Τα κόμματα, που ψήφισαν το ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ στην Βουλή, στις αρχές τις δεκαετίας του `90, παρότι είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις, ουσιαστικά δεσμεύτηκαν σε κοινή οικονομική πολιτική.
Η χώρα πέτυχε τον κεντρικό στρατηγικό της στόχο, εντάχθηκε στην ΟΝΕ και στο ευρώ.
Η δημοσιονομική επιτυχία, όπως και άλλων χωρών, ήταν οριακή και επισφαλής. Κυριάρχησαν όμως πολιτικά κριτήρια και υποτιμήθηκαν προβλήματα, όπως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών, ειδικά της Ελλάδας.
Σε πολλές χώρες ακολούθησαν μεγάλες μεταρρυθμίσεις, με χαρακτηριστικότερη την Γερμανία και την Ατζέντα Στρέντερ 2000-2010, για να μπορέσουν να καλύψουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που προκαλούσε η παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των οικονομιών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Μερικές χώρες το πέτυχαν, με υψηλό κοινωνικό τίμημα και άλλες συνέχισαν ανυποψίαστες τον δρόμο τους, συσσωρεύοντας χρέη και ελλείμματα, για να υποστηρίζουν αντιπαραγωγικές δραστηριότητες και να ενισχύουν το κοινωνικό κεκτημένο των προηγουμένων χρόνων.
Οι χώρες αυτές, με πρώτη την δική μας, όταν ξέσπασε στις ΗΠΑ, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση βρέθηκαν εκτεθειμένες στις αγορές χρήματος και αντιμέτωπες με την απόλυτη οικονομική και κοινωνική καταστροφή.
Με την ΕΕ σε πανικό, χωρίς μηχανισμούς οικονομικής διάσωσης χωρών και τις χώρες της κρίσης σε απόλυτη πολιτική και θεσμική ανεπάρκεια και αναξιοπιστία, η επιβολή πολιτικών βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, επιβλήθηκε, ως η μοναδική.
Η δημοσιονομική ισορροπία, μετά την εφαρμογή των δυο μνημονίων, μπορεί να είχε επιτευχθεί, όμως το έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας παρέμεινε και είχε προστεθεί η τραγική ανεργία, η κατάρρευση του κοστοβόρο κοινωνικού κράτους και η δραματική συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, ήταν η διάλυση του κομματικού συστήματος και η έκρηξη του ανεύθυνου λαϊκισμού
Νέα κόμματα δημιουργήθηκαν και νέες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Πέρσι το Καλοκαίρι, η χώρα βρέθηκε πολύ κοντά και πάλι στην απόλυτη καταστροφή, χωρίς να διαθέτει τις οικονομικές και πολιτικές εφεδρείες, ούτε φυσικά την κοινωνική αντοχή και ανοχή.
Η μεγάλη στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η υπογραφή και νομοθέτηση του τρίτου μνημονίου και η έναρξη υλοποίησης του, αποκατέστησε την συνεργασία με τους εταίρους και δανειστές και επιτρέπει την δημιουργία ελπίδων, για το προσεχές μέλλον.
Για να έχουν όμως, αντίκρισμα αλήθειας οι ελπίδες, πρέπει να αλλάξουν πολλά στο κράτος, στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα, διαφορετικά η χώρα θα βουλιάζει συνεχώς.
Μπορεί ο Σαμαράς, ο πρώτος αντιμνημονιακός πολιτικός, σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, μαζί και η ΝΔ να έγιναν μνημονικοί, με την κατάκτηση της εξουσίας, όπως και ο Τσίπρας με τον ΣΥΡΙΖΑ, το βασικό δημιούργημα της κρίσης και της ακραίας δημαγωγίας, όμως οι βασικές παθογένειες του παλαιού πολιτικού συστήματος πέρασαν στο νέο σε εκθετικό βαθμό, όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα.
Τώρα, όλα τα κόμματα του δημοκρατικού χώρου, ανεξάρτητα τι δηλώνουν, έχουν το ίδιο πλαίσιο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και για πολλά χρόνια, που καθορίζεται από τις δεσμεύσεις των μνημονίων και τις ανάγκες της χώρας.
Δυστυχώς όμως, αντί αυτό το κοινό δεσμευτικό πλαίσιο πολιτικής, να οδηγήσει σε ευρύτερες συναινέσεις και συνεργασίες, οδηγεί σε πιο μεγάλες πολώσεις και διχασμούς.
Όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, μετά την συμφωνία για την ένταξη στην ΟΝΕ και στο ΕΥΡΩ, δεν μπόρεσαν να βρουν κοινό πεδίο πολιτικής, για να προχωρήσει η χώρα τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την οικονομία, στο σύνταγμα και στο πολιτικό σύστημα, έτσι και τώρα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ κυρίως, αρνούνται την ελάχιστη συνεννόηση.
Τώρα, όπως και τότε, η αντιπαράθεση γίνεται για το παρελθόν και για το ήθος των κομμάτων και των στελεχών τους.
Το μεν παρελθόν όμως, το βιάζουν, σύμφωνα με τις ιδεολογικές και πολιτικές τους επιδιώξεις, το δε ήθος, ακόμη χειρότερα το κομματικοποιούν και το πνίγουν, όπως και ο παλιός δικομματισμός, στις κρυφές τροπολογίες, που ψηφίζουν στην Βουλή.
Για να λυθεί το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, δεν αρκεί να ψηφίζουμε και να εφαρμόζουμε μνημόνια. Πρέπει να απελευθερώσουμε και να υποστηρίξουμε τις δυνάμεις που παράγουν τον πλούτο.
Αυτές είναι, οι δυνάμεις τις ιδιωτικής οικονομίας και οι νέοι, που έχουν τις προϋποθέσεις και στους οποίους ανήκει το παρόν, αλλά κυρίως και αποκλειστικά το μέλλον.
Δυστυχώς, ούτε χθες, πολύ περισσότερο σήμερα, δεν φαίνεται να γίνονται αυτές οι επιλογές.
Η κυβέρνηση νομοθετεί, αποκλειστικά σχεδόν, για να συγκρατήσει την καταρρέουσα εκλογική της επιρροή, στους εξαρτώμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνταξιούχους και μισθωτούς του δημοσίου.
Δεν καταλαβαίνει, ότι τον κρατικό προϋπολογισμό πρέπει κάποιοι να τον τροφοδοτούν και αυτοί σήμερα, περισσότερο από χθες, είναι σε καθολική απόγνωση.
Το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό. Τα σημερινά κόμματα και κυρίως της κυβέρνησης, δεν βλέπουν πέρα από το μικροκομματικό τους συμφέρον.
Η ΝΔ ζητά εκλογές, χωρίς σχέδιο για την χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, μπορεί να ξεπέρασαν εύκολα τις παλιές αυταπάτες, όπως ο Σαμαράς με το ΜΕΑ CULPA, στην πρώτη του συνάντηση με την Μερκελ, μόλις έγινε Πρωθυπουργός, δημιούργησαν όμως μια νέα, ακόμη πιο επικίνδυνη.
Πιστεύουν, ότι η εξουσία που κατέχτησαν με τον απίστευτο λαϊκισμό τους ανήκει, τουλάχιστον για οκτώ χρόνια, όπως συχνά επαναλαμβάνουν, για κάποιο μεταφυσικό λόγο.
Τις εκλογές ο Τσίπρας θα τις κάνει και πολύ γρήγορα, όχι γιατί θα χάσει την δεδηλωμένη στην Βουλή, αυτή την εξασφαλίζει με τις παραιτήσεις των διαφωνούντων.
Θα τις κάνει πιθανόν το φθινόπωρο, πριν οι πολίτες πληρώσουν το σύνολο των πρόσθετων μέτρων, που ψηφίστηκαν τις τελευταίες ημέρες και πριν ψηφίσει το μεσοπρόθεσμο 2016-2020 και καταθέσει τον νέο προϋπολογισμό, με την πρώτη εφαρμογή του κόφτη.
Η ηγεσία του Σύριζα, δεν θέλει να υποστεί μη αντιστρεπτές πολιτικές βλάβες, γιατί δεν θέλει να διακινδυνέψει την θέση του στο νέο δικομματισμό. Λιγότερο σκέφτεται την πρωτιά στις εκλογές, γιατί πιστεύει ότι η δεξιά παρένθεση, θα είναι πιο μικρή από την διαφαινόμενη αριστερή.
Τσίπρας και Μητσοτάκης συμφωνούν απολύτως σε ένα θέμα, να εξαφανίσουν τον πολιτικό χώρο του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας.
Να πάρει ο καθένας ότι μπορεί, από τον χώρο και να γειτονέψουν οριστικοποιώντας τον νέο δικομματισμό, κακέκτυπο του παρελθόντος και επικίνδυνου για το παρόν και το μέλλον της χώρας.
Τα κόμματα και τα στελέχη του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, τι κάνουν ;