«Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τη ιστορική ονομασία άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών». Με την φράση αυτή στο κείμενο για τις σχέσεις με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο επιτυγχάνεται η ομοφωνία που είναι απαραίτητη για την λήψη αποφάσεων της Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τη ιστορική ονομασία άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών». Με την φράση αυτή στο κείμενο για τις σχέσεις με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο επιτυγχάνεται η ομοφωνία που είναι απαραίτητη για την λήψη αποφάσεων της Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Είχε προηγηθεί ένα ολονύκτιο «παζάρι» μεταξύ των Μητροπολιτών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εντάσεις ανάμεσα στους Προκαθημένους με κορυφαία στιγμή την αντιπαράθεση των Αρχιεπισκόπων Κύπρου κ. Χρυσοστόμου και Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος επέμεινε να μην αποδέχεται μέχρι και την τελευταία στιγμή τον όρο «ετερόδοξες Εκκλησίες», καθώς παρέμεινε σταθερή στη θέση της ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος σε έκτακτη συνεδρίασή της αποφάσισε ότι όπου υπάρχει ο όρος «Εκκλησία» στα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου πρέπει ν αντικατασταθούν με την φράση «Χριστιανικές κοινότητες ή ομολογίες».
Οι συνεδριάσεις συνεχίζονται και αναμένονται ν ολοκληρωθούν αργά το απόγευμα με το μήνυμα που θα απευθυνθεί από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στους Ορθόδοξους πιστούς.
Εκκλησία της Ελλάδας: Αναγνωρίζουμε μόνο την ιστορική ονομασία
Σε ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος αναφέρει ότι «Εις το ευαίσθητον κείμενον το οποίο αφορούσε τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στοιχούσα το πνεύμα της Ιεραρχίας, προέτεινε εις την παράγραφον 6η αντί του: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», το «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», με αποτέλεσμα να υπάρξει πλήρης αποδοχή της προτάσεως και να επέλθει ομοφωνία».
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση «ο Μακριώτατος παρουσιάζοντας την πρόταση δήλωσε τα εξής: «Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουμε μία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνομασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Όχι μόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς μέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται μέ πολύ σαφή τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».