Γιώργος Χρονάς: «Δεν κάνω πνευματική πασαρέλα»

Εργάζεται σκληρά από τα πρώτα νιάτα του. Εκδίδει για 35ο έτος ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό περιοδικό, με εκλεκτούς συνεργάτες, με θέματα ψαγμένα, με αφιερώματα, με ένθετα CD·

Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη

Εργάζεται σκληρά από τα πρώτα νιάτα του. Εκδίδει για 35ο έτος ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό περιοδικό, με εκλεκτούς συνεργάτες, με θέματα ψαγμένα, με αφιερώματα, με ένθετα CD· το «Οδός Πανός». Εχει τις ομώνυμες εκδόσεις, καθώς και τις εκδόσεις Σιγαρέτα. Τον γνωρίζουμε από τα βιβλία του, τις εκπομπές του, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές, τα θεατρικά του, τα τραγούδια του, από την παρουσία του στον ημερήσιο Τύπο με τα ένθετα πολιτισμού που δημοσίευε. Αντιδρά στο γεγονός ότι ο Καβάφης κατηγόρησε τον Παλαμά ως δημοσιογράφο, αφού τότε ήταν καταπληκτικό να είσαι δημοσιογράφος. Λέει ότι και ο Χατζιδάκις έκανε το ίδιο λάθος προς αυτόν, όταν του έγραψε κριτική στο περιοδικό «Τέταρτο» για το βιβλίο του «O αναιδής θρίαμβος». «Τιμή μου», λέει όμως ο Χρονάς, αφού ένας ολόκληρος Χατζιδάκις έγραψε για αυτόν πως «όταν δεν δημοσιογραφεί, γράφει εξαιρετικά ποιήματα». Πιστεύει ότι οι ποιητές είναι σε πένθος και ότι πας μη Ελλην βάρβαρος και θα ήθελε να γράψει τη βιογραφία της Τζένης Βάνου. Μιλά με εικόνες και αντιστίξεις και ο χειμαρρώδης λόγος του δεν αφήνει το μυαλό του συνομιλητή του ούτε για μια στιγμή να ησυχάσει.

Κύριε Χρονά, πόσα βιβλία έχετε γράψει; «Είκοσι τέσσερα. Είμαι πολύτεκνος. Κι έχουν ανεβεί τρία θεατρικά μου».
Περισσότερα παιδιά και από τον Δία! «Ναι, και τον αγαπώ και με προστατεύει, τον βλέπω παντού, και τις μούσες βλέπω και στον Θεό πιστεύω».
Εχετε και ικανότητες μέντιουμ; «Μπορεί. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος με είχε αποκαλέσει «φαινόμενο παραψυχολογίας»».
Πόσα τραγούδια έχετε γράψει; «Εκατόν είκοσι. Με γνωστούς καλλιτέχνες και άλλους που ξεκινούσαν την καριέρα τους με τους στίχους μου. Μεταξύ των γνωστών ο Τζο Ντασέν και η Μερκούρη. Τους αναφέρω ιδιαιτέρως, επειδή κάποτε που συνάντησα τη Μελίνα, μου έδωσε το άφιλτρο τσιγάρο της να το σβήσω και πλησιάζοντάς την της είπα: «Τραγουδάτε το ‘Οχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε’, ένα δικό μου τραγούδι». Ξαφνιάστηκε και μου απάντησε: «Ηταν μια καταστροφή. Αυτό το τραγούδι θα έκανε τεράστια καριέρα, αλλά όταν πέθανε ο Τζο Ντασέν, η γυναίκα του απαγόρευσε οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ζυλ κι εμένα». Ετσι λέω αυτοσαρκαζόμενος ότι έχασα την ευκαιρία να γίνω πλούσιος».

Είστε πλούσιος στη σκέψη και έχετε σπουδαίες φιλίες.
«Είναι τιμή μου που συνεργάστηκα με μερικά πρόσωπα. Μου έχουν δώσει πολλά. Και είμαι ευγνώμων απέναντι σε όσους αγάπησα και σε όσους θεωρώ δασκάλους μου· είτε προέρχονται από τον απλό κόσμο είτε είναι διανοητές».
Οπως ο Τσαρούχης, λόγου χάρη; Πώς γνωριστήκατε, αλήθεια; «Μέσω του Χατζιδάκι που είχε τότε μια εταιρεία πολιτισμού, το «Πολύτροπον», στην οποία θα εξέδιδε, με δικά του χρήματα, τα ποιήματά μου. Με ρώτησε ποιον ζωγράφο προτιμούσα να τα εικονογραφήσει και είπα τον Τσαρούχη. Οπως κι έγινε».
Τι ήταν το «Πολύτροπον»; Τι έκανε; «Εκανε μόνον τρία πράγματα: την παράσταση «Τα πέριξ» στην Πλάκα με τη Βούλα Σαββίδη, την οποία είχε ντύσει ο Μόραλης, και την έκδοση δύο βιβλίων –το «Αργό πετρέλαιο» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, που τον πρότεινα εγώ, και τις «Λάμπες», που ήταν το δικό μου».
Ο Τσαρούχης ήταν μαθητής του Κόντογλου. «Ο Κόντογλου όταν πρωτοείδε έργα του Τσαρούχη τον ρώτησε ποιος τα ζωγράφισε. Οταν ο Τσαρούχης απάντησε ότι ήταν δικά του, τον ρώτησε και πάλι από πού τα αντέγραψε. Στην πορεία, ο Τσαρούχης έγινε μαθητής του και τον ακολουθούσε παντού, ακόμη και με ιερατικά ρούχα στο Αγιον Ορος. Ωσπου μια μέρα πήγε στο σπίτι του στον Πειραιά και ζήτησε από τη μητέρα του να τον δει. Ο Τσαρούχης φώναξε δυνατά: «Είπατε ότι απουσιάζω». Και ο Κόντογλου έφυγε. Ετσι έγινε η αποκοπή του από το έργο του μεγάλου ζωγράφου και διανοητή».
Η σχέση σας με τον Τσαρούχη πώς διαμορφώθηκε; «Ημουν γραμματεύς του. Οσο έμεινα κοντά του, τον υπηρέτησα όπως ένας μοναχός τον μεγαλύτερο μοναχό. Του είπα: «Είμαι ένας δούλος που εργάζεται στην υπηρεσία σου». Δεν με ενοχλεί η λέξη που λέω, δεν είμαι κομπλεξικός».
Δεν του αρνηθήκατε ποτέ κάτι; «Ναι, μια φορά που μου ζήτησε να φύγω με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, με τη Rolls-Royce του και άγγλο οδηγό με λευκά γάντια –γιατί δεν έμπαινε σε αεροπλάνα -, και να πάω στο Παρίσι να δουλέψω στο αρχείο του. Αρνήθηκα. Αργότερα, πήγα. Οταν τελείωσε το γύρισμα του Τζεφιρέλι με τον οποίο συνεργαζόταν στο «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» –τον βοηθούσε στη χρωματική επιλογή των ενδυμάτων -, μου έδωσε χρήματα και μου είπε: «Εύχομαι να χάσεις το αεροπλάνο και να γυρίσεις πίσω». Δεν το έχασα».
Και κάποιο ακόμη περιστατικό; «Οταν του είπα δύο φορές «Εγώ στο είδος μου είμαι η Μαρία Κάλλας», την τρίτη φορά μού απάντησε «Ναι, Μαρία». Ξέρετε, Μαρίες αποκαλούσαν και τις υπηρέτριες. Οταν, πάλι, κάποτε του είπα κάτι που τον ενόχλησε, μου ζήτησε μέσω του γάλλου μοντέλου του Ντομινίκ να φύγω από τον χώρο του. Και έφυγα. Σταρ ήταν, ό,τι ήθελε έκανε. Και την άλλη ημέρα, χαράματα, με πήρε τηλέφωνο να γυρίσω».
Θυελλώδης ακούγεται η σχέση σας. Ο Τσαρούχης λάτρευε την Κάλλας· δεν είναι έτσι; «Ναι. Είχε πει στον Μόραλη ότι η Κάλλας είναι μεγάλη σαν τον Γκρέκο. Το βράδυ του θανάτου της, παίζαμε τις «Τρωάδες», βγήκε τρεκλίζοντας στη σκηνή και είπε: «Η μεγάλη Κάλλας είναι νεκρή. Οι Ελληνες τη βρήκαν μικρή και ανεπαρκή και την έδιωξαν. Και αυτή πήγε στο εξωτερικό και έγινε η Κάλλας. Ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη της». Και το λεπτό εκείνο συνεχίζεται μέχρι σήμερα».
Και ο φίλος σας ο Μάνος έφυγε νωρίς. Ο αστροφυσικός Χόκινγκ είπε τελευταία ότι μπορεί οι μαύρες τρύπες να οδηγούν σε άλλα σύμπαντα. Μπορεί και ο άνθρωπος να ταξιδεύει σε άλλα σύμπαντα μετά τον θάνατό του; «Με τάραξε ο τρόπος με τον οποίο ο Ντέιβιντ Μπόουι ετοίμασε το μέλλον του με εικόνες ως «Μαύρο άστρο» και όρισε ότι το σκότος του ουρανού δεν ξεχωρίζει από τα αστέρια. Λένε ότι την τελευταία στιγμή που πεθαίνει κανείς βλέπει ένα λευκό σεντόνι».
Ποια σημαντική προσωπική στιγμή του Χατζιδάκι έχετε ζήσει κοντά του; «Τον θάνατο της μητέρας του. Και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, που έκανε ζωντανή εκπομπή με τον Ζαμπέτα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Πήγαμε μαζί και μετά γυρίσαμε σπίτι του, στην οδό Ρηγίλλης 17. Ο γιος του ο Γιώργος έλειπε, μου έβαλε να φάω, κι εκείνος περίμενε όρθιος και έπειτα έπλυνε τα πιάτα γιατί, ως Ζυγός που ήταν, δεν μπορούσε να βλέπει τίποτα ατακτοποίητο. Επειτα πλάγιασε να κοιμηθεί. Εγώ κοίταζα το αναμμένο καντήλι για τη μητέρα του, η οποία είχε φύγει στον Σείριο, αν και εκεί οι νεκροί πάνε σε τρία χρόνια».
Πείτε μου για τον Γιώργο Χατζιδάκι. «Ηταν ανιψιός του Τάσου Χρησάιδου στον οποίο είχε αφιερώσει το έργο του «Ο Μεγάλος Ερωτικός», επειδή τον προστάτευσε όσο ήταν στην Αμερική. Ο Γιώργος ήταν ανιψιός του Τάσου. Μια ημέρα, ο πατέρας του Γιώργου πήρε τη μάνα του –του το ζήτησε η ίδια –να πάνε μια βόλτα με τη μηχανή. Πρώτη φορά ανέβηκε σε δίτροχο και τους σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Οταν έμαθε την ιστορία ο Χατζιδάκις, συγκλονίστηκε».
Ο Χατζιδάκις σε ποιον καλλιτέχνη είχε αδυναμία; «Στην Νταντωνάκη. Ισως, με τον δικό του τρόπο, ταυτίστηκε με τη ζωή της. Εκείνη ήταν ταλαιπωρημένη, στα όρια του κολασμένου και του καταραμένου. Την περιέθαλπε, ώσπου ανήμπορη πέθανε σε μια κλινική στην Καλλιθέα. Ο Χατζιδάκις σκόρπιζε όλα του τα λεφτά στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη».
Συνεργάστηκε πολύ και με τον Γκάτσο. «Ο Γκάτσος ήταν αίνιγμα. Μετά το Νομπέλ στους δύο ποιητές μας, απεσύρθη από τη φιλία τους. Ηταν στάση ζωής. Κηδεύτηκε στην Ασέα, στην ερημιά. Ετσι ήθελε. Και πήγε ο Χατζιδάκις με τραγουδιστές και φίλους του. Τα παιδικά χρόνια αυτών των δύο ανδρών έχουν κάτι κοινό. Ο πατέρας του Γκάτσου ταξίδευε ως μετανάστης για την Αμερική και πέθανε πριν φτάσει. Τον πέταξαν στη θάλασσα, επειδή οι αμερικανικές Αρχές δεν θα άφηναν το πλοίο να ελλιμενιστεί. Και ο πατέρας του Χατζιδάκι πήγαινε αεροπορικώς στη Γαλλία και το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Αλβανία για να πάρει τους βασιλείς, τους οποίους οι Αλβανοί δεν ήθελαν πια. Πρόλαβαν, όμως, οι αντάρτες, έριξαν μια βόμβα και κάηκαν όλοι οι επιβαίνοντες».
Φοβερές ιστορίες και έχετε εξαιρετική μνήμη. «Θα μπορούσα να είμαι γιατρός και να γνώριζα διά της ψηλαφήσεως ένα σώμα που θα θεράπευα. Μόνο για αυτόν τον λόγο θα ήμουν γιατρός».
Ικανότητα και μνήμη αφής; «Ναι, γι’ αυτό θα μπορούσα να ήμουν και αρχαιολόγος».
Τι βλέπετε στα όνειρά σας; «Βλέπω συνέχεια τους κοιμωμένους μου που είναι ωσεί υγιείς και δεν με εκπλήσσει, επειδή τους περιέχω. Δεν έχουν πεθάνει· κοιμούνται. Και κάθε σοβαρός άνθρωπος λέει κοιμητήριο. Εδώ έχει επικρατήσει η λέξη νεκροταφείο, γιατί βιάζονται να τους θάψουν για να κάνουν τη ζωή τους. Ομως οι κοιμώμενοι δείχνουν στους ζωντανούς τον τρόπο να αλλάξουν τη ζωή τους. Και μέσα από την αγάπη πάντα –παρόλο που η αγάπη είναι υπό διωγμόν –αν θέλουν, εμφανίζονται μπροστά τους. Η ιστορία του Λαζάρου έχει απασχολήσει πολύ τη λογοτεχνία».
Σας έχει τύχει κάποιο τέτοιο μεταφυσικό γεγονός; «Βεβαίως. Τη στιγμή που πέθανε ο ζωγράφος Δημήτρης Λαλέτας, τινάχτηκα στον ύπνο μου. Ηταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Εκτός από την ύλη υπάρχει κάτι άλλο και μόνο σε αυτό πιστεύω».
Σας ταράζει αυτό; «Δεν με ταράζει τίποτε».

Πάντως, σας αντικρούουν οι επιστημονικές μελέτες.
«Δεν με ενδιαφέρουν. Στη ζωή μου μελετώ τους ανθρώπους και όλα τα ποιήματά μου είναι μοντέλα ανθρώπων που άλλα δημιουργώ και άλλα υπάρχουν».
Το όνομά σας –όπως όλων μας –υπάρχει σε διάφορους ιστότοπους με ημερομηνία γέννησης και δίπλα μια παύλα. Σαν να περιμένουν το πότε. «Ο Φασμπίντερ –που είχε άδοξο τέλος, όπως όλοι οι ποιητές –στο έργο του «Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια» δείχνει μια σκηνή σε έναν τάφο που πάνω του αναγράφονται οι χρονολογίες 1956-1958. Δεν σήμαινε ότι τόσα χρόνια έζησε ο ήρωάς του, αλλά ότι τόσα χρόνια ήταν ευτυχισμένος. Αυτό έχει σημασία».
Εσείς πόσα χρόνια ευτυχίας μετράτε; «Αρκετά. Δεν τα μετράω».
Εχετε κάνει και φανταστικές συνεντεύξεις με κοιμώμενους και ζωντανούς. «Αυτή είναι η δουλειά μου. Κι έχω συνομιλήσει με τη Μίνα, τη Μίλβα, τον Μπόουι, τον Πόε, τον Πόνε, τον Πεσόα, την Μπέτι Ντέιβις, που ζήτησε στον τάφο της να γράψουν μόνο δυο λέξεις: «Εργάστηκε σκληρά»».
Εχετε μόνιμες φαντασιώσεις; «Ναι. Είχα μανίες που ξεπέρασα».
Φοβίες; «Καμία. Ακολουθώ τη γραμμή του ποιητή που με φωτίζει όπως η φωτισμένη ποίηση βοηθά τον αναγνώστη. Ο Καβάφης γράφει «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι…»».
Ούτε η επιθετικότητα της εποχής σάς φοβίζει; «Δεν ζητάω ποτέ τίποτε από τους κακοποιούς. Είναι νόμος μου. Τους προσπερνώ και μόνο από τον ήχο της φωνής μου κάνουν πέρα. Δεν τους φτάνω στα όρια. Ο Κουμανταρέας έφυγε άδικα. Ο Ταχτσής το ίδιο. Οταν κάποια στιγμή μετά το έγκλημα πήγα στο σπίτι του, στον Κολωνό, η αδελφή του μου είπε ότι κάποιοι είχαν μπει στον χώρο του και τα είχαν κάνει όλα άνω-κάτω. Και βρέθηκαν και πράγματα που δεν ήταν δικά του».
Ο Ταχτσής είχε καταλάβει ότι κινδύνευε; «Είχε πει στην εκδότρια Μάγδα Κοτζιά «Οταν θα βγάλεις το βιβλίο μου –‘Το φοβερό βήμα’ -, θα μου έχεις βρει εισιτήριο να φύγω από την Ελλάδα». Δεν πρόλαβε να εκδοθεί όσο εκείνος ζούσε. Ο Θανάσης Νιάρχος μού έδωσε χειρόγραφες σελίδες αυτού του βιβλίου, που δημοσιεύονται στο τεύχος 171 του περιοδικού «Οδός Πανός» (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016) και είναι γραμμένες σε άλλο ύφος. Ο Ταχτσής επέζησε δολοφόνων και κακοποιών στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στην Αυστραλία, από όπου μάλιστα τον είχαν απελάσει. Δεν σας κάνει εντύπωση που ο φάκελος της δολοφονίας του απεσύρθη, χωρίς να έχει βρεθεί ο δολοφόνος; Με ποιο δικαίωμα το έκαναν; Με κάλεσαν κι εμένα για να καταθέσω και τους είπα ότι ο Ταχτσής ήταν εναντίον των ερωτικών δεσμών».
Ωραίοι συγγραφείς, Ταχτσής και Κουμανταρέας. «Μα ο Ροθ και οι άλλοι γνωστοί ξένοι μπροστά σε αυτούς τους δικούς μας είναι φούμαρα. Από τι κρατιέται σήμερα ο πολιτισμός μας; Από τις δυο λαμπάδες, τον Καβάφη και τον Σολωμό. Από την Κάλλας, τον Μητρόπουλο, την Παξινού, τον Θεόφιλο και μερικούς ακόμη».
Γιατί λένε ότι ο Χρονάς είναι κακός άνθρωπος; «Αλήθεια; Παράξενο. Εννοείται ότι μπορούν να πιστεύουν ό,τι θέλουν για μένα. Αυτά είναι κουτσομπολιά και δεν μ’ ενδιαφέρουν. Εγώ με άλματα κάνω τη ζωή μου. Δημιουργώ, όμως, την εντύπωση ότι είμαι απλησίαστος διότι δεν ψάχνω για παρέες. Δεν κάνω πνευματική πασαρέλα. Ασχολούμαι με τη δουλειά μου. Και δεν είμαι αριστερός. Στις εκλογές, πήγα με το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη για να δείξω ότι δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ».

Ποια είναι τα άλματα στη ζωή σας;
«Η καθημερινή εργασία. Οπως ο ράφτης που ράβει, ενώ δεν έχει ένα κοστούμι να φορέσει. Είμαι στη φανταστική μου χώρα με τους φανταστικούς μου ήρωες. Με τους πεθαμένους και τους ζωντανούς μου. Κι όταν κάνω μια εκδήλωση, θέλω να είναι εκτός συναγωνισμού. Να είναι όλα μοναδικά, λαμπερά, υπέροχα. Για να δείξω ότι δεν είμαστε φθαρτοί. Οτι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ύλη και σκουλήκια και θεωρίες αναρχίας· είναι φτιαγμένος και από πράγματα απαράμιλλα, μερικά από τα οποία έχω την τύχη να κατέχω διά του λόγου».
Οπως; «Οι αρχαίοι τραγικοί, ο Δημήτρης Καπετανάκης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, τα κείμενα του Τσαρούχη, ο Φώτης Θαλασσινός, ο Διονύσης Στεργιούλας, ο Ηλίας Παπαμόσχος… Σας μιλώ και για την τέχνη ανθρώπων που πίνω καφέ μαζί τους».
Κινείστε ανάμεσα σε προσωπικότητες καλλιτεχνικές. Ποιους ξεχωρίζετε; «Με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Θα πω, όμως, μερικά ονόματα. Καραμπέτη, Μουτούση, Πιττακή, Φωτοπούλου, Κοκκίδου, Λαζαρίδου, Ναυπλιώτου. Είναι αστέρια. Κι άλλες που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Εχουμε ταλέντα στο θέατρο, άνδρες και γυναίκες».
Αναφέρατε, όμως, μόνο γυναικεία ονόματα. «Παράξενο δεν είναι; Είμαι κι εγώ σαν τον Τενεσί Γουίλιαμς ή μάλλον σαν τον Ευριπίδη».
Εχετε φίλες; «Πολλές, και οι περισσότερες ανήκουν στο ζώδιο των Διδύμων. Αγαπώ πολύ και τους Παρθένους. Λατρεύω τους Λέοντες γιατί ό,τι κι αν πει ο Ζυγός συμφωνούν μαζί του, γιατί ο Ζυγός είναι γοητευτικός και το λιοντάρι γοητεύεται. Είμαι κι εγώ Ζυγός».
Διάσημος άνθρωπος τι σημαίνει; «Διάσημη μοναξιά».
Ωραιότητα; «Εκλείπει στις ημέρες μας. Αλλά κι αν τη βρεις, αυτό αρκεί;».
Το βλέμμα σας είναι πιο πολύ στην Ανατολή ή στη Δύση; «Αγαπώ την Ευρώπη, δεν είμαι σύγχρονος Ευρωπαίος, ανήκω στην ινδοευρωπαϊκή και καυκάσια φυλή. Δεν λέω –όπως ο Ελύτης –ότι ο μόνος δρόμος είναι η Ανατολή. Κάποτε «δραπέτευα» με τα ποιήματά μου στην Ιταλία. Εχω πολλά ιταλικά ονόματα στα κείμενά μου. Τα θεωρούσα υπαρκτά και ήταν. Ο πολυμεταφρασμένος στη γλώσσα μας Τσέζαρε Παβέζε χρησιμοποιούσε, με την ελληνική του παιδεία, και παραθέτει υπέροχα ιταλικά ονόματα, έτσι: Κάρλο, Σεβερίνο, Καρλέτο, Μομίνα, Αλφρέντο, Κάρλα… Οπως ο Πλάτων, ακριβώς, στον Φαίδωνα. Οπου έχει κι έναν Κέβη. Αν έκανα ποτέ ένα παιδί, θα το ονόμαζα Κέβη».
Σας λείπει ένα παιδί; «Θα το ήθελα, αλλά τώρα είναι αργά».
Πώς βλέπετε την ποίηση; «Ως μια μεγάλη τέχνη, παρόλο που λένε ότι μεγάλη τέχνη είναι το μυθιστόρημα. Και η ελληνική ποίηση είναι σπουδαία. Μεγάλωσα με Ρίτσο και Λειβαδίτη και είχα δύο φίλους ποιητές, τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και τον Μιχάλη Κατσαρό. Μου μάθανε πολλά για τη ζωή και την τέχνη».
Ποιοι είναι ερωτικοί ποιητές; «Ο Χριστιανόπουλος, εγώ και νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Και δεν μ’ ενδιέφερε να εκτεθώ, γιατί είχα μια μάνα που μου έλεγε «Κάνε ό,τι θέλεις, μόνο να μην καπνίζεις». Ηταν μια απλή γυναίκα, χωρίς παιδεία. Ο πατέρας μου, όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα μου ποιήματα το 1974, τα χαρακτήρισε «σαχλαμπούχλες». Το είπα στον Τσαρούχη και μου απάντησε «Εχετε υγιή πατέρα». Ο Γκάτσος έλεγε ότι το «προ Χριστού» στην ποίηση θα λέγεται «προ Χρονά». Ξέρετε πόσοι λογοτέχνες παγκοσμίως τρελάθηκαν από αυτά που τους είπαν οι άλλοι;».
Πώς σας φαίνονται οι καταστάσεις που βιώνουμε σε αυτόν τον τόπο; «Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι η Σταδίου και η Πανεπιστημίου ήταν ανώτερες από τους δρόμους της Βιέννης. Και είναι απίστευτο πώς έχουν καταντήσει την πόλη μας. Οι περισσότεροι συμπεριφέρονται καταστροφικά και θέλουν να επιβάλουν τη δική τους αισθητική. Και είναι ντροπή να είναι κλειστά το Αττικόν, το Απόλλων και το Εσπέρια. Είναι ντροπή. Να εκτελεστούν αυτοί που γίνονται εμπόδιο. Δεκάρα δεν δίνω για το αν θα ανοίξει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αφήστε εκείνο το κλείσιμο της διεθνούς σιδηροδρομικής γραμμής στην Ειδομένη που μεταφέρει προϊόντα μας στην Ευρώπη. Μα, είμαστε σοβαροί; Αυτό δεν έχει σχέση με τη φιλανθρωπία, που μισώ ως λέξη. Προτιμώ ατόφια τη λέξη αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Τα δίνω όλα τότε, με πρώτο το σώμα μου».
Αυτόν τον καιρό τι ετοιμάζετε; «Σκηνοθετώ το έργο μου «Τζέιμς Ντιν», τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Αγησίλαος Σιούνας, ένα ωραίο αγόρι από το Περιστέρι. Θα ανεβεί τον Νοέμβριο στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Δική μου και η μουσική επιμέλεια, και παίζω κιόλας, κάνοντας τη φρουρά του Ντιν, μαζί με τον Αλέξανδρο Αλεξάνδρου. Η Εβελυν Σιούπη ετοιμάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια και ο Χρήστος Δήμας το video art. Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι βοηθός σκηνοθέτη».
Κύριε Χρονά, σας ευχαριστώ για όσα μας είπατε. «Τα είπαμε εδώ, στο βιβλιοπωλείο. Αλλά πού αλλού να τα λέγαμε; Στο Galaxy; Σε ένα καταγώγιο, θα το προτιμούσα…».

Να πάμε για μιαν άλλη συνέντευξη! «Αν ξέρετε κάποιο, μετά χαράς. Εγώ ξέρω μόνο να διαλέγω το ευτελέστερο. Η ηρωίδα μου Σεβάς Χανούμ λέει «Οσο πιο χαμηλά, τόσο πιο πάνω». Ποιος διανοούμενος στην Ελλάδα έχει κάνει αυτή τη μέθοδο; Κανείς, πλην εμού. Και σε ένα ποίημά μου, ο Παζολίνι απευθύνεται στην Κάλλας λέγοντας «Θέλω το ευτελέστερο άτομο για να το υπηρετήσω και να εξευτελιστώ, Μαρία». Κι εκείνη ρωτά: «Γιατί, Πιερ Πάολο»; Μην περιμένετε απάντηση από τον Παζολίνι…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.