Σαν βόμβα έσκασε σε ολόκληρο τον κόσμο η είδηση της στυγερής δολοφονίας της Αγγλίδας βουλευτού των εργατικών.
Μία νέα γυναίκα χάνει άδικα και απάνθρωπα της ζωή της γ’ αυτά που πιστεύει, δύο μικρά παιδιά χάνουν τη μητέρα τους κι ένας σύζυγος τη γυναίκα του, μια εκλογική περιφέρεια χάνει τη βουλευτή της και, ταυτόχρονα, το πιο κρίσιμο δημοψήφισμα στη μεταπολεμική Ευρώπη χάνει την αυθεντικότητα και τον προσανατολισμό του: οι Βρετανοί δεν χάνουν ούτε την ψυχραιμία τους ούτε μπερδεύονται εύκολα, όμως, από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι ουδείς μπορεί να μετρήσει την πραγματική επίδραση που θα έχει αυτό το φρικτό έγκλημα στο δημοψήφισμα της ερχόμενης Πέμπτης για την παραμονή ή μη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εξίσου βέβαιο είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ το πώς φτάσαμε σε αυτό το έγκλημα. Το τι ήταν εκείνο που όπλισε πραγματικά το χέρι του δολοφόνου…
Την ίδια ώρα που ο κόσμος συγκλονιζόταν από τον φόνο της Κοξ, στην Ελλάδα ο Τσίπρας κήρυξε «πανστρατιά για την ανάπτυξη».
Είναι προφανές ότι ο άνθρωπος έχει υιοθετήσει ένα νέο μοντέλο πολιτικής που βασίζεται στο ότι κάνει ότι δεν θυμάται τίποτα, ότι δεν ακούει, ότι δεν βλέπει, αλλά και ότι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.
Με άλλα λόγια, λειτουργεί στο απόλυτο κενό, εξωπραγματικά, εκεί που τίποτα δεν έχει πραγματική αξία, σε έναν κόσμο που μετράνε μόνον τα λόγια κι όχι η πραγματικότητα. Εκεί που η δημαγωγία κάνει τη νύχτα μέρα.
Πράγματι την κάνει. Ακόμα. Είναι μια τέχνη κι αυτή, μεγάλη.
Αλλά έχει περιορισμένο ορίζοντα.
Ο Τσίπρας κάνει πολιτικά ότι ακριβώς έκανε το διαβόητο «νερό του Καματερού» – θεράπευε κάθε ασθένεια.
Και οι άνθρωποι πίστευαν. Και έτρεχαν, μέσα στην απελπισία τους, να το αγοράσουν.
Μέχρι που, ένα πρωί, κατάλαβαν.
Και δεν πίστευαν πια.
Αυτό το πρωί, θα έρθει και για τον Τσίπρα και την παρέα του.
Και θα έρθει σύντομα…