Πέρασαν 200 και περισσότερα χρόνια από τότε (1802) που ο λόρδος Έλγιν, βρετανός πρέσβης στην οθωμανική αυτοκρατορία, χρησιμοποιώντας μια άδεια του σουλτάνου, αφαίρεσε με βίαιο τρόπο, τεμαχίζοντας και σπάζοντας, πολλά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα και τα μετέφερε στη Βρετανία.
Το αίτημα της επιστροφής των έργων αυτών στον τόπο που δημιουργήθηκαν δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται για την Ελλάδα. Μεγάλη μάχη γι’ αυτό έδωσε η Μελίνα Μερκούρη, η οποία από το 1983, ως υπουργός Πολιτισμού, ξεκίνησε την εκστρατεία για την επιστροφή τους στην Αθήνα. Το θέμα παραμένει ανοιχτό και σήμερα η χώρα μας έχει ένα ακόμη επιχείρημα για να ζητάει την επιστροφή τους: το Μουσείο της Ακρόπολης που συγκαταλέγεται στα καλύτερα μουσεία του κόσμου.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Πρακτορείο» ο πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης, καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής διαμηνύει ότι «είναι θέμα πολιτιστικής ηθικής η επιστροφή τους», τονίζοντας: «Υπάρχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και τα σπουδαία μνημεία έχουν τα δικά τους δικαιώματα. Τα δικαιώματα της ακεραιότητάς τους Δεν μπορείς να τεμαχίζεις ένα σπουδαίο μνημείο».
«Οι παράγοντες που παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο στο ζήτημα είναι πολλοί. Στο επίπεδο των μουσείων τα πράγματα είναι λιγότερο δύσκολα αλλά το θέμα αυτό έχει ανεβεί στο πολιτικό επίπεδο και μάλιστα στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, οπότε όλα δυσκολεύουν. Από τη μια μεριά η διεθνοποίηση μπορεί να βοηθήσει, από την άλλη μπλοκάρει πολλά πράγματα και ασφαλώς η πολιτική ισχύς παίζει και αυτή το ρόλο της. Εγώ πιστεύω ότι το θέμα τίθεται σε μία βάση πολιτιστικής ηθικής την οποία δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς και δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι είναι καλύτερα ένα έργο να βρίσκεται το μισό στην Αθήνα και το μισό κάπου αλλού από το να είναι συνενωμένο. Και μάλιστα από τη στιγμή που μπορούμε να συνενώσουμε έργα, τα οποία τεμαχίστηκαν για ιστορικούς λόγους, για λόγους αλληλουχίας κάποιων δυσάρεστων γεγονότων» δηλώνει, σημειώνοντας:
«Σημασία έχει ο συνεχής αγώνας, η συνεχής επαγρύπνηση και το να κρατάει κανείς το θέμα συνεχώς ζωντανό. Όλα λέγονται, συζητούνται, ερμηνεύονται. Κρατιέται το θέμα ζωντανό, για να είμαι ρεαλιστής. Γιατί αισιόδοξος, είμαι. Αλλά ακόμη είναι θέμα χρόνου».
Στην ερώτηση εάν θεωρεί πως το Βρετανικό Μουσείο θα μπορούσε να επιστρέψει τα γλυπτά, ο κ. Παντερμαλής απαντά:
«Ναι, αλλά όχι έτσι απλά ‘πάρτε τα πίσω’. Θα πρέπει να κάνεις μία διαπραγμάτευση, να δώσεις κάτι, π.χ. η ιδέα που ειπώθηκε να γίνονται περιοδικές εκθέσεις στο Βρετανικό Μουσείο με ελληνικά έργα δεν είναι κακή, να πηγαίνουν και να έρχονται τα εκθέματα, να προβάλλονται στο Βρετανικό Μουσείο. Και τα γλυπτά του Παρθενώνα να βρίσκονται εδώ. Υπάρχουν δημιουργικές ιδέες, αλλά μέχρι να υλοποιηθούν χρειάζεται χρόνος. Η πρόταση αυτή συζητείται γιατί τους συμφέρει και αυτούς. Ανανεώνουν έτσι την έκθεσή τους και έχουν περισσότερους επισκέπτες».
Στην ίδια συνέντευξη ο κ. Παντερμαλής επισημαίνει πως «το Μουσείο της Ακρόπολης είναι μακράν καλύτερο του Βρετανικού» αναφορικά με την παρουσίαση των Γλυπτών, «διότι εκθέτει τα γλυπτά όπως ήταν στο κτίριο, δηλαδή δεν κοιτάζουν εσωτερικά σε μία αίθουσα, αλλά γύρω από μία αίθουσα, όπως ακριβώς ήταν στο κτίριο το αρχικό».
«Eπίσης» συνεχίζει «εδώ φωτίζονται με το ίδιο φως που φωτίζονταν όταν δημιουργήθηκαν και η αίθουσα του Παρθενώνα είναι ακριβώς παράλληλη με το μνημείο. Έτσι, ο επισκέπτης μπορεί να βλέπει από τη μια πλευρά τα γλυπτά και από την άλλη να βλέπει την πρωτότυπη αρχιτεκτονική».
Ο κ. Παντερμαλής υπενθυμίζει την τεράστια καλλιτεχνική αξία των Γλυπτών, τονίζοντας πως «αποτελούν πρότυπο για τις μεταγενέστερες εποχές, διότι ισορροπούν ανάμεσα σε φόρμα και περιεχόμενο, διότι έχουν μια επιφάνεια, η οποία είναι από τις πιο πλούσιες που υπάρχουν στην τέχνη, διότι αποδίδουν καταπληκτικές λεπτομέρειες και επίσης δίνουν σπουδαίες εκφράσεις στα πρόσωπα και των ανθρώπων και των αλόγων στη ζωφόρο του Παρθενώνα».
«Είναι μια τέχνη, η οποία καλλιεργήθηκε εκατονταετίες στην Αθήνα, προχώρησε πάρα πολύ στα αρχαϊκά χρόνια και κορυφώθηκε στην κλασική εποχή» προσθέτει.
Στην ερώτηση, τέλος, εάν συμμερίζεται την άποψη ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα μπορούν να συγκριθούν μόνο με τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, απαντά:
«Εγώ θα έλεγα ότι αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα δημιουργήθηκαν πριν από 2.500 χρόνια θα μπορούσε να τολμήσει να πει ότι υπερτερούν από τα έργα αυτών των δύο Ιταλών καλλιτεχνών. Τα γλυπτά του Παρθενώνα συνένωσαν την ουσία ενός κλασικού πολιτισμού, ο οποίος είχε προοδεύσει καταπληκτικά και στους τομείς της επιστήμης και στους τομείς της τέχνης».