Πολλοί μπορεί να μην το θυμούνται πλέον σήμερα, όμως συνέβη: το πρώτο ταξίδι που έκανε πέραν του Ατλαντικού ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τα καθήκοντά του ήταν – προκαλώντας γενικευμένη έκπληξη- στην Τουρκία. Το γεγονός ήταν πρωτόγνωρο και ο νέος τότε πρόεδρος το συνέδεσε ευθέως με πολύ κολακευτικά για τον Ερντογάν σχόλια ως τον ηγέτη ο οποίος ανοίγει νέους δρόμους συνύπαρξης για το μέλλον μέσω του πολιτικού Ισλάμ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ΗΠΑ στήριξαν ουκ ολίγες φορές τον Τούρκο πρωθυπουργό και μετέπειτα πρόεδρο, με αποκορύφωμα την έντονη παρέμβασή τους προς το Ισραήλ για συμφιλίωση με την Αγκυρα μετά τα γεγονότα του Μαβί Μαρμαρά. Ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση, κάτι που οδήγησε σε πρόσκαιρη – και επίσης πρωτοφανή – ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Τελικά, έπειτα από αρκετά χρόνια, μόλις προ λίγων εβδομάδων, οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν.
Κατόπιν όλων αυτών, η αμερικανική ηγεσία γίνεται έξαλλη – και δικαίως – όταν ακούει ισχυρισμούς ότι δήθεν οι ΗΠΑ έχουν σχέση με τα προχθεσινά γεγονότα. Και ο Ομπάμα που ξεκίνησε τη θητεία του εκθειάζοντας αυτό το πολιτικό «πείραμα», την ολοκληρώνει βλέποντας το πραγματικό του πρόσωπο, το οποίο αντιπροσωπεύει, σε όλα τα επίπεδα, το ακριβώς αντίθετο από ότι αποτελεί την ουσία αλλά και τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ασφαλώς, η στρατηγική σημασία του του τουρκικού χώρου είναι τέτοια που έχει οδηγήσει πολλές φορές τις ΗΠΑ και τη Δύση συνολικά να κάνουν τα στραβά μάτια σε συμπεριφορές της Αγκυρας που καταφανώς υπογείως προκαλούσαν πολύ μεγάλο εκνευρισμό – κάτι τέτοιο συνέβη και με την υπόθεση της Τέταρτης Αμερικανικής Μεραρχίας, την οποία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση απαγόρευσε να περάσει από το τουρκικό έδαφος την τελευταία στιγμή κι ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος στο Ιρακ, προκαλώντας πολύ σοβαρό πρόβλημα στους σχεδιασμούς του Πενταγώνου.
Όμως και αυτό, όπως και όλα τα άλλα που συνέβησαν, διορθώθηκαν ακριβώς λόγω της σημασίας αυτού του χώρου. Αυτά, μέχρι χθες. Γιατί από χθες, μία εντελώς άλλη πραγματικότητα διαμορφώνεται.
Οσο κι αν η αμερικανική πολιτική θέλησε να φέρει με τα νερά της την Τουρκία και να εξασφαλίσει μια καλή συνεργασία μαζί της και όσο κι αν η Ευρώπη, ιδίως το Βερολίνο, προσπάθησε να έχει τη συνεργασία της Αγκυρας στο μείζον προσφυγικό ζήτημα που έδειξε ικανό να κατεδαφίσει κυβερνήσεις στη Γηραιά Ηπειρο, όλα αυτά δεν μπορούν πια να σταθούν μπροστά στη νέα πραγματικότητα: ο Ερντογάν κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι δήθεν βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα, την ώρα που ο αυταρχισμός τον οποίο εγκαθιδρύει καθιστά ασύμβατη την Τουρκία με την Ευρωπαική Ενωση σε πλήθος επίπεδα.
Σε όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνά να προσθέσει κανείς τις σχέσεις της Αγκυρας με τη Μόσχα, οι οποίες το αμέσως προηγούμενο διάστημα, δοκιμάστηκαν όσο ποτέ από τα χρόνια του τελευταίου ρωσοτουρκικού πολέμου.
Οποια κι αν είναι λοιπόν από εδώ και στο εξής εξέλιξη του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία, ένα είναι βέβαιο: η χώρα αφενός εισέρχεται σε μακρά περίοδο έντασης και εσωτερικού διχασμού και, αφετέρου, οι σχέσεις της με τη Δύση – και όχι μόνον – επιδεινώνονται δραματικά: αυτή τη φορά, όχι θεατρικά, όπως άλλοτε έχει συμβεί, αλλά πολύ σοβαρά.
Τα παραπάνω καθιστούν μονόδρομο την ανάδειξη ενός πολύ σοβαρού στρατηγικού κενού σε μία πολύ ταραγμένη περιοχή του κόσμου, δίπλα ακριβώς και στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.
Ο Ερντογάν επιστρέφει όχι πλέον ως πρόεδρος, αλλά ως πραγματικός Χαλίφης και μάλιστα με πολύ άγριες διαθέσεις έναντι πάντων.
Η Τουρκία δεν είναι πλέον αξιόπιστος εταίρος και συνομιλητής των δυτικών δυνάμεων. Αντίθετα, εμφανίζεται εχθρική και αναξιόπιστη, απρόβλεπτη και ασταθής – για πρώτη φορά συζητείται ακόμα και η θέση της στο ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι όλα αυτά αλλάζουν άρδην τα έως τώρα δεδομένα.
Στην ουσία, το νέο Ανατολικό Ζήτημα έχει ανοίξει από προχθές οριστικά και αμετάκλητα.
Ένα πολύ μεγάλο στρατηγικό κενό προκύπτει και η Δύση δεν θα κάνει πια ότι δεν το βλέπει, ούτε θα επιχειρήσει άλλο την ωραιοποίησή του. Δεν έχει πλέον αυτή την πολυτέλεια.
Είμαστε δηλαδή στο ίδιο ακριβώς σημείο πριν από την πτώση της Υψηλής Πύλης, όταν εξελίχθηκε η τελευταία ουσιαστικά φάση του Ανατολικού Ζητήματος.
Η ουσία της πορείας της Τουρκίας είναι πλέον περίπου προδιαγεγραμμένη: η σχέση της με τον δυτικό κόσμο έχει κλονιστεί περίπου ανεπανόρθωτα.
Τώρα, το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα είναι σε θέση να καλύψει το κενό το οποίο εκ των πραγμάτων πρέπει να καλυφθεί. Και να πείσει, επιτέλους, τους εταίρους της σε Αμερική και Ευρώπη, για το ποια είναι τα πραγματικά σύνορα του δυτικού κόσμου και για το πόσο άμεσα τους αφορά αυτά τα σύνορα να ενισχυθούν κι αυτή η χώρα να καταστεί ισχυρή…
Από το 1910 μέχρι το 1912, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αυτό ακριβώς είχε καταφέρει: να τους πείσει περί αυτού, σε μία τέτοια, αντίστοιχη στιγμή: η Δύση ήταν εκείνη που πήρε την Ελλάδα από την κατάσταση πτώχευσης του 1897 /98 και τη μετέτρεψε μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε μια ισχυρότατη περιφερειακή δύναμη. Υπήρχε όμως και η ηγεσία που μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα προς τα εκεί. Και σίγουρα η πτώχευση, όταν εγείρεται στρατηγικό ζήτημα τέτοιας σημασίας και διαμετρήματος, δεν είναι πρόβλημα. Δεν υπήρξε ούτε τότε, δεν είναι και τώρα, καθώς, αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο και σήμερα: να καλυφθεί σοβαρά και αξιόπιστα το κρίσιμο και επικίνδυνο κενό.
Αν όλα αυτά συνειδητοποιηθούν και η χώρα επαναπροσανατολιστεί συνολικά και αμέσως, αν πρυτανεύσουν εξωτερικά το εθνικό συμφέρον και εσωτερικά η απαραίτητη σύνθεση χωρίς περιττά και επιζήμια ψεύτικα δημαγωγικά μέτωπα, όλα τα άλλα μπορούν και πρέπει να ξεχαστούν.
Καθώς αυτή, είναι η ώρα της Ελλάδας.