Ως ηθοποιός, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, την εποχή που επελέγη τελικά για τον ρόλο του Ντον Βίτο Κορλεόνε στην ταινία «Ο Νονός», ο Μάρλον Μπράντο βρισκόταν στα αζήτητα. Ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας του ομότιτλου μυθιστορήματος, ο Μάριο Πούζο, έλεγε όσο το έγραφε ότι αν πρόκειται να γυριστεί ταινία ο πιο κατάλληλος ηθοποιός για τον κύριο ρόλο ήταν ο Μάρλον Μπράντο, ο πρόεδρος της Paramount είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Οχι άδικα. Ο Μπράντο είχε αποκτήσει τη φήμη του πολύ δύσκολου στις συνεργασίες του σταρ και η εμπορική αποτυχία των τελευταίων ταινιών του («Η ανταρσία του Μπάουντι», «Ο κακός Αμερικανός», «Η κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ», «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια», «Κωδικός: Μοριτούρι») σίγουρα δεν βοηθούσε την κατάσταση. Ο πρόεδρος της Paramount πίστευε επίσης ότι ο Μπράντο δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει και να μοιάσει σε Ιταλό.
Από την πλευρά του, ο Φράνσις Κόπολα πάλευε για την επιλογή του Μπράντο γιατί τον είχε επίσης σκεφθεί από την αρχή, αν και στο μυαλό του είχε και μια εναλλακτική λύση, έναν ακόμη εμβληματικό ηθοποιό για τον ρόλο του Ντον Βίτο Κορλεόνε: τον σερ Λόρενς Ολίβιε. Ωστόσο αυτό δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί διότι ο Ολίβιε ήταν βαριά άρρωστος από καρκίνο, ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε επί χρόνια και από την οποία τελικά πέθανε.
Ο Μπράντο διάβασε το βιβλίο του Πούζο μέσα σε τρεις ημέρες και έδωσε καταφατική απάντηση στον Κόπολα. Το μόνο που απέμενε ήταν να πειστεί ο πρόεδρος της Paramount. Τι έκανε ο Μπράντο; Στην έπαυλή του στη Σάντα Μόνικα μεταμφιέστηκε πλήρως στην εικόνα που τον βλέπουμε στην ταινία. Το 1971 η ηλικία του ηθοποιού ήταν 47 ετών, ενώ η ηλικία του Ντον Βίτο Κορλεόνε όταν ο Μπράντο τον υποδύεται είναι περίπου 65. Ο Μπράντο φωτογραφήθηκε μεταμφιεσμένος (τα βαμβάκια στην κάτω γνάθο του παραμορφώνουν τελείως το πρόσωπό του) και οι φωτογραφίες έφθασαν στα χέρια του προέδρου της Paramount, ο οποίος είπε: «Αυτός είναι πραγματικός Ιταλός. Αλλά ποιος είναι;».
Μνημειώδης ερμηνεία


Αλλά ακόμη και όταν τον βλέπουμε για πρώτη φορά στην ταινία, μέσα στο γραφείο του να μοιράζει χάρες την ημέρα του γάμου της κόρης του, λίγο να γνωρίζουμε το πρόσωπό του την εποχή εκείνη, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται για τον Μπράντο. Και όμως, με απαράμιλλη τέχνη υποδύεται έναν βαρύ εξηνταπεντάρη, μια μυστηριώδη και περίπλοκη φυσιογνωμία, όπως άλλωστε ήταν ο ίδιος ο Μπράντο, ο οποίος για τη δουλειά του στον «Νονό» κέρδισε τελικά ένα δεύτερο Οσκαρ Α’ ρόλου, το οποίο ωστόσο δεν παρέλαβε στέλνοντας στη θέση του την Ινδιάνα Σατσίν Λάιτφεδερ ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξολόθρευση των ιθαγενών της Αμερικής. Ο Ντον Βίτο, γκάνγκστερ, δολοφόνος και στέλεχος του τρομερού οργανωμένου εγκλήματος, έχει ευάλωτα σημεία και συγχρόνως προσπαθεί να διατηρήσει τη δύναμη που έχει αποκτήσει.
Το παιδί της πάμπτωχης αγροτικής οικογένειας από το χωριό Κορλεόνε της Σικελίας έγινε βασιλιάς του υποκόσμου αλλά ονειρεύεται να δει τον μικρότερο γιο του Μάικλ (Αλ Πατσίνο) να εκλέγεται γερουσιαστής και να τον τιμά η «νόμιμη» κοινωνία του υποκόσμου, η Κόζα Νόστρα.
Ωστόσο όταν πλέον η Μαφία συγκεντρώνει την προσοχή με τη δραστηριότητά της στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, δεν δέχεται να συνεχίσει το «έργο» του. Αποφασίζει να αποσυρθεί και δίνει τη σκυτάλη στον γιο του, ο οποίος ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, για να μη γίνει ποτέ γερουσιαστής. Ο Κόπολα, ο οποίος ήταν μόλις 31 ετών όταν γύρισε τον «Νονό», δεν παρουσιάζει μόνο την ιστορία της πτώσης ενός από τους ισχυρότερους αρχηγούς της Κόζα Νόστρα και την άνοδο του γιου του αλλά αφηγείται και μια οικογενειακή ιστορία δίνοντας έμφαση στη σχέση του πατέρα με τους γιους του, στην ανάγκη του να διατηρήσει την οικογένεια ενωμένη σαν γροθιά, κάτι που, απ’ ό,τι φαίνεται, οι νέοι καιροί δεν επιτρέπουν.
Στον Βίτο Κορλεόνε θα βρει κανείς τα καλά στοιχεία παλαιότερων κινηματογραφικών ηρώων του Μπράντο, από τη φυσική άνεση του ηγέτη Εμιλιάνο Ζαπάτα που είχε καλλιεργήσει στο «Βίβα Ζαπάτα» του Ελία Καζάν ως τη δύναμη του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο πόθος» του ίδιου σκηνοθέτη. «Ολοι φέρουμε μέσα μας σπόρους οποιουδήποτε χαρακτήρα πρόκειται να υποδυθούμε» είχε πει ο Μπράντο σε συνέντευξή του στο «Newsweek» την εποχή που ο «Νονός» διανεμόταν στις αμερικανικές αίθουσες. «Ολοι διασκεδάζουμε με το φάσμα των ανθρώπινων συγκινήσεων. Σε γενικές γραμμές η ηθοποιία είναι κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν μπορούν να κάνουν, αν και στην πραγματικότητα όλοι, από το πρωί ως το βράδυ, είμαστε ηθοποιοί. Οι απλοί άνθρωποι όταν θέλουν να κρύψουν κάτι γίνονται ηθοποιοί».
Η άποψη του Μπράντο


«Δεν νομίζω ότι πρόκειται απλώς για μια ταινία σχετική με τη Μαφία» είχε δηλώσει ο Μπράντο. «Νομίζω ότι αναφέρεται περισσότερο στο συνεταιριστικό πνεύμα. Με κάποια έννοια, η Μαφία είναι το καλύτερο παράδειγμα καπιταλιστών που έχουμε. Ο Κορλεόνε είναι ουσιαστικά ο κοινός αμερικανός επιχειρηματίας, ο μεγιστάνας, ο οποίος προσπαθεί να κάνει ό,τι είναι καλύτερο για την ομάδα που αντιπροσωπεύει και για την οικογένειά του. Νομίζω», συνέχισε ο Μπράντο, «ότι η τακτική που ακολουθεί δεν είναι διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιεί η General Motors εναντίον του Ραλφ Νέιντερ. Σε αντίθεση με μερικούς προϊσταμένους μεγάλων επιχειρήσεων, ο Κορλεόνε είναι νομιμόφρων και προσηλωμένος στους ανθρώπους εκείνους που τον υποστηρίζουν και ενισχύουν στην υπόθεσή του, και τους φροντίζει με τον δικό του τρόπο».
Για τον Μπράντο ο Βίτο Κορλεόνε είναι «ένας άνθρωπος με βαθιές αρχές», επομένως εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς κάνει τόσα εγκλήματα. «Αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση κάνει το ίδιο πράγμα για λόγους που δεν είναι διαφορετικοί από εκείνους της Μαφίας» απάντησε στο ερώτημα που έθεσε ο ίδιος ο ηθοποιός. «Οι μεγάλες επιχειρήσεις μάς σκοτώνουν συνεχώς, με τα αυτοκίνητα, τα τσιγάρα και τη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Φυσικά, το γνωρίζουν».

«Οι γκάνγκστερ είναι ζώα!»
Ο Φράνσις Κόπολα εργάστηκε πολύ σκληρά μέσα στην ιταλική παροικία για να παρατηρήσει τη συμπεριφορά των Ιταλών, τις κινήσεις και τις εκδηλώσεις τους ώστε οι χαρακτήρες να αγγίξουν την τελειότητα. Ωστόσο ήταν ο Μπράντο που πίεσε τον Κόπολα να δει την ταινία ως μια αλληγορία της συνεταιρικής Αμερικής. «Μπράντο, είσαι απίστευτος» του είπε στο τέλος «και σε θαυμάζω. Θα ήθελα να συνεργαστώ ξανά μαζί σου». Πράγμα που έγινε μερικά χρόνια αργότερα στην ακόμη δυσκολότερη εμπειρία του «Αποκάλυψη τώρα!».
Ωστόσο ο Κόπολα δεν θέλει πλέον να μιλάει για τον «Νονό». Οταν το 2009 τον είχα συναντήσει στην Ελλάδα με αφορμή την πρεμιέρα του «Tetro», του ζήτησα την άδεια να του κάνω μια ερώτηση για τη διασημότερη ταινία του. Εκείνος μου την έδωσε μεν, σημειώνοντας όμως (κάπως ενοχλημένος) ότι βρισκόταν στην Ελλάδα για το «Tetro». Η ερώτηση ήταν αν όντως ίσχυε η φήμη ότι ο «Νονός» δεν του έχει αφήσει καλές αναμνήσεις. Και αν ναι, γιατί; «Εκανα τον «Νονό» όταν ήμουν 31 ετών και –το έχω ξαναπεί –ήταν μια φρικτή εμπειρία» απάντησε ο Κόπολα. «Θαύμαζα τον Μάριο Πούζο που είχε γράψει το μυθιστόρημα, αλλά από εκεί και πέρα παντού υπήρχαν προβλήματα. Δεν άρεσε ο τρόπος με τον οποίο έφτιαχνα την ταινία, δεν άρεσαν οι ηθοποιοί στο στούντιο και η ειρωνεία ήταν ότι αυτή η φρικτή εμπειρία έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες σε όλον τον κόσμο. Δεν ήθελα να κάνω δεύτερο «Νονό» γιατί δεν μου αρέσουν οι γκάνγκστερ. Τους βαριέμαι, δεν τους θαυμάζω, τους θεωρώ ζώα».

πότε & πού:

Ο «Νονός» προβάλλεται στις αίθουσες της Αθήνας ΘΗΣΕΙΟΝ – ΡΙΒΙΕΡΑ – ΕΛΛΗΝΙΣ και ΚΟΡΑΛΙ ΣΑΡΩΝΙΔΑΣ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ