Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που παραμένει σε πρόγραμμα προσαρμογής. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα οδήγησε την χώρα στην χρεοκοπία στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας.
Διαδοχικές ελληνικές κυβέρνησης υποσχέθηκαν να επιδιορθώσουν το φορολογικό σύστημα, να ξεριζώσουν τα βαθιά κατεστημένα συμφέροντα και να εφαρμόσουν φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν έφεραν αποτελέσματα.
Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν ακόμα εκπληρώσει την δική τους δέσμευση να προσφέρουν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους. Είχαν συμφωνήσει σε αυτό το Νοέμβριο του 2012 και θα έπρεπε να είχε συμβεί το 2014 μετά την επίτευξη, με πολύ κόπο, πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5 δισ. ευρώ το 2013.
Δεν συνέβη ποτέ. Το ίδιο επαναλήφθηκε και φέτος, στις 24 Μαϊου, όταν το Eurogroup ανέβαλε την απόφαση για το 2018, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε ρητά την ανάγκη να διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας σε διαχειρίσιμα επίπεδα και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να μπει σε πτωτική τροχιά.
Πρέπει να υπογραμμιστεί πως το Eurogroup ανέβαλε την απόφαση για ελάφρυνση χρέους παρά το ότι: πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση είχε τηρήσει τις δεσμεύσεις της και δεύτερον, τα υφιστάμενα επιτόκια στις αγορές είναι πολύ ευνοϊκά για αποφάσεις ελάφρυνσης χρέους, τόσο για τους δανειστές όσο και για τους οφειλέτες.
Επιπρόσθετα, η απειλή του Grexit, που χρησιμοποιήθηκε από έναν αριθμό πολιτικών της ευρωζώνης όποτε οι διαπραγματεύσεις έδειχναν να φτάνουν σε αδιέξοδο, είχε βαριά επίδραση στο οικονομικό κλίμα, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την αβεβαιότητα και επηρεάζοντας αρνητικά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα.
Είναι πλέον ώρα να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην ελάφρυνση χρέους και τις μεταρρυθμίσεις. Από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, που ανάλογη της δεν έχει βιώσει καμία χώρα μετά την Μεγάλη Ύφεση. Παρά τις καθυστερήσεις, το κόστος και τα παραπατήματα, υπήρξαν και ορισμένες αναμφισβήτητες επιτυχίες –η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και εργασίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά πάνω από 25% από το 2009.
Η Ελλάδα χρειάζεται τώρα ένα new deal με τους εταίρους και τους δανειστές της για να προχωρήσει. Είναι μη ρεαλιστικό και κοινωνικά ανέφικτο να απαιτείται από την Ελλάδα να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα. Ο στόχος πρέπει να μειωθεί στο 2%, επιτρέποντας ένα πιο ισορροπημένο μείγμα οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στην μείωση της φορολόγησης, ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεισφορά σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σενάρια που εξέτασε η Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν ότι η βιωσιμότητα χρέους είναι επιτεύξιμη και με τελικό πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ και μια μάλλον ήπια ανακούφιση χρέους που δεν επιβάλει ζημιές στους δανειστές. Αυτή θα αφορά την επέκταση των ωριμάνσεων κατά 20 χρόνια και την αποπληρωμή των κεφαλαιοποιημένων τόκων σε ισόποσες δόσεις κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 20 ετών.
Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλαδος και οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν την πιο σοβαρή απειλή για την χρηματοοικονομική σταθερότητα: τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Αυτά είναι κυρίως αποτέλεσμα της επταετούς ύφεσης που μείωσε το ΑΕΠ της χώρας κατά περισσότερο από 25%.
Οι ελληνικές τράπεζες μετά από μια διαδοχική (και επιτυχημένη) ανακεφαλαιοποίηση εν μέσω δύσκολων συνθηκών έχουν τώρα αρκετά κεφάλαια, προβλέψεις και ενέχυρα (collateral) και έτσι είναι σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν τα NPLs. Οι πρόσφατες ευνοϊκές τροποποιήσεις στη νομοθεσία και οι πιο ευνοϊκές συνθήκες στην ελληνική οικονομία μετά το Eurogroup του Μαίου, καθιστούν ευκολότερη την ανάληψη αυτών των πρωτοβουλιών.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε την τέλεια καταιγίδα, εγκλωβισμένη μεταξύ μιας οικονομικής κρίσης και μιας κρίσης χρέους και μια αυξημένης ροής προσφύγων, η οποία κατέβαλλε ένα ήδη υπερφορτομένο κράτος. Σκληρές αποφάσεις ελήφθησαν.
Μόνο πρόσφατα το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε ένα φιλόδοξο πακέτο ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων που επιβάλει περαιτέρω περικοπές στις ήδη μειωμένες συντάξεις και ένα δημοσιονομικό πακέτο που υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ ολοκληρώνοντας τη γιγαντιαία δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010. Αυτή η προσαρμογή είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του δομικού πρωτογενούς πλεονάσματος γενικής κυβέρνησης κατά πάνω από 20% του ΑΕΠ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει επίσης βελτιωθεί ανάλογα.
Η μείωση των τελικών δημοσιονομικών στόχων και η ελάφρυνση χρέους είναι τα κίνητρα που χρειάζονται για να συνεχίσει η ελληνική οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και μείωση των NPLs είναι οι δράσεις που πρέπει να αναλάβουν οι Έλληνες πολιτικοί, με αποφασιστικότητα και σε πνεύμα εθνικής ενότητας προκειμένου να πετύχουμε υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη.