Η διαδικασία της αναγνώρισης δύο κατηγορουμένων από τον αυτόπτη μάρτυρα και προσωπικό φίλο του Παύλου Φύσσα, Νίκο Μαντά έδωσε το στίγμα της σημερινής (Παρασκευή) ακροαματικής διαδικασίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής στον Κορυδαλλό. Ο μάρτυς αναγνώρισε συγκεκριμένα τους κατηγορούμενους Αναστάσιο Μιχάλαρο και Ιωάννη Αγγο.
Η πρόεδρος κυρία Μαρία Λεπενιώτη, αφού εξέτασε τον κ. Μαντά, τον κάλεσε να αναγνωρίσει πρόσωπα από εκείνη τη βραδιά, ανάμεσα στους κατηγορούμενους. Οι τελευταίοι σηκώθηκαν, αραίωσαν ώστε να μην στέκονται κολλητά ο ένας στον άλλον, άλλαξαν θέσεις. Η αίθουσα, άλλαξε όψη μεμιάς: συνήγοροι υπεράσπισης, και Πολιτικής Αγωγής, σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, μέλη του ακροατηρίου προσπαθούσαν να δουν ποιους δείχνει ο μάρτυς. Η μητέρα του Παύλου Φύσσα ήταν όρθια κι αυτή, στην τελευταία σειρά της αίθουσας, με πρόδηλη την αγωνία στο πρόσωπο της. Επικρατούσε πρωτόγνωρη σιγή.
«Είναι πολύ σημαντικό, κύριε Μαντά, για ό,τι πείτε πρέπει να είστε ασφαλής», του είπε η κυρία Λεπενιώτη.
Μάρτυς: Ο κύριος (δείχνοντας τον Μιχάλαρο, ο οποίος προχώρησε κοντά στο βήμα).
Μάρτυς: Είναι ο άνθρωπος που είδα προτού μπω στο μαγαζί, με το τατουάζ.
Πρόεδρος: Κοιτάξτε καλά, κατεβείτε, περπατήστε ανάμεσα τους.
Μάρτυς: Ο κύριος (δείχνοντας τον Αγγο).
Μάρτυς: Ηταν ένας από αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο Κοράλλι.
Αφού ο κ. Μαντάς αναγνώρισε και τον Γιώργο Ρουπακιά (τον οποίο όμως είχε δει μόνο στο αστυνομικό τμήμα μετά τη δολοφονία), η πρόεδρος επέμεινε: «δεν αναγνωρίζετε, σίγουρα, κανέναν άλλον;»
Υπεράσπιση : Το έχει πει τρεις φορές…
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Μαντάς είναι ένας εξ αυτών που δέχθηκαν επίθεση κατά την πρώτη ημέρα της δίκης της Χρυσής Αυγής, έξω από τη δικαστική αίθουσα στον Κορυδαλλό. Το γεγονός, που τον οδήγησε στο νοσοκομείο, κατέθεσε αναλυτικά στο δικαστήριο.
Τα «κοιτάγματα» και τα «τηλεφωνήματα»
Ο μάρτυς, ανεβαίνοντας στο βήμα, έπιασε το νήμα από τη συνάντησή του με τον Παύλο Φύσσα.
«Βρεθήκαμε γύρω στις 9 το βράδυ», είπε ο κ. Μαντάς, περιγράφοντας πώς πήγε στο «Κοράλλι» για να δει μαζί με τους άλλους της παρέας, το ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Στάθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στο άτομο που είχε δει έξω από την καφετέρια : το είχα ξαναδεί σε ένα βιντεάκι με χρυσαυγίτες, είχε κοντό μαλλί, φορούσε μαύρη αμάνικη μπλούζα, φαινόταν ένα τατουάζ στο δεξί του μπράτσο, Μαίανδρος ήτανε. Από το τατουάζ σιγουρεύτηκα ότι ήταν αυτός που είχα δει στο βίντεο.
Ήμασταν εφτά η οκτώ. Απέναντι ήταν μια παρέα με τρία άτομα. Έπεσαν κάτι κοιτάγματα και τηλεφωνήματα… Με προβλημάτισαν όλα αυτά.
Σηκωθήκανε να φύγουνε προτού τελειώσει το παιχνίδι, εμείς μετά, μόλις τελείωσε.
Έξω περίμεναν κι άλλοι (…) βγήκαμε από το μαγαζί, επτά με δέκα πρέπει να ήταν αυτοί. Κρατούσαν κάτι, σαν ξύλα, σαν λοστούς, σαν ρόπαλα. Φορούσαν γάντια δερμάτινα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, αν θα φύγουμε η όχι, κανένα δεκάλεπτο πρέπει να μείναμε εκεί πέρα.
Έφυγε ένας από την παρέα μας με ταξί (…) Ήταν κι ένας τύπος, έλεγε ότι ήταν αστυνομικός, μιλούσε και με τις δυο πλευρές. Είχαν ήδη φτάσει δυο μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ.
Έφτασαν κομβόι, επτά – οκτώ -μπορεί και παραπάνω – μηχανάκια, σταμάτησαν εκεί που ήταν η ομάδα ΔΙΑΣ. Μου έδωσαν όλα αυτά την εντύπωση ότι συγκροτείται μια ομάδα, για μια επίθεση…»
Απαντώντας σε ερώτηση της προέδρου κυρίας Μαρίας Λεπενιώτη, ο μάρτυς κατέθεσε ότι οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να τους βρίζουν και να τους προκαλούν, με το που επεχείρησαν να διασχίσουν την Τσαλδάρη. «Μπορώ πλέον να πω ότι ήταν πάνω από 35 – 40», εκτίμησε, ενώ ομολόγησε ότι τον κατέκλυσε φόβος και αποσπάστηκε από την παρέα Φύσσα μαζί με άλλους τρεις.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι ήταν ένας από αυτούς που συνέλαβε λίγο αργότερα η αστυνομία. «Μας έβαλαν χειροπέδες, μας γδύσανε, από πάνω ως κάτω. Εκείνη την ώρα, στο τμήμα, μάθαμε ότι κάποιος μαχαιρώθηκε στην καρδιά… Ήταν ένας κύριος εκεί που μας ρωτούσε για το τι έγινε. (…) Ήμασταν μαζί με τον Ρουπακιά, κρατούσε κινητό. Όταν περιγράφαμε αυτούς που μας επιτέθηκαν, μας είπε: «φοράω κι εγώ αρβυλάκια, ελπίζω να μη με περνάτε για ύποπτο». Με τα τηλέφωνα επικοινωνήσαμε ενώ ακόμη ήμασταν στο τμήμα με την κοπέλα του Παύλου του Σεϊρλή, και μάθαμε ότι ο Παύλος πέθανε».
Υβρεις και κατάρες από τη Μάγδα Φύσσα
Με ύβρεις και κατάρες «υποδέχθηκε» η μητέρα του Παύλου Φύσσα, Μάγδα, και συγγενείς του, τον Γιώργο Ρουπακιά, δράστη της δολοφονίας στο Κερατσίνι τον Σεπτέμβριο του 2013, στη δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού, πρώτη φορά ύστερα από την αποφυλάκιση του.
Καθώς το δικαστήριο έχει κάνει δεκτό το αίτημα της Πολιτικής Αγωγής, για λογαριασμό της οικογένειας Φύσσα, να είναι παρόντες οι 18 κατηγορούμενοι – εμπλεκόμενοι στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (για τη διαδικασία της αναγνώρισης), 17 από αυτούς εμφανίστηκαν στο εδώλιο (απουσιάζει για λόγους ασθενείας ο Δήμου) και η έκρηξη της οικογένειας του θύματος δεν άργησε…
Οι συνήγοροι τους έκαναν πάντως σαφές ότι η συστηματική παρουσία των κατηγορουμένων στο δικαστήριο θα προκαλούσε προβλήματα στις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους, αναφέροντας και ποιες είναι αυτές. Ο Πατέλης, πυρηνάρχης στη Νίκαια, εργάζεται για παράδειγμα ως ελαιοχρωματιστής ενώ ο Τσακανίκας διατηρεί πάγκο ως μικροπωλητής σε λαϊκή.