Με τη Μέριλ Στριπ συμβαίνει το εξής ανατρεπτικό: πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες σταρ του σινεμά σήμερα (και σίγουρα μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές ηθοποιούς όλων των εποχών) και όμως η συνάντηση μαζί της δεν σου προκαλεί δέος. Η αύρα που την περιβάλλει είναι κάπως καθησυχαστική, σαν να θέλει να επιβάλει με την παρουσία της την ηρεμία, σαν να υπάρχει μια συστολή που αντιδρά στην ειδωλοποίηση και δεν αντέχει τα επίμονα, εξεταστικά βλέμματα. Την κοιτάζεις στα μάτια και καταλαβαίνεις πως η νεαρή γυναίκα που είχε ξεχάσει, από την έκπληξη και την ταραχή της, το πρώτο της Οσκαρ (β‘ γυναικείου ρόλου –για την ταινία «Κράμερ εναντίον Κράμερ») στην τουαλέτα του θεάτρου όπου γινόταν η απονομή των βραβείων το 1979 βρίσκεται ακόμη κάπου εκεί μέσα και δεν έχει συνηθίσει να την αποκαλούν θεά –παρόλο που το χαίρεται με την ψυχή της.
Η Μέριλ Στριπ βρέθηκε πριν από μερικές εβδομάδες στο ανοιξιάτικο Λονδίνο για να προωθήσει την ταινία του Στίβεν Φρίαρς «Florence: Φάλτσο σοπράνο» στην οποία υποδύεται την ομώνυμη ηρωίδα, Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, μια κληρονόμο μεγάλης περιουσίας, η οποία στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’40 κυνηγούσε το όνειρό της να γίνει σπουδαία τραγουδίστρια. Η φωνή που άκουγε στο κεφάλι της ήταν, υποθέτουμε, υπέροχη, όμως όλοι οι υπόλοιποι την έβρισκαν απελπιστικά (και ξεκαρδιστικά) παράφωνη. Στο φιλμ, ό,τι πρέπει για μια βραδιά σε θερινό σινεμά, η Μέριλ Στριπ δίνει ψυχή, με μια ερμηνεία πραγματικό κατόρθωμα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι τραγουδάει η ίδια.
Μία πρώτη λογική απορία είναι αν η Φλόρενς Τζένκινς είναι αναγνωρίσιμη φιγούρα της αμερικανικής κουλτούρας. Η ίδια την ήξερε; «Ε, δεν είναι και ο Κάνιε Γουέστ. Νομίζω, όμως, ότι οι σπουδαστές των δραματικών σχολών αλλά και οι επίδοξοι μουσικοί τη γνωρίζουν, αποτελεί για πολλούς νεαρούς καλλιτέχνες μία τρόπον τινά θρυλική μορφή. Θυμάμαι ότι άκουσα πρώτη φορά για εκείνη όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Γέιλ, ανεβάζαμε τότε το «Ονειρο θερινής νυκτός» με τη μουσική του Χένρι Πέρσελ (σ.σ.: αναφέρεται στο έργο «The Fairy-Queen», που είναι βασισμένο στην κωμωδία του Σαίξπηρ). Κάποιοι φοιτητές ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα κασετόφωνο και τσίριζαν από τα γέλια, έμαθα, λοιπόν, ότι άκουγαν τις ηχογραφήσεις της Φλόρενς Τζένκινς και γι’ αυτό ξεκαρδίζονταν».
Πόσο δύσκολο ήταν για μια ηθοποιό που έχει παίξει σε μιούζικαλ και έχει αποδείξει ότι διαθέτει καλή φωνή να τραγουδάει φάλτσα; «Δεν θα έλεγα ότι είμαι ιδιαιτέρως καλή τραγουδίστρια, γνωρίζω καλά τους περιορισμούς της φωνής μου. Ασχολήθηκα για λίγο με την όπερα ως παιδί, τα παράτησα γρήγορα και μετά χάλασα τις φωνητικές χορδές μου με το κάπνισμα, το ποτό και τις ακολασίες. Τρέφω μεγάλο σεβασμό στους σπουδαίους τραγουδιστές. Μάλιστα, οφείλω να ομολογήσω ότι έπρεπε να ανέβω στο επίπεδο της Φλόρενς κατά την προετοιμασία της ταινίας, γιατί δεν φτάνω εύκολα τις ψηλές της νότες, ακόμη και η Κάλλας θα δυσκολευόταν με αυτές προς το τέλος της καριέρας της. Βέβαια, αν έπρεπε να αναμετρηθούμε στις χαμηλές νότες, ε, τότε ας πούμε ότι η Φλόρενς θα έβρισκε τον μπελά της. Πάντως, ήταν κακή με έναν εντελώς δικό της τρόπο. Ηταν απρόβλεπτο το πώς τραγουδούσε. Αυτό είναι που σου ραγίζει και την καρδιά, εκεί που ήταν σωστή, ξαφνικά το έχανε και αυτό είναι που σε κάνει να γελάς ακούγοντάς την». Φωνητική προετοιμασία, πάντως, η διάσημη ηθοποιός έχει κάνει αρκετή τον τελευταίο καιρό. «Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω την πιο μπάσα φωνή μου για την αμέσως προηγούμενη ταινία μου, όπου έπαιζα μια τραγουδίστρια της ροκ. Προετοιμάστηκα καπνίζοντας πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως και με τη βοήθεια της Οντρα Μακ Ντόναλντ, μίας από τις καλύτερες τραγουδίστριες στην Αμερική, η οποία δέχτηκε να με βοηθήσει. Και τώρα είχα έναν εξαιρετικό δάσκαλο φωνητικής, τον Αρθουρ Λέβι. Βρισκόμασταν δύο φορές την εβδομάδα για περίπου ενάμιση μήνα. Περάσαμε ωραία. Κατάλαβα ότι μάλλον θα περνούσαν καλά και οι θεατές της ταινίας όταν ο πιανίστας που μας συνόδευε, ένας δύσκαμπτος και πάρα πολύ σοβαρός ρώσος μουσικός, άφηνε κατά διαστήματα κάτι παράξενα γελάκια ακούγοντάς με να τραγουδάω».
Η Φλόρενς Τζένκινς ήταν μια γυναίκα που δεν τραγουδούσε καλά, όμως τραγουδούσε («Πολλοί θα πουν ότι είμαι ανίκανη να τραγουδήσω, κανείς όμως δεν μπορεί να πει ότι δεν τραγούδησα» φέρεται να είχε πει). Η Μέριλ Στριπ τι επιμένει να κάνει ακόμη κι αν δεν είναι καλή σε αυτό; «Ακριβώς το ίδιο με τη Φλόρενς. Μου αρέσει να τραγουδάω κι ας μην είμαι τόσο καλή. Εξακολουθώ, όμως, να το επιβάλλω στην οικογένεια και στους φίλους μου. Η Φλόρενς ήταν μια υπέρβαρη, μεγάλη σε ηλικία, άρρωστη, εκκεντρική γυναίκα σε μια εποχή που όλα αυτά προκαλούσαν εύκολα τη χλεύη και την απαξίωση. Κάθε μέρα, ωστόσο, σηκωνόταν από το κρεβάτι της αποφασισμένη να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και να δίνεται στην αγάπη της για τη μουσική, για τον άντρα της, για τον κόσμο. Μου αρέσει αυτό σε εκείνη, η προθυμία της να είναι αφοσιωμένη».
Την 66χρονη Αμερικανίδα εύκολα θα τη χαρακτήριζε κάποιος χαμαιλέοντα, τόσο εντυπωσιακή είναι η ικανότητά της να μεταμορφώνεται. Μοιάζει να βυθίζεται βαθιά μέσα στους ρόλους της, είτε παίζει τη Θάτσερ είτε τη Μιράντα Πρίστλι στο φιλμ «Ο διάβολος φοράει Prada», και μοιραία αναρωτιέται κανείς αν τους κουβαλάει μέσα της αφού ξεμπερδέψει επαγγελματικά μαζί τους. «Α, τα ξεχνάω όλα μόλις τελειώσουν τα γυρίσματα, ξεχνάω ακόμη και την πλοκή της ταινίας. Ολα παίζονται στη στιγμή, δεν έχει σημασία ούτε το πριν ούτε το μετά και, όσο προετοιμασμένος και να είσαι, υπάρχει η ζωή που μπορεί να τα ανατρέψει όλα. Είναι τρομακτικό να χάσεις την επαφή με το τώρα, ειδικά στο δικό μας επάγγελμα, όπου ψάχνεις διαρκώς το κύρος σου στα μάτια των άλλων και μόνο αν το βρεις μπορείς να πιστέψεις κι εσύ ότι υπάρχει».
Η Μέριλ Στριπ είναι και μια ανήσυχη και δραστήρια γυναίκα, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να στηρίξει με την αναγνωρισιμότητά της οργανώσεις που προωθούν την ισότητα των φύλων. Πώς της φαίνεται η συντηρητική στροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου; «Εχω τόσο πολλές σκέψεις γύρω από αυτό το θέμα. Και με εξαντλούν μερικές φορές. Νιώθω ότι η κοινωνία προχωρά, κάνει βήματα προόδου, αλλά δυστυχώς σε κάθε δράση υπάρχουν και αντιδραστικά αντανακλαστικά που πολεμούν αυτά που έχουν κατακτηθεί –από τις γυναίκες αλλά και από άλλες κοινωνικές ομάδες. Υπάρχει οπισθοδρομικός φανατισμός παντού στον κόσμο αυτή τη στιγμή, όμως νομίζω ότι η ανθρωπότητα θα πηγαίνει μπροστά, είναι αναπόφευκτο. Αισθάνομαι αισιόδοξη για αυτό».
Μια ηθοποιός όπως αυτή, που έχει τιμηθεί με τρία Οσκαρ και έχει συγκεντρώσει έως τώρα 19 υποψηφιότητες για τα πολυπόθητα αυτά βραβεία (ένα ρεκόρ που δύσκολα θα ξεπεραστεί), αποκαλείται συχνά τέρας υποκριτικής και έχει σαφώς την εύνοια του κοινού και των κριτικών –αλλά όχι πάντα. Ασχολείται, όμως, με τις κακές κριτικές; Eπιδιώκει να τις διαβάσει; Τα άσχημα λόγια την επηρεάζουν; «Και όμως, αποφεύγω να διαβάζω κριτικές και σχόλια, γιατί φοβάμαι πως θα διαλύσουν την όποια αυτοπεποίθηση μπορεί να έχω χτίσει έως τώρα. Ειδικά σήμερα, με τα social media, νομίζεις ότι ο κόσμος είναι γεμάτος δηλητήριο και απελπισία. Αν δίνεις σε όλες τις απόψεις σημασία, δεν θα μπορέσεις να φτάσεις όσο μακριά θέλεις».
Ιδιαίτερο βάρος δίνει η ταινία και στην ιστορία αγάπης ανάμεσα στη Φλόρενς και στον σύζυγό της, μια ιστορία παράδοξη και ίσως αντισυμβατική, γι’ αυτό και αληθινή. Τι έχει να πει η Μέριλ Στριπ για τη συντροφική αγάπη; «Η αγάπη δεν αντιμετωπίζεται με αντικειμενικά δεδομένα. Αγάπη μπορεί να είναι απλώς το να βλέπεις αυτό που θαυμάζεις ή λατρεύεις στον άνθρωπό σου και να παραμερίζεις όλα τα άλλα, όσα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελαττώματα ή αποτυχίες. Αγάπη είναι η αλήθεια». Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Είναι αντικειμενική; «Θα μιλήσω πάλι για την τέχνη. Ο Μπομπ Ντίλαν κυκλοφόρησε τα τελευταία χρόνια δύο άλμπουμ με διασκευές κορυφαίων αμερικανικών ερωτικών τραγουδιών και κάποιοι κάγχασαν, είπαν ότι δεν διαθέτει φωνή αρκετά καλή για να δικαιούται να τα ερμηνεύει. Σε μια απονομή βραβείων ανέβηκε στη σκηνή και αφηγήθηκε κάτι που είχε συμβεί κάποτε στον Σαμ Κουκ (σ.σ.: έναν εξαιρετικά καλλίφωνο, πρόωρα χαμένο αφροαμερικανό τραγουδιστή της σόουλ): Κάποιος είχε πλησιάσει τον Κουκ και του είχε πει: «Πόσο όμορφη είναι η φωνή σας!». Εκείνος απάντησε: «Σας ευχαριστώ, αλλά μη μου το λέτε αυτό. Πείτε μου αν αυτό που ακούτε από μένα είναι αυθεντικό, αν σας φαίνονται αληθινά αυτά που λέω. Μόνο αυτό έχει σημασία». Και έχει σημασία, όχι μόνο όσον αφορά τις ερμηνείες, αλλά τη ζωή γενικώς».
Η ταινία «Florence: Φάλτσο σοπράνο» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 16 Ιουνίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ