Σχέδιο που φέρεται να αναπαριστά τον θρόνο και τη θέση του θραύσματος σε αυτόν
Ο κ. Μαγγίδης αναφέρθηκε στην αρχαιολογική ανακάλυψη και την ταύτιση του ευρήματος με τον ανακτορικό θρόνο των Μυκηνών.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Μαγγίδης αναφέρθηκε στον τόπο εύρεσης και τις τοπογραφικές ενδείξεις, στην ομοιότητα του ευρήματος με τον θρόνο της Κνωσού, στα μορφολογικά στοιχεία, τη μελέτη των ιχνών πρόσκρουσης, στο υλικό κατασκευής, σημειώνοντας ότι «σύμφωνα με τις συνδυαστικές ενδείξεις το θραύσμα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από κάθισμα και το κάθισμα που βρίσκεται κάτω από το ανάκτορο των Μυκηνών είναι θρόνος».
Όσο για τον όρο «θρόνος του Αγαμέμνονα», λέει ότι χρησιμοποιήθηκε όπως χρησιμοποιούνται όροι όπως «ανάκτορο του Νέστωρα».
«Ο τόπος συνδέεται με την αρχαιολογία και τον μύθο» είπε και σημείωσε ότι το εύρημα προέρχεται από την τελευταία φάση της μυκηναϊκής περιόδου. «Οι τελευταίοι βασιλείς (Αγαμέμνονας ή άλλοι) των Μυκηνών κάθονταν εκεί» πρόσθεσε.
Το χρονικό της αρχαιολογικής ανακάλυψης
Στις 12 Ιουνίου 2014, κατά τη διάρκεια παλαιο-υδρολογικών μετρήσεων στην κοίτη και τις όχθες του Χάβου στα πλαίσια της συστηματικής γεωφυσικής έρευνας στην Κάτω Πόλη των Μυκηνών, εντοπίσθηκε από μέλη της επιστημονικής ομάδος του καθηγητή μεγάλο θραύσμα ογκώδους λίθου, το οποίο αφού φωτογραφήθηκε και μετρήθηκε επί τόπου, μεταφέρθηκε στο Μουσείο Μυκηνών για να μελετηθεί.
Το εύρημα είχε διαστάσεις 50 εκατοστών (ύψος χωρίς την πλάτη), περίπου 50 εκ. μήκος, 70 εκ. πλάτος με βύθισμα έδρας μεγίστου βάθους 3 εκατοστών. Ο καθηγητής υπολογίζει ότι ο θρόνος θα είχε συνολικό βάρος άνω των 250 κιλών.
Στη διάρκεια της μελέτης τον Αύγουστο του 2015, ο καθηγητής ενημέρωσε με σύντομη έγγραφη αναφορά τον γγ της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, την έφορο αρχαιοτήτων Αργολίδας, την ηγεσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τη γενική γραμματεία του ΥΠΠΟ και τον υπουργό Πολιτισμού.
Το εύρημα εξετάσθηκε από διεπιστημονική ομάδα μελετητών επί δύο χρόνια και σύμφωνα με τον κ. Μαγγίνη αποτελεί τμήμα του θρόνου του ανακτόρου των Μυκηνών. Το εύρημα -μετά την παρουσίασή του στην Αθήνα- θα παρουσιαστεί σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και διεξοδικά σε εκτενές επιστημονικό άρθρο σε διεθνές αρχαιολογικό περιοδικό (μέσα στο 2017).
Τα στοιχεία που το ταυτίζουν με τον ανακτορικό θρόνο
Σύμφωνα με τον κ. Μαγγίδη, ο θρόνος του ανακτόρου των Μυκηνών κατακρημνίσθηκε στον Χάβο (μαζί με μικρό τμήμα της κεντρικής κυκλικής εστίας και της μίας, της νοτιοανατολικής, εκ των τεσσάρων λίθινων βάσεων κιόνων που την περιέβαλαν), όταν κατέρρευσε το νοτιοανατολικό τμήμα του δαπέδου του μεγάρου, εξ αιτίας καταστροφικού σεισμού που έπληξε τις Μυκήνες στα τέλη του 13ου αιώνα, περί το 1200 π.Χ.
Το εύρημα το οποίο μελέτησε ο κ. Μαγγίδης εντοπίστηκε στην κοίτη του ρέματος του Χάβου, περί τα 80 μέτρα νοτίως του μυχού της ακροπόλεως των Μυκηνών που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το μυκηναϊκό ανάκτορο. Ο κ. Μαγγίδης επισήμανε ότι στην ίδια περιοχή είχε βρεθεί και περισυλλεγεί η απολεσθείσα λίθινη βάση κίονα του μεγάρου μεταξύ των ετών 1950 – 1955 από τον τότε γγ της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Α. Ορλάνδο.
Ο κ. Μαγγίδης σημείωσε ότι η μελέτη των ιχνών πρόσκρουσης, ρηγμάτων θραύσης, φθορών και διάβρωσης στο σωζόμενο τμήμα του λίθινου θρόνου καταδεικνύει πως το εύρημα κατακρημνίσθηκε από μεγάλο ύψος (περ. 70 μ) και θρυμματίσθηκε με βίαιη πρόσκρουση στο έδαφος στην κοίτη του άνω Χάβου, ενώ, στη συνέχεια, το συγκεκριμένο θραύσμα παρασύρθηκε από τα υδατορρεύματα εντός της κοίτης του χειμάρρου περί τα 35 μ έως τον δεύτερο καταρράκτη, απ’ όπου κατέπεσε στην κοίτη του κάτω Χάβου και μετακυλίσθηκε για άλλα 50 μ μέχρι την τελική του εναπόθεση επάνω σε στρώση χαλικιών και βότσαλων, μέσα σε φυσικό βύθισμα υδρολογικής λεκάνης απορροής στο βόρειο πρανές της κοίτης. Εκεί επιχώσθηκε σχετικά σύντομα από φυσικές προσχώσεις, γεγονός το οποίο προστάτευσε το θραύσμα από περαιτέρω φθορές και διαβρώσεις.
Ο καθηγητής αρχαιολογίας σημείωσε ότι το εύρημα είναι τμήμα μεγάλου λίθινου καθίσματος, η έδρα του οποίου αποτελείται από ρηχό, λειασμένο βύθισμα πλαισιωμένο από ελαφρώς υπερυψωμένο, πλατύ περιχείλωμα στις τρεις παρυφές του με την εσωτερική παρειά του περιχειλώματος ομαλά επικλινής προς το βύθισμα της έδρας και σχηματίζει ελαφρώς αποστρογγυλωμένη γωνία στο περίγραμμα.
Ο κ. Μαγγίδης είπε ότι στην άνω επιφάνεια του σωζόμενου περιχειλώματος σώζονται ζώνη διαφοροποιημένης φθοράς και διάβρωσης με ευθύγραμμα ίχνη αποκεκρουσμένης πρόσφυσης λεπτής, επίπεδης λίθινης πλάκας που προφανώς αποτελούσε το ερεισίνωτο του καθίσματος.
«Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν ασφαλή διαγνωστικά χαρακτηριστικά καθίσματος και συνδυαστικά συνηγορούν πως πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μεγάλο λίθινο θρόνο (και βεβαίως απορρίπτουν κατηγορηματικά την εκδοχή της «λεκάνης», όπως εσφαλμένα και πρόχειρα ερμηνεύθηκε από την επιτροπή Πετράκου)» σημειώνει ο κ. Μαγγίδης.
Ο καθηγητής αρχαιολογίας επικαλείται το σχήμα του περιχειλώματος, σημειώνοντας ότι είναι τυπικό για λίθινα μινωικά καθίσματα και πανομοιότυπο με αυτό του θρόνου της Κνωσού, τα ίχνη πρόσφυσης της πλάτης, το πολύ ρηχό βύθισμα της έδρας (βάθους 3 εκ. κατά 0,5 εκατοστά ρηχότερο του βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού), τη μικρή κλίση του βυθίσματος που βαθαίνει ελαφρά προς την πλάτη -κάτι που παραπέμπει σε κάθισμα και όχι σε λεκάνη.
Ως προς το υλικό κατασκευής του, ο κ. Μαγγίδης είπε ότι το εύρημα είναι κατασκευασμένο «από ντόπιο, φαιόχρωμο, ποτάμιο κροκαλοπαγές ολιγομικτικό πέτρωμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβεστολιθικό υλικό και χαμηλή περιεκτικότητα σε πυριτόλιθο και φλύσχη». Ο ίδιος σημείωσε ότι ο κροκαλοπαγής λίθος μοιάζει με αυτόν που έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλα σημεία του ανακτόρου -είναι γνώρισμα μυκηναϊκής ανακτορικής αρχιτεκτονικής του 14ου/13ου αιώνα-, αλλά είναι σχετικά μοναδικός στη σύστασή του.
«Στο σωζόμενο λίθινο θραύσμα του θρόνου διακρίνεται επιφάνεια επαφής (κλίσης 60°) ανάμεσα σε ανώτερη ιζηματογενή στρώση χονδρόκοκκης άμμου και ομοιόμορφων μικρών βότσαλων και σε κατώτερη στρώση ανομοιόμορφων αποστρογγυλευμένων, ελλειψοειδών ή πεπλατυσμένων, ποτάμιων εγκλεισμάτων. Η απόκλιση της επιφάνειας επαφής των δύο ιζηματογενών στρώσεων από τους βασικούς άξονες του αντικειμένου υποδηλώνει πως ο θρόνος λαξεύθηκε πιθανώς από ογκόλιθο αποκολλημένο από τον φυσικό βράχο, και μάλλον όχι από πέτρωμα λατομείου» αναφέρει ο καθηγητής, σημειώνοντας ότι ο λίθινος θρόνος από ντόπιο πέτρωμα θα έδινε την εντύπωση «της φυσικής προέκτασης του βράχου των Μυκηνών μέσα στην αίθουσα του ανακτόρου».
Σύμφωνα με τον κ. Μαγγίδη «ο ίδιος συνδυασμός κροκαλοπαγούς ασβεστόλιθου ή αμυγδαλίτη λίθου με πρασινωπό μάρμαρο ή σερπεντίνη λίθο χρησιμοποιήθηκε κατά την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αιώνα πΧ) όχι μόνον για τον βασιλικό θρόνο των Μυκηνών (εφόσον η διακοσμημένη βάση από πρασινωπό σερπεντίνη όντως συνδέεται με τον θρόνο), αλλά και για τη διακόσμηση προσόψεων βασιλικών θολωτών τάφων στις Μυκήνες (π.χ. Θολωτός Ατρέως) και τη βάση του θρόνου του ανακτόρου της Τίρυνθας».
Αναλογίες με τον θρόνο της Κνωσού
Ο κ. Μαγγίδης σημειώνει ότι ο θρόνος των Μυκηνών είναι πιο ογκώδης από εκείνον της Κνωσού, αλλά ότι η αναλογία μήκους/πλάτους είναι ακριβώς η ίδια (0,71) και για τους δύο θρόνους.
Παράλληλα, ότι το βύθισμα της έδρας του θρόνου των Μυκηνών παρουσιάζει μικρή κλίση που βαθαίνει ελαφρά προς την πίσω πλευρά της πλάτης (ακριβώς όπως του θρόνου της Κνωσού), όπου και έχει μέγιστο βάθος 3 εκ. (μόνον 0,5 εκ. ρηχότερο του αντίστοιχου βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού).
Σημειώνει, επίσης ότι το μήκος του βυθίσματος στις Μυκήνες είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Κνωσού (44,8 εκ. έναντι 30,2 εκατοστά), αλλά ισχυρίζεται ότι αυτό «είναι απολύτως συμβατό «με τον μέσο όρο μήκους των μηριαίων οστών των βασιλικών ταφών στους λακκοειδείς τάφους του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών έχοντας προφανώς κατασκευασθεί για άτομα μεγαλύτερου σωματότυπου (το οποίο συμφωνεί με τα πορίσματα συγκριτικών ανθρωπομετρικών ερευνών για τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους)».
Επίσης, ότι η ζώνη πρόσφυσης του ερεισίνωτου (5,8-6,2 εκ) καταλαμβάνει περίπου το 63% του συνολικού πλάτος του πίσω περιχειλώματος (8,9-10 εκ) (με την αντίστοιχη αναλογία στο θρόνο της Κνωσού στο 65%) και τονίζει ότι το βάθρο της υπερυψωμένης βάσης του θρόνου των Μυκηνών (η οποία ήταν πιθανώς διακοσμημένη με σπείρες), έχει ακριβώς τις ίδιες αναλογίες με τη βάση του θρόνου της Τίρυνθας.
Ο καθηγητής υποθέτει ότι ο θρόνος λαξεύθηκε από δύο διαφορετικούς ογκόλιθους, έναν για το κάθισμα και έναν για το ερεισίνωτο (πλάτη), τα οποία συνδέθηκαν με αρμό και ότι η λεπτή πλάκα του ερεισίνωτου είχε σφηνωθεί ανάμεσα στην οπίσθια όψη του καθίσματος και τον τοίχο του ανακτόρου (όπως στην Κνωσό).
Ο θρόνος της Κνωσού. Ο καθηγητής Μαγγίδης βρήκε εξαιρετικές ομοιότητες με το θραύσμα από τις Μυκήνες:
Η κόντρα με την Αρχαιολογική Εταιρεία
«Αυτό που με ενόχλησε τρομερά ήταν ο τρόπος που έγινε» τόνισε. Έκανε λόγο για «προσπάθεια θεσμικού φορέα να παρέμβει, να αλλοιώσει και να εκφοβίσει τον επιστήμονα πριν μιλήσει», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή «αντιδεοντολογική».
Τόνισε ότι ο επιστήμονας κρίνεται σε βάθος χρόνου από την επιστημονική κοινότητα και όχι από κάποια επιτροπή, αρχαιολογική εταιρεία ή υπουργείο. Σημείωσε ότι σέβεται την Αρχαιολογική Εταιρεία, αλλά αυτό το διαχωρίζει από εκείνους που τη διοικούν.
Πρόσθεσε ότι κατέθεσε αίτηση για άδεια ανασκαφής στον Χάβο, σημειώνοντας ότι εκτιμά πώς θα μπορούσαν να βρεθούν και άλλα θραύσματα του θρόνου, αλλά τόνισε ότι δεν έχει λάβει απάντηση από την Αρχαιολογική Εταιρεία και ότι μέχρι στιγμής δεν έχει εγκριθεί η αίτησή του.