Η προσπάθεια εισόδου άνδρα με «μαχαίρι ή λάμα πέντε – έξι εκατοστών», «από συγκεκριμένο χώρο», στη δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο, και ο εντοπισμός του από τους αστυνομικούς, αναστάτωσε προσωρινά τους παράγοντες της διαδικασίας, την ώρα που στο βήμα του μάρτυρα βρισκόταν η Χρυσούλα Ρουπακιά, αδελφή του δράστη της δολοφονίας Φύσσα.
Ερωτηθείσα από την Πολιτική Αγωγή για το επεισόδιο, η πρόεδρος του δικαστηρίου κυρία Μαρία Λεπενιώτη είπε ότι «γι αυτόν το λόγο υπάρχουν τα μηχανήματα» στις εισόδους, και «το δικαστήριο δεν έχει άλλη ενημέρωση».
Στο δια ταύτα της δίκης, η κατάθεση της κυρίας Ρουπακιά, και παρά την επιμονή της προέδρου, χαρακτηρίστηκε από σοβαρά κενά και αναπάντητα σημεία, με τη μάρτυρα να επιμένει ότι η δολοφονία έγινε υπό το κράτος του φόβου του δράστη, σε συνθήκες τυχαίου, από έναν άνθρωπο που «και το ψωμί, και το κρέας, το έκοβε με τα χέρια». Αίσθηση προκάλεσε η εκδοχή του σκηνικού της δολοφονίας, στο οποίο ο Ρουπακιάς «με μαχαιράκι, κατάφερε δύο γρατσουνιές» στο «παιδί», σκυμμένος, χωρίς να βλέπει καν το πρόσωπο του· ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του, τον Φύσσα άλλωστε «δεν τον ήξερε». Η αδελφή του δράστη αναφέρθηκε πολλές φορές σε «τσακωμό» εκείνο το βράδυ, ενώ περιέγραψε τον δράστη ως οικογενειάρχη, ήρεμο και συζητήσιμο, σαφώς όχι άνθρωπο των εντάσεων, που δεν είχε εξοικείωση με μαχαίρια και παρέμενε απλός ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής _ όπως και η ίδια στις τελευταίες εκλογές.
Το μαχαίρι του φόνου ήταν εξάλλου δικό της, για τα ψάρια (η μάρτυς διατηρεί ψαράδικο), όπως και το αυτοκίνητο με το οποίο ο Ρουπακιάς μετέβη στο σημείο της δολοφονίας. Κληθείσα να αναγνωρίσει πρόσωπα από τους εμπλεκόμενους στη δολοφονία Φύσσα, η μάρτυς αναγνώρισε τους Τσορβά, Καζαντζόγλου και Πατέλη, τους οποίους είχε αναφέρει προηγουμένως ως φίλους του αδελφού της.
Στην πιο ανθρώπινη στιγμή της, η κυρία Ρουπακιά είπε στο δικαστήριο «ακόμη και σήμερα δεν το πιστεύω ότι ο αδελφός μου έχει διαπράξει κάτι τέτοιο…».
Αναλυτικά, η Χρυσούλα Ρουπακιά είπε:
«Πριν από το συμβάν επικοινωνούσαμε τακτικά με τον αδελφό μου, τώρα πια όχι… Ξέρω ότι πήγαινε κάποιες φορές στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, ήταν ψηφοφόρος απ´ ό,τι μου είχε πει. (…) Τους ψήφισα κι εγώ στις τελευταίες εκλογές. Δεν είχα δει ποτέ δική του κάρτα μέλους. Είχε πάει σε κάποιες διανομές, τροφίμων, ρούχων, σε διάφορες περιοχές, που οργάνωνε η Τοπική της Νίκαιας. Πήγαινε επίσης σε μαθήματα Ιστορίας, στην Τοπική, σε ομιλίες βουλευτών. Σε κάποιες εκδηλώσεις, όπως αυτή του Μελιγαλά, είχα πάει κι εγώ».
Μάρτυς: Εχω προσπαθήσει να λύσω τις απορίες μου σε σχέση με το συμβάν.
Πρόεδρος: Σας τις έλυσε;
Μάρτυς: Οχι.
«Η σύζυγος του αδελφού μου ήταν σε εκδήλωση στα Ίμια. (…), δεν εργαζόταν ποτέ. Από τις αρχές Ιουνίου 2013 ο αδελφός μου μετακινείτο με το δικό μου αυτοκίνητο, του το είχα παραχωρήσει».
«Ο αδελφός μου δεν ήταν των εντάσεων…»
Η πρόεδρος ζήτησε από τη μάρτυρα να τον περιγράψει ως άνθρωπο.
«Ο αδελφός μου ήταν ήρεμος άνθρωπος, δεν είχε διαφορές, δεν τσακωνόταν, δεν ήταν των εντάσεων, καθόλου επιθετικός, ήταν συζητήσιμος, οικογενειάρχης. (…)
Είναι 23 και 19 ετών τα παιδία του, τώρα. Μόνο σε μια εκδήλωση, του Μελιγαλά, έχω δει το ένα παιδί«…
»Δεν ξέρω τους φίλους του. Έτυχε μόνο να δω κάποιους, τον Τσορβά (που επίσης είναι συγγενής εξ αγχιστείας), τον Καζαντζόγλου, τον Πατέλη. (…)»
Πρόεδρος: Ποτέ ενημερωθήκατε για το συμβάν;
Μάρτυς: Μία παρά δέκα, μία και δέκα, με κάλεσε ο ίδιος από το τμήμα του Κερατσινίου. Μου είπε ότι έχουν τσακωθεί με κάποιους, μου ζήτησε να του πάω τσιγάρα και νερό. Δεν τον ρώτησα τι τσακωμός ήταν αυτός. Ηταν η ώρα που σηκωνόμουν να πάω στη δουλειά (…), δεν ξέρω αν είχε ενημερωθεί η σύζυγός του, εγώ μίλησα μαζί της τα ξημερώματα. Πήρα τσιγάρα και νερό, και πήγα στο τμήμα να του τα δώσω. Υπήρχε πολύς κόσμος έξω από το τμήμα, ήταν νεαροί, του τηλεφωνώ και του λέω, εγώ φοβάμαι, δεν κατεβαίνω (από το αυτοκίνητο). Εκείνη τη στιγμή δεν ένιωσα ασφαλής. Πάω στην αγορά, του είπα, φεύγω, τα λέμε μετά».
Πρόεδρος: Γιατί σε κρατάνε, τι έκανες, δεν τον ρωτήσατε;
Μάρτυς: Οχι. Ξαναπήγα αργότερα, υπήρχε κόσμος, αλλά όχι τόσος πολύς. Δεν με άφησαν να μπω αμέσως. Είδα που τον έβαλαν στο περιπολικό, οι συγκεντρωμένοι τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν. Πάγωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο, κι έφυγα. Μετά από αυτό, μίλησα με τη σύζυγό του. Είχαν μπει στο Ίντερνετ και διάβαζαν τι είχε συμβεί… Έγραψα κι εγώ, «επίθεση στην Αμφιάλη», και …»
Πρόεδρος: Πώς γράψατε αυτό και όχι κάτι άλλο;
Μάρτυς: Ασυναίσθητα, δεν σκέφτηκα. Ενημερώνομαι ότι το παιδί είναι τραυματισμένο.
Πρόεδρος: Στις 4.00 το Ίντερνετ, δίνει τραυματισμό;
Μάρτυς: Ναι. Στις 6.00 το πρωί ξαναμπήκα και είδα το όνομα του αδελφού μου…
Πρόεδρος: Στις 4.00 υπήρχε το όνομα του αδελφού σας;
Μάρτυς: Οχι.
Πρόεδρος: Και που ξέρατε ότι αυτό το παιδί, σχετίζεται με τον αδελφό σας;
Μάρτυς: Δεν το ήξερα, το είδα.
Πρόεδρος: Πώς τα συνδέσατε όλα αυτά με τον αδελφό σας ;
Μάρτυς: Στις 6.00 έγινε αυτό…είδα ότι έχει ομολογήσει, ότι το συμβάν το έχει κάνει εκείνος. Οτι το παιδί έχει πεθάνει, και ότι εκείνος έχει ομολογήσει ότι έχει διαπράξει την ανθρωποκτονία.
«Μου είπε ότι φοβηθηκε και το έκανε…!»
Η πρόεδρος ρώτησε για το σκηνικό που προηγήθηκε.
«Η νύφη μου, μου είπε ότι τον πήρε τηλέφωνο ο Δήμου και του είπε ότι κάτι έχει συμβεί στην Τοπική, 11.00. -11.30 ήταν, ξεκίνησαν να πάνε στην Τοπική. Δεν ξέρω τι έγινε μετά…«
»..Επικοινώνησα εγώ με δικηγόρο του Πειραιά, μέσω συναδέλφου στην αγορά τον βρήκα, οκτώ με οκτώμισι το πρωί, με πήρε μισή ώρα μετά, και μου είπε ότι ο Σύλλογος είχε απαγορεύσει στα μέλη του να τον αναλάβουν».
Η μάρτυς εξηγεί ότι επιστρατεύθηκε ο γιος του ιδιοκτήτη του καταστήματός της, δικηγόρος, ο οποίος συναντά τον Ρουπακιά και τον ρωτάει τι έχει συμβεί.
«Μου μεταφέρει ότι ο Γιώργος (Ρουπακιάς) τσακώθηκε με το παλικάρι, δεν του είπε τον λόγο, πήρε λέει το μαχαιράκι και του έκανε δυο γρατσουνιές».
«Οταν έφτασε στο σημείο, υπήρχαν 4-5 άτομα, τον τράβηξαν έξω από το αυτοκίνητο, πήρε το μαχαιράκι (ήταν ορατό στον καθένα, στη θήκη κάτω από το κασετόφωνο), ήταν σκυμμένος, δεν έβλεπε που χτυπούσε, έκανε λέει δυο γρατσουνιές στην κοιλιά… Έτσι μου είπε ο δικηγόρος, έτσι σου λέω. Παραιτήθηκε ύστερα από δυο μέρες«…
…»Δεν ήθελα να πάω να τον δω, τηλεφωνηθήκαμε, με έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο εκείνος, δεν τον ρώτησα περισσότερα στοιχεία για το συμβάν, μου είπε ότι φοβήθηκε και το έκανε. Δεν ήθελα μέσω τηλεφώνου να μάθω περισσότερα, στο μαγαζί άλλωστε δεν ήμουν μόνη μου. Δεν πήγαινα, φοβήθηκα μη με στοχοποιήσουν, οι δημοσιογράφοι έρχονταν συνεχώς στο μαγαζί, τους έλεγα να πάνε να βρουν τον ίδιο(…)«
»Δεν πήγα ούτε όταν απολογήθηκε, δεν μπορούσα να αφήσω το μαγαζί. Αρκέστηκα σε αυτή την περιγραφή, έτσι μου τα είπε. Φεύγοντας από το σπίτι, βρήκε άλλα άτομα στην τοπική, τους ακολούθησε. Ακόμη και σήμερα δεν το πιστεύω ότι ο αδελφός μου έχει διαπράξει κάτι τέτοιο… Παρότι εκείνος το παραδέχθηκε από το πρώτο τηλεφώνημα, στη ΓΑΔΑ, μου είπε δυστυχώς εγώ το έκανα».
Πρόεδρος: Δεν τον ρωτήσατε ποιος τον κάλεσε, να κάνει τι, γιατί, με ποιους;
Μάρτυς: (…) σε κάθε τηλεφώνημα του έβγαζα και κάτι…
Πρόεδρος: Τι πάει να κάνει εκείνο το βράδυ;
Μάρτυς: Δεν ξέρω.
Πρόεδρος: τον Φυσά τον ήξερε;
Μάρτυς: Μου είπε δεν τον ήξερε…Ο Φύσσας ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του, από τα άτομα που τον τράβηξαν, δεν έβλεπε πρόσωπα.
Η μάρτυς αδυνατούσε να απαντήσει στα επίμονα «γιατί» της προέδρου ενώ παραδέχθηκε ότι δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα.
Η ίδια τόνισε ότι δεν προσπάθησε ποτέ να επικοινωνήσει με άτομα της Τοπικής που ήξερε. «Ούτε με ενόχλησαν, ούτε τους ενόχλησα», είπε χαρακτηριστικά.
Πρόεδρος: Γιατί το έκανε ο αδελφός σας;
Μάρτυς: φοβήθηκε.
Η «αποδόμηση» Κοντονικόλα
Η υπεράσπιση κινήθηκε «επιθετικά» απέναντι στον αυτόπτη μάρτυρα Ηλία Κοντονικόλα, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατάθεσή του. Συνήγοροι κατηγορουμένων, και δη βουλευτών (Παπαδέλλης για Κασιδιάρη, Μιχαλόλιας για Μιχαλολιακο και Σταυριανάκης για Παπά), επεχείρησαν να του αποδώσουν ελαφρότητα στις κρίσεις, χωρίς βαθιά γνώση του ιδεολογικού υποβάθρου και της κοινοβουλευτικής παρουσίας της Χρυσής Αυγής, αλλά και σκοπιμότητα, ακόμη και με πολιτική χροιά, συγκρίνοντας την κατάθεσή του με αυτές δυο αστυνομικών – επίσης αυτοπτών μαρτύρων.