Ζολτ Νταρβάς: «Πήρατε για το χρέος την ίδια υπόσχεση με πέρυσι»

«Τα συμπεράσματα του Eurogroup δεν περιλαμβάνουν καμία σημαντική νέα απόφαση» δηλώνει στο «Βήμα της Κυριακής» ο Ζολτ Νταρβάς,

«Τα συμπεράσματα του Eurogroup δεν περιλαμβάνουν καμία σημαντική νέα απόφαση» δηλώνει στο «Βήμα της Κυριακής» ο Ζολτ Νταρβάς, επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel. Το κορυφαίο στέλεχος του πασίγνωστου think tank των Βρυξελλών υποστηρίζει ότι η ίδια υπόσχεση που δόθηκε στο Eurogroup της περασμένης Τρίτης «είχε δοθεί πέρυσι και, εκτός από μερικά μικρότερα μέτρα, η ανακοίνωση του Eurogroup μετέφερε τη συζήτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους το 2018, όταν και είναι προγραμματισμένο να λήξει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης». O κ. Νταρβάς βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε σε ημερίδα για την ελληνική οικονομία την οποία διοργάνωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Πετράκης. Στα θετικά της απόφασης κατά τον κ. Νταρβάς περιλαμβάνονται η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η πιθανή επαναφορά του λεγόμενου waiver ώστε «οι ελληνικές τράπεζες να γλιτώσουν κάποιο κόστος τόκων».
Πώς ερμηνεύετε την απόφαση του Eurogroup της περασμένης Τρίτης για την Ελλάδα;
«Τα συμπεράσματα του Eurogroup της 24ης Μαΐου δεν περιλαμβάνουν καμία σημαντική νέα απόφαση. Ουσιαστικά επιβεβαιώθηκαν οι ιδέες και οι στόχοι που τέθηκαν το περασμένο καλοκαίρι στο Μνημόνιο για το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Ως το 2018 θα πρέπει να έχει επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να έρθει αν η Ελλάδα πληροί τους όρους διάσωσης. Βεβαίως, η δήλωση του Eurogroup παρέμεινε ασαφής ως προς την ελάφρυνση του χρέους. Η ίδια υπόσχεση είχε δοθεί και πέρυσι και, εκτός από μερικά μικρότερα μέτρα, η ανακοίνωση του Eurogroup μετέφερε τη συζήτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους το 2018, όταν και είναι προγραμματισμένο να λήξει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης.
Μεταξύ των λίγων θετικών της απόφασης είναι το γεγονός ότι η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και ως εκ τούτου η Ελλάδα θα λάβει τα νέα δάνεια. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: πλέον μπορεί να επιτραπεί στις ελληνικές τράπεζες να χρησιμοποιούν τους συνήθεις δανειοδοτικούς μηχανισμούς της ΕΚΤ οι οποίοι έχουν ένα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από τον τρέχοντα μηχανισμό έκτακτης ανάγκης και ως εκ τούτου οι ελληνικές τράπεζες θα γλιτώσουν κάποιο κόστος τόκων. Στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης μπορούν να αγοραστούν ελληνικά κρατικά ομόλογα από την ΕΚΤ. Ενα άλλο θετικό της ανακοίνωσης είναι ότι άφησε την πόρτα ανοιχτή για μια ελάφρυνση του χρέους σε περίπτωση που προκύψει ασθενέστερη από την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ, ελάφρυνση η οποία βέβαια εξαρτάται από το αν η Ελλάδα ικανοποιήσει πλήρως τους όρους του προγράμματος διάσωσης. Και το τρίτο θετικό στοιχείο είναι ότι, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να επιτευχθεί ως το 2018, το κείμενο των συμπερασμάτων άφησε ανοιχτό το κατά πόσον αυτό το πλεόνασμα θα πρέπει να διατηρηθεί κατά τα επόμενα χρόνια ή θα είναι δυνατή κάποια μείωση».
Μπορεί να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ; Ρωτάω διότι το ΔΝΤ επιμένει ότι δεν γίνεται.
«Το ΔΝΤ αξίζει επαίνων για το θάρρος του να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, διότι κατά τη διάρκεια του πρώτου προγράμματος διάσωσης το Ταμείο είχε εγκρίνει ολόψυχα τον στόχο επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 6% του ΑΕΠ. Εκείνο το πρόγραμμα βασίστηκε σε υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές και το ΔΝΤ την περίοδο 2010-11 ήταν αποφασιστικά αντίθετο με την αναδιάρθρωση του χρέους. Αλλά τώρα το ΔΝΤ πηγαίνει πολύ μακριά προτείνοντας πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ. Νομίζω ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν είναι υπερβολικά υψηλό (πολλές χώρες, όπως η Ιταλία και το Βέλγιο, δύο χώρες-μέλη της ΕΕ με υψηλό επίπεδο χρέους, είχαν παρόμοια πλεονάσματα για δεκαετίες πριν από την κρίση και πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια), αλλά το βασικό πρόβλημα είναι το timing: η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή και μείωση παραγωγής από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια, αλλά εξακολουθεί να ζητείται απ’ αυτήν περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή. Κατά την άποψή μου, η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να καθυστερήσει αρκετά χρόνια μέχρι να επανέλθει η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο αυτή τη στιγμή είναι η ελπίδα για το μέλλον. Αυτή η ελπίδα δεν θα πραγματωθεί ώσπου να επανέλθει η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Η οικονομική ανάπτυξη θα βελτιώσει επίσης το πρωτογενές ισοζύγιο, ακόμη και χωρίς περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή, και με τον τρόπο αυτόν θα συμβάλει στην επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου του πρωτογενούς ισοζυγίου».
Γιατί δεν μπορούν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και το ΔΝΤ να συμφωνήσουν σε μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και στις ενέργειες που απαιτούνται για την αναδιαμόρφωση του χρέους;
«Η θέση του ΔΝΤ, η οποία περιλαμβάνει πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ και μια σημαντική και άμεση αναδιάρθρωση του χρέους, τροφοδοτείται κατά τη γνώμη μου από δύο παράγοντες. Κατ’ αρχάς, το ΔΝΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι μια… δύσκολη χώρα στην οποία οι μακροπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι είναι πολύ αβέβαιοι, όπως αβέβαιη είναι και η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Δεύτερον, πολλές μη ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΔΝΤ ήταν εξαιρετικά δυσαρεστημένες από τον τρόπο με τον οποίο το Ταμείο διαχειρίστηκε τα πρώτα δύο προγράμματα διάσωσης και πολλοί φορείς χάραξης πολιτικής σε αυτές τις χώρες δεν επιθυμούν να δουν μια συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα. Οσον αφορά τους ευρωπαίους εταίρους, η ελάφρυνση του χρέους θα σήμαινε απώλειες για τους φορολογουμένους κάθε χώρας. Ετσι η στρατηγική τους είναι να προσφέρουν σημαντική ελάφρυνση χρέους μόνο αν η Ελλάδα εφαρμόσει πλήρως το Μνημόνιο και δεν θα υπάρξει καμία άλλη επιλογή».
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει καλές πιθανότητες εξόδου από την εποχή του Μνημονίου μετά το καλοκαίρι του 2018, όταν λήξει το τρέχον πρόγραμμα;
«Η δήλωση του Eurogroup συνεχίζει να προσποιείται ότι η πρόσβαση στις αγορές με προσιτό επιτόκιο θα είναι δυνατή στο τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης. Αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι ρεαλιστικό: στο τέλος του τρίτου προγράμματος θα απαιτηθεί είτε μια δραστική αναδιάρθρωση του χρέους (όπως, π.χ., μια μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους κατά το ήμισυ) για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην αγορά ή ένα τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης. Ακόμη και αν τα πράγματα πάνε καλά ως το 2018, το δημόσιο χρέος θα είναι πιθανώς μεγαλύτερο από το 170% του ΑΕΠ, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα θα χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Είναι αδιανόητο για μένα ότι υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα θα είναι σε θέση να δανείζεται με επιτόκιο περίπου 1% (το κατά προσέγγιση επιτόκιο δανεισμού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – ESM), ενώ ένα πολύ υψηλότερο επιτόκιο θα οδηγεί σε μη βιώσιμη πορεία του χρέους».
Επειτα από εξίμισι χρόνια μεταρρυθμίσεων και παραμετρικών μέτρων (αυξήσεις φόρων και περικοπές) η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση. Πιστεύετε ότι το νέο πακέτο μέτρων θα βοηθήσει ή θα υποσκάψει τις πιθανότητες για μια ταχεία ανάκαμψη;
«Ας θυμηθούμε ότι το 2014 η ανάπτυξη είχε επανέλθει και υπήρχε δημιουργία θέσεων εργασίας σε κάθε τρίμηνο του έτους. Αυτό υποδηλώνει ότι μετά από μια πραγματικά οδυνηρή προσαρμογή κατά την περίοδο 2010-2013 είχαν προκύψει θετικές εξελίξεις το 2014. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 όμως το αδιέξοδο μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών και η εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) έσπρωξαν τη χώρα και πάλι σε ύφεση. Οι θετικές εξελίξεις του 2014 μας δείχνουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να επιστρέψει στην Ελλάδα αν εξαλειφθούν όλες οι αβεβαιότητες γύρω από την ελληνική συμμετοχή στην ευρωζώνη και την εφαρμογή του Μνημονίου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.