Ως «περίπτωση ειδικής δυσκολίας» χαρακτηρίζει την κατάσταση στην Ελλάδα ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Μόρις Όμπστφελντ σε συνέντευξή του που δημοσίευσε την Πέμπτη η ιστοσελίδα του Ταμείου. Και γι’ αυτό επιμένει ότι απαιτείται «αναδιάρθρωση ή και κούρεμα του χρέους», κάτι που προϋποθέτει ότι οι «πιστωτές θα αναλάβουν μέρος του κόστους».
Ο υπ’ αριθμόν 2 αξιωματούχος του ΔΝΤ (πρώτη στην ιεραρχία είναι, ως γνωστόν, η γενική διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ) σημειώνει ότι η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση οδήγησε την παγκόσμια ακαδημαϊκή και πολιτική κοινότητα σε μια ευρεία αναθεώρηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Επιμένει, ωστόσο, στις πολιτικές λιτότητας και δεν απορρίπτει τη λεγόμενη «νέα οικονομική ορθοδοξία», τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που θέτει ως πρώτη προτεραιότητα των οικονομιών και των κυβερνήσεων τα χαμηλά ελλείμματα.
Το άρθρο με τον προκλητικό τίτλο «Είναι ο Νεοφιλελευθερισμός ξεπερασμένος;», που δημοσίευσε προσφάτως το ΔΝΤ ερμηνεύθηκε λανθασμένα κατά τον αμερικανό καθηγητής Οικονομίας στο (προοδευτικών τάσεων) Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια, που από τον περασμένο Σεπτέμβριο αντικατέστησε το γάλλο οικονομολόγο Ολιβιέ Μπλανσάρ στο αξίωμα του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ.
Το επίμαχο άρθρο δεν σηματοδοτεί κάποια αλλαγή στην στρατηγική, τις αρχές και τις μεθόδους του Ταμείου και δεν σημαίνει ότι το Ταμείο απορρίπτει τις πολιτικές λιτότητας ως μη λειτουργικές για την υπέρβαση της κρίσης ή ως προάγουσες την ανισότητα στις κοινωνίες, εξήγησε ο Όμπστφελντ.
«Το Ταμείο δεν είναι κατά της λιτότητας, αλλά ουδείς προτείνει τη λιτότητα χωρίς αυτή να χρειάζεται. Εμείς υποστηρίζουμε δημοσιονομικές πολιτικές που στηρίζουν την ανάπτυξη και την ισότητα σε βάθος χρόνου. Οι πολιτικές αυτές μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με τις χώρες στις οποίες εφαρμόζονται και με τις καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο αμερικανός καθηγητής εξήγησε ότι «οι κυβερνήσεις απλώς πρέπει να αντιληφθούν ότι πρέπει να ζουν με τα δικά τους μέσα σε μακροπρόθεσμη βάση ή, αν ξεπερνούν τα μέσα αυτά, να κηρύσσουν στάση πληρωμών των χρεών τους, κάτι που κατά κανόνα κοστίζει στους πολίτες τους και κυρίως στους πιο φτωχούς εξ αυτών».
Ο Όμπστφελντ υπογράμμισε ότι με τα λεγόμενά του περιγράφει την πραγματικότητα και δεν παίρνει κάποια ιδεολογική θέση.
Εξελικτικές αναθεωρήσεις
Δεν αρνείται, πάντως, ο Όμπνστφελντ το γεγονός ότι με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση το Ταμείο «ξανασκέφθηκε» κάποιες πολιτικές του όχι σε ό,τι αφορά την χρησιμότητα ή τη «φιλοσοφία» τους, αλλά σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τους. Κληθείς να χαρακτηρίσει τις αναθεωρήσεις που έγιναν τις χαρακτήρισε «εξελικτικές και όχι επαναστατικές».
«Οι χώρες χρειάζονται να διαθέτουν ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που είναι αξιόπιστο μεσοπρόθεσμα και που εμπνέει εμπιστοσύνη στις αγορές ότι το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο και μπορεί να αποπληρωθεί δίχως πολύ υψηλό πληθωρισμό. Οι χώρφες αυτές θα έχουν τυπικά το περιθώριο να προχωρούν σε οικονομικές διορθώσεις με δημοσιονομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των αυτόματων σταθεροποιητών», είπε ο Όμπστφελντ.
Αναφερόμενος, τέλος, στη στάση του ΔΝΤ έναντι της Ελλάδας ο Όμπστφελντ παραδέχθηκε ότι υπάρχουν όρια σε ό,τι αφορά την σκληρότητα των μέτρων που μπορούν ή θα έπρεπε να ανεχθούν οι οικονομίες. «Γι’ αυτό σε περιπτώσεις ειδικής δυσκολίας συστήνουμε μια αναδιάρθρωση ή και απομείωση του χρέους, κάτι που προϋποθέτει ότι οι πιστωτές θα αναλάβουν μέρος του κόστους της αναδιάρθρωσης. Αυτή είναι η προσέγγιση που εν προκειμένω συνιστούμε για την Ελλάδα», τόνισε προδιαθέτοντας συνέχιση της «κόντρας» Ταμείου-Βερολίνου με αφορμή την ελληνική κρίση.