Το τελευταίο διάστημα και ιδίως εν όψει της συγκλήσεως της Πανορθόδοξης Συνόδου κατέστη, ακόμη και στους αμύητους, προφανές ότι στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία η μεγάλη της δύναμη είναι ταυτοχρόνως και η πιο σημαντική αδυναμία της.
Και εξηγούμαι. Σε αντίθεση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία έχει ως επικεφαλής της τον Πάπα και αυστηρώς ιεραρχική δομή, με κωδικοποιημένο το δίκαιό της, που ισχύει σε όλους τους ανά τη γη πιστούς της, η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μια κοινότητα από 14 οντότητες, Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους με τους δεσμούς της ενότητας στην πίστη και την κανονική τάξη. Οι Αυτοκέφαλες αυτές Εκκλησίες είναι μεταξύ τους ισότιμες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει τη θέση του πρώτου μεταξύ ίσων.
Η πολυδιάσπαση αυτή δεν υπήρχε όμως στους πρώτους αιώνες, όταν είχαμε ακόμη Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες, μετά το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, δεν είναι δυνατόν πλέον να συγκληθούν. Η τότε γνωστή υφήλιος ήταν χωρισμένη σε πέντε τμήματα που αποτελούσαν αντιστοίχως τη δικαιοδοσία των πέντε πρεσβυγενών Πατριαρχείων (πενταρχία των πατριαρχών), δηλαδή, κατά σειρά προκαθεδρίας, της Ρώμης, της Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Μία μόνο Αυτοκέφαλη Εκκλησία υπήρχε, εκείνη της Κύπρου (431), που ίδρυσε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Μετά το Σχίσμα η μεν Δυτική Εκκλησία ακολούθησε τον δικό της δρόμο. Αντιθέτως, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει συνεχώς θέματα δικαιοδοσιών που ξεκίνησαν με την ανακάλυψη νέων ηπείρων αλλά και με τη δημιουργία της Ρωσικής Εκκλησίας, που ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1459, και τις πρώτες προσπάθειες των Βουλγάρων και των Σέρβων να ιδρύσουν αυτοδιοικούμενες Εκκλησίες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν από τον 19ο αιώνα άρχισε η δημιουργία εθνικών κρατών και σχεδόν ταυτοχρόνως και εθνικών Εκκλησιών, οι οποίες, με πρώτη, επί Βαυαροκρατίας, την Ελλαδική (1833), πραξικοπηματικώς αυτονομούνταν από την Εκκλησία, στην οποία «κανονικώς» ανήκαν, δηλαδή από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Παρά την καταδίκη του φαινομένου αυτού, του «εθνοφυλετισμού», όπως ονομάστηκε, από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1872, ως αιρέσεως και ως παράγοντα διασπαστικού της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η δυναμική των πραγμάτων οδήγησε στην καθίδρυση σειράς εθνικών εκκλησιών, της Ελλάδος, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχίας και Σλοβακίας.
Η εμπλοκή του κράτους σε όλες αυτές τις Εκκλησίες, περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με το ισχύον σύστημα σχέσεων που επικρατούσε σε καθένα από αυτά, ήταν φυσικό να επηρεάσει το δίκαιο των επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών σε βαθμό που να πιθανολογείται βασίμως ότι σήμερα καμία Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γνωρίζει στις λεπτομέρειες τι επακριβώς ισχύει στις υπόλοιπες Εκκλησίες.
Ακόμη χειρότερα, είχε ως συνέπεια την εμπλοκή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στα πολιτικά πράγματα κάθε χώρας και τον αλληλοεπηρεασμό εκκλησιαστικών επιδιώξεων και κρατικών στρατηγικών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τις κατά καιρό πολιτικές ηγεσίες ως εργαλείο, τόσο επί κομμουνιστικού καθεστώτος, ήδη επί Στάλιν, όταν κρίθηκε ότι η Εκκλησία θα του ήταν χρήσιμη κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη ναζιστική Γερμανία, όσο και σήμερα στο πλαίσιο της επιχειρούμενης ανακτήσεως επιρροής και προσεταιρισμού των χωρών στις οποίες διασπάστηκε η πρώην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας, από της ιδρύσεώς της εχθρική προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έδωσε επανειλημμένως λαβή για προστριβές, τόσο εντός της ίδιας όσο και σε σχέση με τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το γεγονός ότι πρόσκειται φιλικώς προς το Πατριαρχείο της Ρωσίας δεν είναι ασφαλώς άσχετο με το όψιμο αίτημά της να μεταφερθεί η ημερομηνία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία αποφασίστηκε από κοινού και ομοφώνως από τη Σύνοδο των Προκαθημένων που έλαβε χώρα στο Σαμπεζύ τον Ιανουάριο 2016!
Η κρίση εξάλλου στις σχέσεις μεταξύ των παλαίφατων Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με την απαγγελία κατηγορίας του πρώτου κατά του δευτέρου για «εισπήδηση» στην κανονική δικαιοδοσία του στο Κατάρ, είναι προφανές ότι δεν οφείλεται στον αριθμό των ορθοδόξων-πιστών του Εμιράτου… Και πάντως τέτοιου είδους διαφορές δεν θα έπρεπε να οδηγούν σε αναβολή μιας Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία, πέραν των συγκεκριμένων θεμάτων της ημερησίας διατάξεώς της, προεχόντως θέλει να διασαλπίσει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε δυσχείμερους για την ανθρωπότητα καιρούς.
Τέλος, ακόμη και σε χώρες όπου υποτίθεται ότι κρατεί ένα σύστημα χωρισμού κράτους – θρησκευμάτων, όπως η Τουρκία, τουλάχιστον σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμά της, είναι φανερό ότι η πολιτική συγκυρία επηρεάζει εντόνως τόσο την τοπική όσο και την καθόλου Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ελπίδα ότι θα επαναλειτουργήσει η κλειστή από το 1971 Θεολογική Σχολή της Χάλκης κινδυνεύει να αντικατασταθεί με την επαναλειτουργία της Αγιάς Σοφιάς ως τζαμιού, από όπου ήδη και για όλη την περίοδο του Ραμαζανιού θα μεταδίδεται τηλεοπτικά, στο πλαίσιο της πρωινής προσευχής των μουσουλμάνων, ανάγνωση του Κορανίου!
Συνελόντι ειπείν, εκεί που βρίσκονται τα πράγματα, τυχόν αναβολή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν θα πλήξει μόνο το γόητρο της πρωτοεύθυνης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, όπως ίσως κάποιοι, κρυφά ή φανερά, προσδοκούν, αλλά θα αποτέλεσει βαρύ πλήγμα για ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο που απαιτεί από τους πνευματικούς του ταγούς να επιδείξουν πρώτοι το πνεύμα ενότητας, αγάπης και καταλλαγής το οποίο οι ίδιοι κηρύττουν στον πιστό λαό του Θεού.
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ