Από το 2009 και μετά η Ευρωπαϊκή Ενωση βρέθηκε πολλές φορές κοντά στο ατύχημα. Το απέφυγε, αρκετές φορές, την ύστατη ώρα. Η Ελλάδα υπήρξε, τις περισσότερες φορές, η αιτία της αστάθειας στην ευρωζώνη και πέραν αυτής. Πλέον όμως τα ψέματα τελείωσαν. Η ψήφος των Βρετανών για έξοδο από την ΕΕ μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα συνταρακτικών εξελίξεων με απρόβλεπτες προεκτάσεις.
Η Ενωμένη Ευρώπη εισέρχεται σε αχαρτογράφητα ύδατα, σε μια περίοδο που ο λαϊκισμός, εκ δεξιών αλλά και εξ αριστερών, φουντώνει, το Προσφυγικό δεν έχει ελεγχθεί, η ευρωζώνη αγκομαχά και η γεωπολιτική γειτονιά (προς Νότο αλλά και προς Ανατολάς) έχει περιπέσει σε άνευ προηγουμένου αστάθεια. Ολα αυτά την ίδια στιγμή που οι διαδικασίες για την αποχώρηση ενός κράτους-μέλους χώρας τροφοδοτούν την αβεβαιότητα και η Βρετανία βυθίζεται σε μια εσωτερική πολιτική κρίση που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε γεωγραφικό ακρωτηριασμό με την πιθανή αποχώρηση Σκωτίας ή και Βορείου Ιρλανδίας.
Ωρα για κρίσιμες αποφάσεις στην ΕΕ


Ο Ντέιβιντ Κάμερον θα μείνει στην Ιστορία ως ο βρετανός πρωθυπουργός που έβγαλε τη χώρα του από την ΕΕ και ενδεχομένως οδηγήσει στη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου με μια πιθανή απόσχισης της Σκωτίας ή ακόμη και της Βόρειας Ιρλανδίας. Επέλεξε να λύσει ένα εσωτερικό του πρόβλημα μεταθέτοντάς το, μέσω δημοψηφίσματος, στην ΕΕ –κίνηση που μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη του Αλέξη Τσίπρα πέρυσι το καλοκαίρι. Η Αθήνα δεν μπορεί να εθελοτυφλεί για τις άμεσες ή μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις, αρχικά στην οικονομία (στον τουρισμό ή στην έλευση επενδυτικών κεφαλαίων). Οι εύκολες αναλύσεις περί «απάντησης στη λιτότητα» και για την ανάγκη καλλιέργειας «κουλτούρας διαλόγου» δεν μπορούν να καλύψουν την πλήρη απουσία της χώρας μας από κάθε επίπεδο συζήτησης για το Brexit –με την ηγεσία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας μας στην ΕΕ αλλά και την κυβέρνηση σε ρόλο απόλυτου θεατή…
Ωστόσο η ΕΕ βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια ιστορική στιγμή που απαιτεί κρίσιμες αποφάσεις. Υπάρχουν σοβαρά ερωτηματικά όμως για το αν υπάρχουν τα αποθέματα πολιτικής βούλησης να μάθει από το Brexit και να αλλάξει. Σύμφωνα με τον Γιάννη Εμμανουηλίδη, διακεκριμένο αναλυτή του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής (European Policy Center –EPC) στις Βρυξέλλες, «δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Το πρώτο», εξηγεί στο «Βήμα», «σχετίζεται με την επίδραση του Brexit στα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Αναμφίβολα, οι δεξιοί λαϊκιστές θα χτυπήσουν ανελέητα το κατεστημένο και το μήνυμα θα είναι ότι δεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη. Το δεύτερο ερώτημα αφορά την ίδια τη Βρετανία; Πώς θα είναι η κατάσταση εκεί π.χ. σε έναν χρόνο από σήμερα; Αν η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί, τότε τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Αν όμως έχει αποσχιστεί η Σκωτία, τότε ουδείς θα μπορεί να πει ότι κέρδισε» καταλήγει.
Ηδη αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και το Κόμμα της Ελευθερίας του Χερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, έσπευσαν να ζητήσουν δημοψηφίσματα και για τις δικές τους χώρες. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που δημοσκοπικά ανεβαίνει συνεχώς. Παραμένει επίσης άγνωστο το πώς θα αντιδράσουν κράτη στα οποία επικρατεί έντονος ευρωσκεπτικισμός, όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Αυστρία, ακόμη και η Δανία. Το αντιευρωπαϊκό κλίμα, που κατεγράφη και στην πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Pew, λειτουργεί ανασταλτικά και στην ανάληψη μειζόνων πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε επίπεδο ευρωζώνης.
Εντονη αμηχανία και ανησυχία κυριάρχησαν και στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή στο Λουξεμβούργο. Η αντίδραση των αγορών έχει επιδράσει καταλυτικά στους υπολογισμούς όλων. Σύμφωνα με ευρωπαίο διπλωμάτη με γνώση των διαμειφθέντων, ο βρετανός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Ντέιβιντ Λίντιγκτον βρέθηκε στο στόχαστρο διότι απέφυγε να πει οτιδήποτε σχετικά με το πότε θα κατατεθεί επισήμως το αίτημα αποχώρησης. Ο γερμανός ομόλογός του Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ συνέστησε ψυχραιμία, ενώ αυστηρός έναντι του Λονδίνου υπήρξε ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Μαρκ Ερό. Ο Πάολο Τζεντιλόνι, ο επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας, επεσήμανε την ανάγκη να αποφευχθεί η ακινησία, ενώ ο πολωνός ομόλογός του Βίτολντ Βαστσικόφσκι είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ευτυχώς υπάρχει το ΝΑΤΟ.
Η Ανγκελα Μέρκελ προσπάθησε να εμφυσήσει ψυχραιμία στις πρώτες δηλώσεις της μετά το κακό αποτέλεσμα. Πιστή στην πάγια τακτική της, η γερμανίδα καγκελάριος δεν θα βιαστεί. Κάλεσε ήδη για συνομιλίες στο Βερολίνο τη Δευτέρα τον Φρανσουά Ολάντ, τον Ματέο Ρέντσι και τον Ντόναλντ Τουσκ. Σκοπός είναι να βρεθεί μια κοινή γραμμή των «27» στη Σύνοδο Κορυφής στις 28 και 29 Ιουνίου. Ψήφισμα αναμένεται να υιοθετήσει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε έκτακτη σύνοδο της Ολομέλειάς του το πρωί της Τρίτης. Στο Προσχέδιό του καθίσταται σαφής η πίεση να κινηθούν τάχιστα οι διαδικασίες αποχώρησης της Βρετανίας.
Φόβοι για νομικό χάος στη Βρετανία


Την ίδια στιγμή, η απεμπλοκή της Βρετανίας από το δίχτυ της κοινοτικής νομοθεσίας θα πάρει χρόνια και σύμφωνα με νομικούς κύκλους μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνταγματικές περιπλοκές. Η έξοδος από την ΕΕ σημαίνει ότι πρέπει να αρθεί η ισχύς του Νόμου για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες του 1972, που αποτελεί τον αγωγό μεταφοράς του Κοινοτικού Δικαίου στη βρετανική έννομη τάξη. Οι οπαδοί της αποχώρησης είχαν προτείνει την άμεση υιοθέτηση νομοθεσίας που θα περιορίζει την ισχύ των αποφάσεων των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, αλλά και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων.
Το πρόβλημα είναι ότι η κοινοτική νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει ως και την τυπική αποχώρηση, κάτι που όλοι οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών με έμφαση τόνισαν. Αυτό σημαίνει ότι το Λονδίνο θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπο με μια πιθανή προσφυγή στο Δικαστήριο της ΕΕ, π.χ. έπειτα από πρωτοβουλία της Κομισιόν.
Το χάος κρύβεται πίσω από το γεγονός ότι ο νόμος αυτός έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία που παραχωρεί εξουσίες στην Ουαλία, στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η σχετική νομοθεσία για τη Σκωτία προβλέπει ότι όσοι νόμοι του σκωτσέζικου Κοινοβουλίου δεν είναι συμβατοί με την κοινοτική νομοθεσία δεν συνιστούν νόμους.
Η αντίδραση των ΗΠΑ και η γερμανική απροθυμία


Η Ουάσιγκτον υπήρξε καθησυχαστική στις πρώτες αντιδράσεις της στο Brexit. Μπορεί ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν να παραδέχθηκε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ήθελαν οι Αμερικανοί, αλλά ο Μπαράκ Ομπάμα αναφέρθηκε στη Βρετανία και στην ΕΕ ως «αναντικατάστατους εταίρους», ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Aντονι Μπλίνκεν είπε ότι οι ΗΠΑ θα συνεργαστούν «πολύ στενά και προσεκτικά» και με τους δύο ώστε η διαδικασία του διαζυγίου να εξελιχθεί ήπια.
Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία είναι δεδομένα. Η ΕΕ θα χάσει τη χώρα με τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό, που διατηρεί και θέση μονίμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παράλληλα, θα φύγει μια χώρα που ασπάζεται την ελεύθερη οικονομία, πλήγμα σοβαρό και για το Βερολίνο αλλά και για την Ουάσιγκτον, που θα επηρεάσει τις συνομιλίες για τη διατλαντική συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων (ΤΤΙΡ). Και αναμφίβολα, η πλάστιγγα ισχύος θα κλίνει προς τη Βόρεια Ευρώπη, με τη Γερμανία να αναδεικνύεται σε ρόλο ηγεμόνα, έστω και απρόθυμου.

ΝΕΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Εντονη αμηχανία και ανησυχία κυριάρχησαν και στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή στο Λουξεμβούργο. Η αντίδραση των αγορών έχει επιδράσει καταλυτικά στους υπολογισμούς όλων.

Αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και το Κόμμα της Ελευθερίας του Χερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, έσπευσαν να ζητήσουν δημοψηφίσματα και για τις δικές τους χώρες.

Η Aνγκελα Μέρκελ προσπάθησε να εμφυσήσει ψυχραιμία στις πρώτες δηλώσεις της μετά το κακό αποτέλεσμα. Πιστή στην πάγια τακτική της, η γερμανίδα καγκελάριος δεν θα βιαστεί.

Η απεμπλοκή της Βρετανίας από το δίχτυ της κοινοτικής νομοθεσίας θα πάρει χρόνια και σύμφωνα με νομικούς κύκλους μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνταγματικές περιπλοκές.

Νομικές περιπλοκές, πολιτικές προκλήσεις
Η διάσταση Βρυξελλών – Λονδίνου για το αίτημα αποχώρησης και οι ενδοιασμοί του Βερολίνου
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ απάντησε το μεσημέρι της Παρασκευής με ένα ξερό «Οχι» και αποχώρησε από την αίθουσα Τύπου του κτιρίου Berlaymont, έδρας της Κομισιόν, όταν ρωτήθηκε αν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος θα επηρεάσει την ενότητα της ΕΕ. Ηταν ένα ισχυρό συμβολικό μήνυμα, αλλά δεν θα είναι από μόνο του αρκετό. Ο πρόεδρος της Επιτροπής είχε ξεκαθαρίσει νωρίτερα, διαβάζοντας την κοινή δήλωση που εξέδωσε μαζί με τους Ντόναλντ Τουσκ, Μάρτιν Σουλτς και Μαρκ Ρούτε, ότι αναμένει «το συντομότερο δυνατόν» την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας διότι «κάθε καθυστέρηση θα παρέτεινε αδικαιολόγητα την αβεβαιότητα». Είχε επίσης ξεκαθαρίσει ότι «δεν θα υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση» της συμφωνίας του περασμένου Φεβρουαρίου.

Η καθυστέρηση στη διαδικασία ενεργοποίησης του Αρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που συνιστά το νομικό πλαίσιο για την αποχώρηση ενός κράτους-μέλους από την ΕΕ, θα μπορούσε να είναι παραλυτική. Ουδείς στις Βρυξέλλες θέλει να σκέφτεται ότι θα πρέπει να περιμένει ως τον Οκτώβριο προκειμένου οι Συντηρητικοί να επιλέξουν νέο πρωθυπουργό που θα υποβάλει τότε το αίτημα αποχώρησης. Αυτή όμως φαίνεται να είναι η πρόθεση του Μπόρις Τζόνσον και των υπολοίπων μελών του στρατοπέδου του «Leave».
Οι νομικές υπηρεσίες της ΕΕ έχουν εξετάσει σενάρια επίσπευσης της διαδικασίας. Ευρωπαίος διπλωμάτης έλεγε στο «Βήμα» πριν από το δημοψήφισμα ότι «η λήψη πολιτικής απόφασης για την αποχώρηση χωρίς επίσημο αίτημα θα πρέπει να αποκλείεται». Κρίσιμο είναι επίσης το ερώτημα αν η συμφωνία-διαζύγιο θα συζητηθεί παράλληλα με μία νέα εμπορική συμφωνία ή χωριστά. Αλλοι θεωρούν ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί η ενημέρωση του Ντέιβιντ Κάμερον για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Σύνοδο Κορυφής ως επαρκής για να αρχίσει η διαδικασία του άρθρου 50. Εναλλακτικά, νομικοί κύκλοι εντός ΕΕ φέρονται να έχουν σκεφτεί την αναστολή των δικαιωμάτων της Βρετανίας εντός της Ενιαίας Αγοράς. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την ενεργοποίηση του άρθρου 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας που αφορά υποθέσεις παραβίασης του κράτους δικαίου –μία επιλογή μάλλον αμφιλεγόμενη.
Είναι προφανές ότι το Βερολίνο δεν θέλει να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα παρά την απογοήτευσή του. Η ανάληψη της ηγεσίας της ΕΕ φαντάζει πολύ βαριά για τους ώμους της Γερμανίας που προτιμά να κινηθεί συλλογικά. Σύμφωνα όμως με την Ντανιέλα Σβάρτσερ, της δεξαμενής σκέψης The German Marshall Fund of the United States, «πρέπει να πρυτανεύσει ο πραγματισμός στις σχέσεις με τη Βρετανία». Αναμφίβολα όμως, η καγκελάριος Μέρκελ «θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι δύο πυρήνες της ΕΕ, η ευρωζώνη και η Ενιαία Αγορά, θα αντέξουν και ότι οι θεσμοί της ΕΕ θα γίνουν πιο αξιόπιστοι, διαφανείς και νομιμοποιημένοι».
Στο Παρίσι, η πεποίθηση είναι ότι πρέπει να σταλεί ένα ισχυρό μήνυμα στο Λονδίνο για να συνετιστούν οι υπόλοιποι. Στο παρασκήνιο συζητούνται επίσης ορισμένες πρωτοβουλίες σε επίπεδο «27», όπως στην εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια ή στην εξωτερική πολιτική και στην άμυνα, ακόμη και στις επενδύσεις. Διάθεση όμως να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε επίπεδο ευρωζώνης δεν υπάρχει εν όψει και των εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία το 2017.
Τεράστιας σημασίας θα είναι η νέα εμπορική σχέση ΕΕ – Βρετανίας, καθώς το 45% των βρετανικών εξαγωγών κατευθύνεται στην ΕΕ και παράλληλα το 53% των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προέρχεται από εκεί.
Η πρώτη και πλέον προβεβλημένη επιλογή είναι το επονομαζόμενο «νορβηγικό μοντέλο». Η Βρετανία θα μπορούσε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση Ελευθέρου Εμπορίου (EFTA) και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Περιοχή (EEA). Μία τέτοια επιλογή θα διασφάλιζε την πρόσβαση της Βρετανίας στην Ενιαία Αγορά. Ωστόσο, ανακύπτουν δύο ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι θα πρέπει να αποδεχθεί μεγάλο μέρος της κοινοτικής νομοθεσίας, άρα και της ελεύθερης κυκλοφορίας που αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους οπαδούς της εξόδου. Το δεύτερο είναι όμως, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «ότι οι Βρετανοί θα πρέπει να πληρώσουν, συνεισφέροντας πλήρως στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Διαφορετικά, θα ανακύψει ηθικός κίνδυνος».
Αλλη επιλογή είναι το «μοντέλο Ελβετίας» που απαιτεί υπογραφή διμερούς εμπορικής συμφωνίας. Αυτή θα είναι πολύχρονη, ενώ επίσης θα συνδέεται με συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Υπάρχει επίσης το «τουρκικό μοντέλο» που θα αφορούσε την ένταξη της Βρετανίας σε τελωνειακή ένωση με την ΕΕ. Αυτή η επιλογή θα προσφέρει μόνο περιορισμένη πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά και ελάχιστη επιρροή στη λήψη αποφάσεων. Το ενδεχόμενο να ακολουθηθεί το μοντέλο της Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας με τον Καναδά μοιάζει περίπλοκο, ενώ τέλος υπάρχει το σενάριο να ακολουθηθούν οι κανόνες του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου. Αυτό σημαίνει ότι το Λονδίνο θα πρέπει να συνάψει νέες συμφωνίες με 53 κράτη με τα οποία σήμερα έχει εμπορικές σχέσεις μέσω ΕΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ