«Τι λανθασμένο πλάσμα που είμαι».
Ν.Κ.
Δεν γνώρισα τον Νίκο Καρούζο. Δεν τον ακολούθησα στην επίγεια εξορία του. Δεν τον κυνήγησα. Αλλα κυνηγούσα τότε. Στην πορεία τον διάβασα, όταν κατάλαβα ότι «η γραφή είναι ένα ψέμα που σαν αλήθεια κοστίζει λιγότερο».
Τότε είπα πως ο Νίκος Καρούζος είναι Νείκος, όχι Φιλότητα, όπως «η ευθεία είναι το άλλοθι της καμπύλης».
Τον ξαναδιαβάζω σήμερα, ενενήντα χρόνια μετά τη γέννησή του. Διαβάζω τη «γλώσσα» του: «άμα πεθάνω θα έχω φύγει από τη γλώσσα». Διαβάζω τα αποσπάσματά του, που με στήνουν κυριολεκτικά στο απόσπασμα («Τρόμαγμα σήμερα θανάτου, πόσο δεν θέλω να πεθάνω»). Γνωρίζω ότι είναι ίδιον της ποιήσεως να εκτελεί τον ποιητή, όταν μάλιστα απελπίζεται και οδεύει προς το απόσπασμα. Τότε όμως είναι που γράφει το fragmentum (το απόσπασμα), αυτό το ολέθριο είδος, κατάλοιπο της ατομικότητας και ατομικότητα το ίδιο (ίδιον). Αλλωστε, «το απόσπασμα οφείλει να είναι πανταχόθεν ελεύθερο ως προς τον περιβάλλοντα κόσμο και κλειστό στον εαυτό του όπως ο σκαντζόχοιρος» (Athenaeum, fr. 206). O σκαντζόχοιρος, λέει ο Ρομαντισμός (Σλέγκελ), το επαναλαμβάνει ο Ντεριντά, «πολύ χαμηλός και πολύ χαμηλόφωνα κοντά στο χώμα, ούτε υψηλός ούτε ασώματος, ίσως αγγελικός και για κάποιο χρονικό διάστημα», ο σκαντζόχοιρος λοιπόν είναι το ποίημα. Και είναι ίδιον της ποιήσεως ο ζωομορφισμός («προσπεράστηκα από το ζώο που περιέχω»). Γι’ αυτό η ποίηση μεταμόρφωσε τον Καρούζο. Μεταμόρφωσε τα απαρέμφατά του «ωσάν απαρέμφατα». Διότι «και ο Θεός επιμένει να είναι σκυλομούρης», επειδή «πολλές φορές μια σχέση αιωρείται σύγκορμη με ζώα». Οπότε με ποια μεθοδολογία, ποια ζωολογία ή με ποια θεολογία μπορούμε να στοχαστούμε τον Καρούζο; Εχει νόημα να τον στοχαστούμε «στην ερημοσύνη» του;
Αναζητώντας κι εγώ τους όρους με τους οποίους το νόημα προκύπτει περισσότερο από τις λέξεις του ποιήματος, υπέθεσα πως μπορεί να υπάρξει μια «θεωρία» για την ποίηση του Καρούζου που να μην είναι αισθητική αλλά αισθητηριακή. Σχέση με το ποίημα ως ζώο (σκαντζόχοιρος)!
Αλλά και πάλι, η ποίηση του Καρούζου θα καταστρέψει το νόημα στη σύζευξη γραμματικής και ρητορικής σε βαθμό που, κατά την ανάγνωση του ποιήματος, να αποκαλύπτεται πόσο το νόημα διαστρέφεται από τη ρητορική του ευστροφία.
Ιδού λοιπόν η «διεστραμμένη» εγγραφή στις τελευταίες σελίδες του έργου του, στα Αποσπάσματα: «4 Μαΐου – Νικολάι Σταυρόγκιν;». Το δυσανάγνωστο, υποτίθεται, του Καρούζου δεν έγκειται στα περιεχόμενα αλλά στα περιέχοντα, στο αχανές και αναπόκριτο. Αυτό το έλκηθρο έσυρε διά βίου στους πάγους της φιλολογίας.
«Ελκηθρο διά βίου», λοιπόν: «Στην ερήμωση του πάγου στις διαφωνίες/ φύσεως και λογικής/ με όλα συγκρουόμενα με όλα διδάσκοντας/ ο μέγας αυταπατώμενος/ είν’ ο ποιητής/ αποφεύγει τις εγκυκλοπαίδειες κι αναδύεται/ στη γειτονιά του τυχάρπαστος./ Αυτό ελκύει κι οδηγεί στο αχανές κι αναπόκριτο./ Στην Αυλίδα ή στην Ταυρίδα;».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ