Είναι, άραγε, η μουσική; Οι γοητευτικές άριες, τα εκτενή ντουέτα, οι εντυπωσιακές σκηνές του πλήθους και φυσικά το περίφημο θριαμβικό εμβατήριο; Είναι η μυθική εποχή της Αιγύπτου των Φαραώ; Μήπως, τέλος, είναι ο τρόπος που σμίλεψε ο Βέρντι το διάσημο ερωτικό τρίγωνο των πρωταγωνιστών, ένα μοτίβο που συναντά κανείς σε ουκ ολίγα από τα έργα του; Οποιος κι αν είναι ο λόγος, το γεγονός παραμένει ένα: η «Αΐντα» είναι μία από τις πλέον κοσμαγάπητες και συχνά παρουσιαζόμενες όπερες του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Αναφορικά με τα καθ’ ημάς, σχετίζεται με κομβικές στιγμές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με την ιστορία της σκλαβωμένης αιθιοπίδας πριγκίπισσας εγκαινιάστηκε στις 8 Ιανουαρίου 1958 το νέο (σημερινό) θέατρο «Ολύμπια», ενώ η επικείμενη καινούργια παραγωγή του έργου στο Ηρώδειο –προερχόμενη από το Φεστιβάλ Οπερας της Ταορμίνας –δεν έρχεται απλώς στο τέλος άλλης μιας καλλιτεχνικής σεζόν «αλλά και στο γύρισμα μιας λαμπρής σελίδας στην ιστορία της ΕΛΣ εν όψει της μεταστέγασής της στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μύρων Μιχαηλίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού και πρώτος αρχιμουσικός της παράστασης.
Μέσα από αυτό το πρίσμα οι συνθήκες γέννησης του έργου, που έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1871 στην Οπερα του Καΐρου, έχουν πάντα ενδιαφέρον. Καθώς η δεκαετία του 1860 έφτανε στο τέλος της, ο Βέρντι αντιμετώπιζε ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία στην επιλογή των κατάλληλων λιμπρέτων. Ενας από τους πλέον δραστήριους συμπαραστάτες του στην αναζήτηση ήταν ο γάλλος λιμπρετίστας και ιμπρεσάριος Καμίλ ντι Λοκλ, με τον οποίο ο συνθέτης είχε συνεργαστεί στην προετοιμασία του «Ντον Κάρλος». Κάποια στιγμή, λοιπόν, εκείνος έστειλε στον Βέρντι μια «συλλογή» από πιθανά θέματα για μελλοντικά έργα τα οποία κάλυπταν μια ευρεία κλίμακα ειδών: από κωμικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να συνεχίσουν, κατά κάποιον τρόπο, στη γραμμή του «Χορού μεταμφιεσμένων» ως μεγάλης κλίμακας θέματα τα οποία θα μπορούσαν να διασκευαστούν στη μορφή της μεγάλης όπερας. Ωστόσο, το να καταφέρει κανείς να ευχαριστήσει τον Βέρντι έμοιαζε με «στοίχημα» ολοένα και πιο δύσκολο. Ο συνθέτης έβρισκε τα κωμικά θέματα δομικά ακατάλληλα, ενώ συχνά παραπονιόταν για έλλειψη συνοχής στη λεγόμενη μεγάλη όπερα.
Το κλίμα άλλαξε επιτέλους τους πρώτους μήνες του 1870, όταν ο Ντι Λοκλ έστειλε στον Βέρντι το σενάριο του αιγυπτιολόγου Ογκίστ Μαριέτ το οποίο βασιζόταν σε μια φανταστική ιστορία που εξελισσόταν στην αιγυπτιακή αρχαιότητα. Την προηγούμενη χρονιά ο Βέρντι είχε απορρίψει την πρόταση που του είχε γίνει να συνδράμει με έναν εναρκτήριο ύμνο στο πρόγραμμα των εγκαινίων της Διώρυγας του Σουέζ. Ωστόσο η νέα αιγυπτιακή ιδέα, η οποία προοριζόταν για τα θυρανοίξια της Οπερας του Καΐρου, του φάνηκε πράγματι ενδιαφέρουσα. Αμέσως επέλεξε ως λιμπρετίστα τον Αντόνιο Γκισλαντσόνι, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην αναθεωρημένη «Δύναμη του πεπρωμένου». Η δουλειά επάνω στη νέα όπερα, η πλοκή της οποίας εμπλουτίστηκε και διασκευάστηκε τόσο από τον Ντι Λοκλ όσο και από τον ίδιο τον Βέρντι, συνεχίστηκε σε ολόκληρη τη διάρκεια του 1870, με τον συνθέτη, κατά τη συνήθη πρακτική του, να εμπλέκεται στη διαμόρφωση του λιμπρέτου, ακόμη και στις διάφορες μικρές λεπτομέρειες. Η επεξεργασία του ανεβάσματος έγινε στο Παρίσι υπό το άγρυπνο βλέμμα του Μαριέτ.
Πώς «γεννήθηκε» η επιτυχία


Καθώς ο Βέρντι είχε αποφασίσει να μην παρακολουθήσει την πρεμιέρα του Καΐρου, ολοκλήρωσε την ενορχήστρωση στην Ιταλία. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο έγινε κατανοητό ότι η προγραμματισμένη παραγωγή της όπερας θα καθυστερούσε εξαιτίας του Γαλλοπρωσικού Πολέμου: η πολιορκία του Παρισιού «εγκλώβισε» εκεί τα σκηνικά και τα κοστούμια. Παράλληλα υπήρξαν διαφωνίες και προστριβές αναφορικά με τη διανομή της πρεμιέρας, στις οποίες ο Βέρντι, όπως συνήθιζε, ενεπλάκη ενεργά. Τελικά η «Αΐντα» έκανε πρεμιέρα πράγματι στο Κάιρο στις 24 Δεκεμβρίου 1871, υπό τη διεύθυνση του Τζιοβάνι Μποτεσίνι, και η επιτυχία της δικαίωσε τις προσδοκίες. Το γεγονός όμως ότι το πρώτο αυτό ανέβασμα παρακολούθησαν κατά κύριο λόγο προσωπικότητες κατόπιν προσκλήσεως –πολιτικοί, εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και κριτικοί –και όχι «πραγματικό» κοινό μάλλον δυσαρέστησε τον συνθέτη. Εξ ου και ο ίδιος θεωρούσε το πρώτο ανέβασμα του έργου στη Σκάλα του Μιλάνου στις 8 Φεβρουαρίου 1872 την πραγματική πρεμιέρα του έργου. Σε αυτή την παράσταση άλλωστε τραγούδησε τον ομότιτλο ρόλο η Τερέζα Στολτς, για την οποία τον είχε γράψει ο Βέρντι. Η Αμνερις του Μιλάνου επίσης, η Μαρία Βάλντμαν, ήταν η εκλεκτή του ιδίου για τον συγκεκριμένο ρόλο, εξ ου και τον ερμήνευσε αργότερα κάμποσες φορές κατόπιν επιθυμίας του. Και αυτό το ανέβασμα γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο κοινό, παρ’ όλο που ορισμένοι κριτικοί υποστήριξαν ότι κάποια τμήματα του έργου ήταν συμβατικά και συντηρητικά. Ο Βέρντι είχε κάποιους δισταγμούς στο να συναινέσει σε άλλες παραγωγές της «Αΐντα» στην Ιταλία προτού διασφαλίσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις αναφορικά με το ανέβασμα, ωστόσο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870 η όπερα είχε βρει τη θέση της στο ρεπερτόριο, όπου παραμένει ως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης παρουσιάστηκε περισσότερες από 1.100 φορές από το 1886, χρονιά κατά την οποία έγινε το πρώτο ανέβασμα εκεί.
Αναβίωση με λαμπρότητα


Παγιδευμένη ανάμεσα στα συναισθήματά της για τον άντρα που αγαπά, τον αιγύπτιο στρατηγό Ρανταμές, και στο καθήκον απέναντι στον πατέρα και στην πατρίδα της, η Αΐντα βρίσκεται στον πυρήνα της όπερας. Με τον ίδιο άντρα όμως –μάταια, μια που εκείνος ανταποδίδει τα αισθήματα στην ηρωίδα του τίτλου –είναι ερωτευμένη και η Αμνερις, κόρη του Φαραώ. Η παράσταση που θα δούμε στο Ηρώδειο –με την οποία ανοίγει το εφετινό Φεστιβάλ Αθηνών –παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ταορμίνα της Ιταλίας το 2009 σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τους φωτισμούς και τις βιντεοπροβολές υπογράφει ο Ενρίκο Καστιλιόνε, διευθυντής του Φεστιβάλ και γνωστός για την κινηματογραφική ματιά και τον ρεαλισμό των θεαμάτων του. Τα κοστούμια της παράστασης υπογράφει η ιταλίδα ενδυματολόγος Σόνια Καμαράτα και τη χορογραφία ο κορυφαίος του μπαλέτου της ΕΛΣ Φώτης Διαμαντόπουλος. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν σε διπλή διανομή οι σοπράνο Τσέλια Κοστέα (10, 12/6) και Αντα Λουίζε Μπόγκτζα (11, 15/6), του Ρανταμές οι τενόροι Ντάριο ντι Βιέτρι (10, 12, 15/6) και Σεμπαστιάν Φεράντα (11/6) και της Αμνέριδος οι μέτζο σοπράνο Ελενα Γκαμπούρι (10, 12/6) και Ελένα Κασιάν (11, 15/6). Τους υπόλοιπους ρόλους ερμηνεύουν διακεκριμένοι έλληνες και ξένοι μονωδοί, ενώ στις παραστάσεις συμμετέχει και η Χορωδία της ΕΛΣ. Ο Μύρων Μιχαηλίδης διευθύνει τις δύο πρώτες παραστάσεις (10 και 11/6), ενώ στις 12 και 15 Ιουνίου την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχει ο αρχιμουσικός Ηλίας Βουδούρης.

«Η Αΐντα είναι πάθος, είναι δράμα, είναι πάλη για την εξουσία, είναι μεγαλείο αλλά είναι εξίσου μια «όπερα δωματίου», όπως συχνά αρεσκόταν να λέει ο Τζουζέπε Βέρντι»
σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καστιλιόνε. «Μια όπερα η οποία έχει διπλή ψυχή» συνεχίζει. «Μια χαμηλόφωνη που αποτυπώνεται στην ερωτική ιστορία ανάμεσα στην Αΐντα και στον Ρανταμές, με τον οποίο είναι επίσης ερωτευμένη η Αμνερις, και μια εξωστρεφή, η οποία εκπροσωπείται από τη μεγαλοπρέπεια του αιγυπτιακού πολιτισμού και εκφράζεται έξοχα από τον Βέρντι στη Β’ Πράξη, στη «σκηνή του θριάμβου». Δεν είναι εύκολο να αποδώσει κανείς αυτές τις δύο όψεις, ειδικά σε μία όπερα όπως η «Αΐντα», ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο γνωστά έργα παγκοσμίως».
Με δεδομένη την πρόθεσή του να αποδώσει την εποχή των Φαραώ με τη μέγιστη δυνατή λαμπρότητα ο Καστιλιόνε ομολογεί πως το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισε στο ανέβασμα του έργου στο ελληνορωμαϊκό θέατρο της Ταορμίνα ήταν το πώς να «υποδεχθεί» την Αίγυπτο αυτής της μυθικής περιόδου σε έναν χώρο ο οποίος δεν φέρει κανένα σχετικό στοιχείο. Αρχικά σχεδίασε μια πυραμίδα αλλά αυτό δεν αρκούσε προκειμένου να αποδοθεί η αρχαία Αίγυπτος με όλη της τη μεγαλοπρέπεια. «Ετσι σκέφτηκα μια διαμόρφωση η οποία θα «ντύνει» το εσωτερικό του θεάτρου με τα χρώματα, τις μορφές και τα σύμβολα της αρχαίας Αιγύπτου» σημειώνει. «Αυτό πραγματοποιήθηκε χάρη σε υψηλής ανάλυσης προβολές μιας σειράς εικόνων που έχουν την ικανότητα να «μεταμορφώνουν» τα ερείπια του θεάτρου σε περιβάλλον αποκλειστικά αιγυπτιακό».
Αναφερόμενος στο επικείμενο ανέβασμα του Ηρωδείου ο Καστιλιόνε προσδοκά να δημιουργήσει η παράσταση συναισθήματα εξίσου ή ακόμη και περισσότερο έντονα και δυνατά με αυτήν της Ταορμίνα. Κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα κοστούμια της Σόνιας Καμαράτα τα οποία υποβάλλουν «με φαντασία και ταλέντο τις φορεσιές των αρχαίων Αιγυπτίων».

«Σε αυτή την απολύτως αιγυπτιακή εκδοχή τα πρόσωπα της όπερας κινούνται με μεγάλη ευκινησία ζώντας τα πάθη, τις επιθυμίες, τα δράματα και τα όνειρά τους επάνω στο κατ’ εξοχήν σύμβολο της αρχαίας Αιγύπτου: την πυραμίδα. Μία πυραμίδα η οποία στη Β’ Πράξη υποδέχεται τη μεγαλοπρέπεια του θριάμβου, όπως στην τέταρτη αποκαλύπτει τη μικρή κλίμακα του τάφου μέσα από την ίδια δομή».

πότε & πού:

«Αΐντα» του Βέρντι θα παρουσιαστεί στις 10, 11, 12 και 15/6 στο Ηρώδειο, στις 21.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ