Οι αποφάσεις του Eurogroup της περασμένης Τρίτης (σε συνάρτηση με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου από την Ελληνική Βουλή την περασμένη Κυριακή) κλείνουν μια μεγάλη αβεβαιότητα. Αλλά την κλείνουν με τεράστιο κόστος αφού, μεταξύ άλλων, επισφραγίζουν την πολιτική και θεσμική έξοδο της Ελλάδας ως ισότιμου μέλους από τον εσωτερικό κεντρικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Επισφραγίζουν ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην ευρωζώνη, ότι δεν θα υπάρξει Grexit παρά μόνο ως αποτέλεσμα κάποιου ατυχήματος, αλλά ως θεσμικά «μη κανονική χώρα μόνιμου ειδικού καθεστώτος», ειδικών ρυθμίσεων και περιορισμένης κυριαρχίας συγκριτικά με τις άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνολικά. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος που περιέρχεται σε αυτή την κατάσταση στην ιστορία της ευρωζώνης και της ΕΕ συνολικά (οι περιπτώσεις Ην. Βασιλείου και Δανίας είναι εντελώς διαφορετικές). Για όλους όσοι εργαστήκαμε για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα) και στη συνέχεια για την προσχώρησή της στην ευρωζώνη (ΟΝΕ) ως κανονική, ισχυρή χώρα η εξέλιξη αυτή είναι πολλαπλώς θλιβερή, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Βιώνεται και ως προσωπική ήττα.
Με την ένταξή της μια χώρα εκχωρεί οικειοθελώς και αναπόφευκτα κυριαρχία στην Ενωση ως προϋπόθεση για την οικοδόμηση του υπερεθνικού συστήματος διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης ποφάσεων. Ετσι επέρχεται ένας «διαμοιρασμός κυριαρχίας» (shared sovereignty) που επιτρέπει στο σύστημα να λειτουργεί. Αλλά ταυτόχρονα με την εκχώρηση της κυριαρχίας η χώρα ανακτά δύναμη και ικανότητα να συνδιαμορφώνει αποφάσεις, να επηρεάζει πολιτική, να ασκεί διαπραγματευτική ισχύ (bargaining power). Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σ’ όλη αυτή τη λογική και τη θεσμική της έκφραση. Το αντίθετο, αλλά με μία βασική προϋπόθεση: ότι οι κανόνες εκχώρησης της κυριαρχίας και οι θεσμικές και πολιτικές ρυθμίσεις που προκύπτουν (Συνθήκες, καθεστώς διακυβέρνησης κ.τ.λ.) είναι ακριβώς οι ίδιες και εφαρμόζονται ομοιόμορφα για όλες τις χώρες-μέλη ανεξαρτήτως μεγέθους ή οικονομικής ισχύος, αν είναι δηλαδή μικρές ή μεγάλες χώρες, πλούσιες ή φτωχές κ.τ.λ. Μόνο προσωρινές, βραχυχρόνιες παρεκκλίσεις μπορούν να υπάρξουν από το καθεστώς αυτό για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων και την επίλυση κρίσεων, όπως ανισορροπίες στη δημοσιονομική διαχείριση κ.τ.λ. Με τον τρόπο αυτόν κατοχυρώνεται η θεσμική και πολιτική ισοτιμία των κρατών-μελών που ρητά προβλέπουν άλλωστε οι Συνθήκες. Με τις αποφάσεις που προαναφέραμε η Ελλάδα ξέφυγε από το καθεστώς αυτό. Δεν αντιμετωπίζεται ομοιόμορφα όχι μόνο για εύλογα περιορισμένο χρονικό διάστημα αλλά για το απώτερο μέλλον (εκατό χρόνια;), ίσως στο διηνεκές, μόνιμα.
Η Ελλάδα τίθεται υπό καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας ως μη κανονική χώρα-μέλος του συστήματος της ευρωζώνης και στη βάση αυτή θα χρηματοδοτείται. Και τούτο γιατί έχει κριθεί ότι η χώρα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί με τον ριζικό τρόπο που απαιτείται προκειμένου να λειτουργήσει ως κανονική χώρα-μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ).
Αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα ενσυνείδητα επεξεργασμένης στρατηγικής από πλευράς ευρωζώνης και των χωρών-μελών και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, ενώ ως πριν από έναν χρόνο περίπου (Ιούλιος 2015) όλοι σχεδόν οι ευρωπαίοι συντελεστές έβλεπαν ως έσχατη λύση για το ελληνικό πρόβλημα την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη (Grexit), η στρατηγική αυτή εγκαταλείφθηκε (ως απρόβλεπτων συνεπειών και κόστους) υπέρ μιας εναλλακτικής στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή κρατά την Ελλάδα στην ευρωζώνη αλλά κάτω από καθεστώς σχεδόν μόνιμων ειδικών ρυθμίσεων ελέγχου, εποπτείας, μνημονίων, περιορισμένης κυριαρχίας κ.τ.λ., έξω δηλαδή από το καθεστώς της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης όπως ισχύει για όλες τις άλλες χώρες-μέλη του συστήματος. Ολες οι έκτακτες ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν για την Ελλάδα παύουν ουσιαστικά να είναι προσωρινές και «έκτακτες» αφού θα ισχύουν στο διηνεκές ή για εκατό χρόνια τουλάχιστον, είτε αναφερόμαστε στον «πρόσθετο έκτακτο μηχανισμό περικοπών» (additional contingency mechanism), τον γνωστό «κόφτη», είτε στις ρυθμίσεις εποπτείας και ελέγχου της οικονομίας, το νέο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων κ.τ.λ. Το κανονικό σύστημα διακυβέρνησης της ευρωζώνης προβλέπει παρεμφερείς ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ομοιόμορφα και χωρίς διακρίσεις για όλες τις χώρες-μέλη εκτός Ελλάδας. Η Ελλάδα θα είναι κάτω από ειδικό καθεστώς. (Και για να είμαστε ειλικρινείς, ορισμένες από τις ρυθμίσεις/μέτρα όπως ο «κόφτης» made for Greece ή το νέο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων ή ακόμη και η πλήρης ανεξαρτησία της Γραμματείας Εσόδων κατέστησαν αναγκαίες και επιθυμητές ίσως αλλά ακριβώς γιατί η Ελλάδα απέτυχε και αποτυγχάνει να προσαρμοσθεί στην ευρωπαϊκή κανονικότητα των ρυθμίσεων της οικονομικής διακυβέρνησης.)
Από μια άποψη η εποχή των μνημονίων (ΜΟU) έχει τερματισθεί. Τα μνημόνια όπως ξεκίνησαν σηματοδοτούσαν μια σχετικά σύντομη περίοδο έκτακτων μέτρων/ ρυθμίσεων/ πολιτικής / εποπτείας προκειμένου να ξεπερασθεί μια κρίση, να διευκολυνθεί η προσαρμογή της οικονομίας κ.τ.λ. και στη συνέχεια να επέλθει η επιστροφή στην κανονικότητα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης –οι περιπτώσεις, λ χ. της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Η Ελλάδα δεν ανήκει πλέον στην κατηγορία αυτή. Η έκτακτη κατάσταση παύει να είναι έκτακτη. Γίνεται μόνιμη και θεσμοποιείται ως μόνιμη με την υπογραφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ