, που μετατρέπει την Τουρκία σε ευρωπαϊκό ανάχωμα κατά των προσφύγων. Φρούδες ελπίδες. «Η Μέρκελ μπροστά στα ερείπια της τουρκικής πολιτικής της» γράφει η «Die Welt». Το πάλαι ποτέ επιβλητικό αρχιτεκτόνημά της είναι πλέον συντρίμμια και θρύψαλα.
Το όραμα που έσβησε
Σε αυτό φταίει βέβαια και η ίδια. Η καγκελάριος ήταν και παραμένει πολέμιος της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Κι αυτό για κοσμοθεωρητικούς λόγους, κυρίως θρησκευτικούς: ο χριστιανισμός δεν επιτρέπεται να συγχρωτιστεί με το Ισλάμ. Το ότι το 2005, στην αρχή της καγκελαρίας της, αποδέχθηκε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων οφείλεται σε νομικούς λόγους που συμπυκνώνονται στην αρχή του pacta sunt cervanta –οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Οι συμφωνίες αυτές είχαν γίνει αρχικά από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος (με υποβολέα τον κοινωνικό φιλόσοφο Οσκαρ Νεγκτ) είχε στήσει και το οραματικό βάθρο της: μια ισλαμική χώρα με λαϊκό κράτος, όπως η Τουρκία, έλεγε, που θα εμβολιαστεί με τις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, θα μπορούσε να κάνει θαύματα και να γίνει φάρος και παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις άλλες ισλαμικές χώρες. Ο κ. Ερντογάν φαινόταν τότε και ο ίδιος γοητευμένος από αυτό το όραμα, αποτέλεσμα του οποίου ήταν το πρώτο κύμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία, μεταξύ των οποίων και η κατάργηση της θανατικής ποινής το 2004.
Ηλθε η Μέρκελ, πέταξε το όραμα. Σήμερα, ύστερα από 11 χρόνια καγκελαρίας, πάει να γίνει άφαντο. Η καγκελάριος μποϊκοτάρισε όσο μπορούσε την υπαγωγή της Τουρκίας στο αξιακό σύστημα του Διαφωτισμού μέσω της γρήγορης ένταξής της στην Ενωση. Ετσι εξώθησε και πάλι τον Ερντογάν στον ακραίο ισλαμισμό. Μπορεί (και πολύ σωστά!) τώρα να τον προειδοποιεί να μην καταπατά το κράτος δικαίου, όμως ποιος την ακούει… Ο τούρκος πρόεδρος έχει «ξεσαλώσει», οι εξελίξεις έχουν γίνει ανεξέλεγκτες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ