Οπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και εφέτος οι επανεκδόσεις κλασικών ταινιών στα θερινά αναμένεται να αφήσουν το στίγμα τους. Το μενού επιφυλάσσει γνωστές αλλά και ξεχασμένες ταινίες, όπως ο «Νονός» (1972) του Φράνσις Κόπολα και η «Γη της επαγγελίας» (1975) του Αντρέι Βάιντα που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στον Ζέφυρο των Ανω Πετραλώνων (θα παιχτεί και την Κυριακή 12 Ιουνίου στην Αλκυονίδα).
Ανέκαθεν ο Αν. Βάιντα αφουγκραζόταν την επικαιρότητα της εποχής του. Στη «Γη της επαγγελίας», που εκτυλίσσεται στην πόλη του Λοτζ, στις αρχές του 20ού αιώνα, τρεις νέοι φίλοι, ένας Πολωνός, ένας Εβραίος κι ένας Γερμανός (Ντανιέλ Ολμπρισκί, Βόιτσεκ Πσόνιεκ, Αντρέι Σεβερίν), βάζουν τα χρήματά τους για να χτίσουν από κοινού ένα εργοστάσιο (το Λοτζ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κέντρα υφαντουργίας του 19ου αιώνα). Ομως ο άγριος καπιταλισμός καταπίνει τελικά τους τρεις φίλους αναγκάζοντάς τους να πράξουν ενάντια στις ηθικές αρχές τους.
Μέσα από τη ζωή των τριών αυτών ανδρών ο Βάιντα μιλά για τη μετάβαση της Πολωνίας του 19ου αιώνα από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό, σε μια εποχή που η ψαλίδα ανάμεσα στους εργοστασιάρχες (συνήθως Γερμανών), τους Εβραίους και τους Πολωνούς της εργατικής τάξης ολοένα μεγαλώνει. Για τον 90χρονο σήμερα σκηνοθέτη η «Γη της επαγγελίας», που γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οφείλει κατ’ αρχάς την ύπαρξή της σε «ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα-φωτογραφία, κάτι που δεν εμφανίζεται συχνά στην πολωνική λογοτεχνία». Πρόκειται για το έργο του νομπελίστα Βλαντισλάφ Σ. Ρέιμοντ, γνωστού κυρίως για τους «Αγρότες», μια εποποιία του αγροτικού κόσμου, που αντιπαρατίθεται στον βιομηχανικό πολιτισμό και στη ζωή των πόλεων. Αλλα έργα του είναι το «Προσκύνημα στα βουνά της ζωής» (1894), η «Κωμικός» (1896) και ο «Ονειροπόλος» (1910).
Ο Βάιντα είχε πάντα το παράπονο ότι ο γαλλικός Τύπος προσπάθησε να βρει στοιχεία αντισημιτισμού στη «Γη της επαγγελίας», κάτι που είχε συμβεί και με μια άλλη ταινία του, τη «Θυσία του Κόρτσακ». «Η Le Monde έγραψε πως η «Γη» είναι αντισημιτική αλλά ξέχασε να αναφέρει ότι πριν από κάποιες ημέρες οι γάλλοι φασίστες κατέστρεψαν ένα εβραϊκό νεκροταφείο. Η κριτική αυτή είχε σκοπό να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από αυτό το γεγονός».
Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Κρακοβίας, ο Αντρέι Βάιντα ήρθε σε επαφή με τον κινηματογράφο μαθητεύοντας αργότερα στην ξακουστή σχολή του Λοτζ. Προτού σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία με τον τίτλο «Ποκολένιε» («Μια Γενιά») σχετικά με τη γερμανική κατοχή των Πολωνών, υπήρξε βοηθός του Αλεξάντρ Φορντ. Ο Βάιντα έχει αφήσει το αποτύπωμά του σκηνοθετώντας την προσωπική εκδοχή του για τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία της πατρίδας του. Στην πλούσια καριέρα του έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων, ενώ τέσσερις συνολικά ταινίες του έχουν προταθεί για τα αντίστοιχα Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, με πρώτη τη «Γη της επαγγελίας» (θα ακολουθούσαν οι «Δεσποινίδες από το Βίλκο», «Ανθρωπος από σίδερο» και τα τελευταία χρόνια το «Κατίν»).
Αν και καμία ταινία του δεν κέρδισε το ξενόγλωσσο Οσκαρ, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον τίμησε το 2000 για τη συνολική προσφορά του στον χώρο της Εβδομης Τέχνης για περισσότερες από πέντε δεκαετίες.
HeliosPlus