Κύριε Θεοδωρόπουλε, το εφετινό πρόγραμμα είναι πρόγραμμα Λούκου;
«Εχει πράγματα κοινά και είναι φυσιολογικό. Αυτό που έκανε ο Γιώργος Λούκος, κυρίως στην Πειραιώς, είναι κάτι που θαυμάζω και εκτιμώ, μια αλλαγή, μια ανατροπή σε σχέση με ό,τι γινόταν πριν. Αρα δεν μπορώ να μην είμαι επηρεασμένος.
Το πρόγραμμα στήθηκε λοιπόν μαζί με την ομάδα των συνεργατών μου, η οποία ευτυχώς φτιάχτηκε γρήγορα καθώς εκείνοι που εκτιμώ ήταν διαθέσιμοι: η Δήμητρα Κονδυλάκη, ο Ματίας φον Χαρτζ, η Στεριανή Τσιντζιλώνη και η Τζωρτζίνα Κακουδάκη».
Ολες οι προτάσεις είχαν ήδη κατατεθεί…
«Οταν πήγα στο Φεστιβάλ λίγες ημέρες πριν είχε φύγει η γραμματέας Διονυσία Σκαμπαρδώνη. Δεν βρήκα τίποτα απολύτως από προτάσεις ξένων, μόνο οι ελληνικές, γύρω στις 300, όπως είχαν καταγραφεί στο πρωτόκολλο. Δεν υπήρχαν δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, συμφωνίες».
Δύσκολη η επιλογή;
«Το ελληνικό θέατρο μου είναι πολύ γνώριμο και μου ήταν εύκολο να διαλέξω. Βλέπω πολλές παραστάσεις και έχω την εμπειρία από το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Από την άλλη, ήθελα, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, να βρω ξένες παραγωγές. Γι’ αυτό και η συνεισφορά του Ματίας, που είναι διευθυντής του Φεστιβάλ Foreign Affairs του Βερολίνου, είναι πολλαπλάσια. Εφερε 22 προτάσεις και το συγκινητικό είναι ότι με όσους συζήτησε ήταν θετικοί. Επελέγησαν δέκα».
Αρα το πρόγραμμα είναι δικό σας;
«Ναι, έχει τη δική μου σφραγίδα».
Στην Επίδαυρο ήταν πιο σαφές το τοπίο;
«Ηταν το πιο εύκολο καθώς από την αρχή υπήρχαν οι τέσσερις θεσμικές παραγωγές (Εθνικό και ΚΘΒΕ) και προστέθηκαν άλλες τρεις που θεώρησα καλύτερες. Νομίζω ότι επτά είναι αρκετές. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί αλλά στην επανεξέταση της Επιδαύρου».
Εχετε ήδη ανακοινώσει το Λύκειο Επιδαύρου.
«Η Επίδαυρος έχει αυτή την αίγλη. Οι πάντες θα ήθελαν να πατήσουν το πόδι τους σε αυτό το υπέροχο θέατρο, το οποίο μπορεί να είναι πολυσυλλεκτικό. Οχι, δεν θα ήθελα να κάνω ανατροπή αλλά να το συνδέσω με τον χώρο και την εκπαίδευση. Για μένα αυτό είναι κεντρικό. Η ιδέα του μεγάλου θερινού σχολείου προϋπήρχε μέσα μου. Εχει να κάνει με την παιδεία μου».
Το Φεστιβάλ Αθηνών κινδυνεύει να γίνει μια μεγέθυνση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου;
«Οχι, όχι. Εγώ είμαι το μόνο κοινό στοιχείο. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος και εύχομαι να παραμείνω ο ίδιος όταν παραδώσω τη σκυτάλη στον επόμενο. Τώρα είναι εύκολο να είμαι 100% ο Βαγγέλης. Ξέρω ότι είναι γλυκιά και επικίνδυνη η εξουσία. Γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι πρέπει να μείνω πάρα πολύ. Σε μια μεγάλης διάρκειας θητεία γίνεσαι καθεστώς».
Αναφέρεστε εμμέσως στον προκάτοχό σας;
«Δεν θέλω να αναφερθώ σε πρόσωπα. Εχω το παράδειγμα της Αμερικής με τις δύο θητείες του προέδρου. Δεν αφορά κανέναν αυτό που λέω. Είναι μια σκέψη για τον εαυτό μου».
Σας συνεχάρη ο κ. Λούκος;
«Οχι».
Είχατε κάποια επαφή μαζί του;
«Οχι. Κοιτάξτε, εγώ είχα μια πολύ καλή συνεργασία τα δέκα χρόνια που ήταν ο Γιώργος Λούκος στο Φεστιβάλ και δεν θεωρώ καθόλου αδικημένο τον εαυτό μου. Εχω σκηνοθετήσει μέσα σε πολύ καλές συνθήκες τέσσερις φορές. Το προηγούμενο καλοκαίρι –που κατανοώ όμως, λόγω capital controls –το πράγμα άλλαξε: φτάσαμε να τσακωθούμε γιατί στο παρά πέντε δεν ξέραμε αν θα πάμε στην Επίδαυρο. Το να θυμώσω και να θυμώσει είχε να κάνει καθαρά με τη συγκυρία. Ηταν ανθρώπινο».
Πώς σχολιάζετε τις εξελίξεις μετά την αποπομπή του;
«Επειδή είναι ένα θέμα καθαρά διοικητικό, δεν μου πέφτει λόγος».
Σας είχε προταθεί το Φεστιβάλ προ Φαμπρ. Γιατί αρνηθήκατε;
«Πάντα αρνιόμουν, λέγοντας μάλιστα «έχω θέατρο». Mετά τον Λούκο, το έργο του και την έντονη προσωπικότητά του, δημιουργήθηκε ένας, μικρός ίσως, εμφύλιος. Αλλά επειδή στην Ελλάδα είμαστε ακόμη στον απόηχο των εμφυλίων, αυτό παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Δεν ήθελα να μπω μέσα σε αυτόν τον εμφύλιο. Διατήρησα το δικαίωμα να λέω τη γνώμη μου, να ασκώ κριτική. Αλλωστε πρέπει να σας πω ότι ως τώρα μου έχουν προτείνει διαφορετικές κυβερνήσεις να αναλάβω δημόσιες καλλιτεχνικές θέσεις. Εχω αρνηθεί».
Πώς κρίνετε την υπόθεση Φαμπρ;
«Είχα μεγάλες διαφωνίες με τον τρόπο που η κοινότητα των καλλιτεχνών αντιμετώπισε το θέμα αλλά και με το υπουργείο. Θεωρώ τον Φαμπρ έναν σημαντικό καλλιτέχνη και δεν μπορούμε να τον πετάμε στον Καιάδα γιατί είμαστε Ελληνες. Προσωπικά ντράπηκα πάρα πολύ με το persona non grata, γι’ αυτό και δεν υπέγραψα το κείμενο, ενώ συμμετείχα στις σχετικές εκδηλώσεις, όπως συμμετέχω πάντα».
Ποιος έφταιξε για το φιάσκο;
«Είναι προσβλητικό για σένα τον ίδιο να λες ότι ένας καλλιτέχνης είναι ανεπιθύμητος. Από την άλλη, όταν φέρνεις έναν καλλιτέχνη σαν τον Φαμπρ, δεν σημαίνει ότι του τα παραδίδεις όλα. Τον αφήνεις να κάνει αυτό που ξέρει, να είναι επιμελητής, curator. Και βάζεις δίπλα του κάποιον άλλον να χειριστεί όλο το υπόλοιπο».
Και το υπουργείο Πολιτισμού;
«Η ευθύνη ανήκει σε όλους. Απλώς έγιναν όλα μέσα σε εκρηκτική κατάσταση που απαιτούσε σωτήρια λύση. Και έτσι αντιμετωπίστηκε αρχικά: σαν μια σωτηρία. Αλλά το Φεστιβάλ δεν είναι μπαρ όπου έρχεται ο Μικ Τζάγκερ και θέλει να παίξει και του τα δίνεις όλα. Εδώ είναι ένας τεράστιος οργανισμός με πάνω από 22.000 θεατές κάθε καλοκαίρι. Γιγάντιο».
Αναλάβατε εσείς τον ρόλο του σωτήρα;
«Οχι. Δεν μου ταιριάζει. Το θεώρησα όμως «πατριωτικό καθήκον», σαν στρατιώτης στην τέχνη μου, στη δουλειά μου. Δεν θα ήθελα να μη γίνει εφέτος το Φεστιβάλ, γιατί στην Ελλάδα ό,τι κλείνει κινδυνεύει να μην ξανανοίξει, όπως με τις επιχορηγήσεις».
Και είπατε το «ναι»;
«Πράγματι. Οταν μετά τον Φαμπρ μου τηλεφώνησε ο υπουργός και μου πρότεινε το Φεστιβάλ, δέχθηκα αμέσως. Βρήκα γενναιόδωρο από την πλευρά του ότι με πρότεινε ξανά».
Αναρωτηθήκατε αν θα τα καταφέρετε;
«Αισθάνομαι ότι μπορώ. Αλλιώς δεν θα έβγαζα μέσα σε 25 ημέρες ένα πρόγραμμα που θέλει πάνω από οκτώ μήνες για να στηθεί».
Βασίζεστε κυρίως στην 20ετή εμπειρία σας στο Θέατρο του Νέου Κόσμου;
«Ναι. Ο,τι κουβαλάω ως υλικό, γνώση, συμμετοχή είναι όλη μου η διαδρομή. Δεν είναι έλλειψη σεμνότητας να πω ότι από αυτό που εισπράττω νιώθω καλά. Γι’ αυτό και ήμουν ψύχραιμος και ήρεμος ξεκινώντας να φτιάξω κάτι που για άλλους φαινόταν παρανοϊκό».
Ποιοι είναι οι επόμενοι στόχοι σας;
«Ολα όσα είχαν συσσωρευθεί μέσα μου και με απασχολούσαν σαν να ήρθε η στιγμή να βγουν προς τα έξω. Δεν θα γίνει τίποτα αυτόματα. Θέλουν τον χρόνο τους. Κεντρικό ζήτημα είναι η Επίδαυρος. Την αντιμετωπίζω σαν ένα φεστιβάλ, γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι ολόκληρη θεματική. Παράλληλα πιστεύω ότι το Φεστιβάλ ανήκει στην πόλη και πρέπει να απλώνεται. Μεγάλη σημασία έχει το θέμα της συνεργασίας».
Είστε μάλλον αγαπητός στον χώρο σας. Μπορείτε να γίνετε διευθυντής;
«Ανήκω στους ανθρώπους που κλείνουν πόρτες, που δεν αποφεύγουν τις συγκρούσεις. Οταν κάτι είναι έξω από αυτό που πιστεύω δεν ενδίδω. Ξέρω ότι έχω την ευθύνη. Ως Θέατρο του Νέου Κόσμου έχω συγκρουστεί με κάποιους, λίγους, αλλά αυτό δεν μεταφέρεται στο Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ δεν είναι το προσωπικό μου μαγαζί».
Αλήθεια, θα αποχωρήσετε από το Θέατρο του Νέου Κόσμου;
«Οχι. Εδώ και δύο χρόνια ωστόσο έχει αναλάβει το θέατρο ο Μίλτος Σωτηριάδης, ο γιος μου, και από ό,τι φαίνεται τα πάει καλά, και καλύτερα. Ξέρετε, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου λειτουργούμε οικογενειακά, ο Μίλτος, η Κοραλία (σ.σ.: Σωτηριάδου, η γυναίκα του) και εγώ. Και έτσι θα συνεχίσουμε».
Εχετε εχθρούς;
«Ναι, αλλά δεν πειράζει».
Τους ξέρετε;
«Ναι. Οσοι είναι από τον δικό σας χώρο γράφουν και φυσικά έχω και από τον δικό μου χώρο. Πώς αλλιώς; Δεν είμαι υπεράνω. Θα ήταν αλαζονικό και λάθος από μέρους μου να θεωρώ ότι είμαι αγαπητός στους πάντες. Μακάρι να έχω μια καλή σχέση με ένα 70% από τον χώρο. Το ένιωσα στη συνέντευξη Τύπου και συγκινήθηκα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου».
Οικονομικά ξεκινάτε με τρία εκατομμύρια προϋπολογισμό και χρέη από το 2015.
«Το χρέος ήταν πάνω από ένα εκατομμύριο και γι’ αυτό δέχθηκα ο προϋπολογισμός από 4 να γίνει 3 εκατ. ευρώ, για να εξοφληθούν όλοι. Τα περσινά θα εξοφληθούν άμεσα και η τρέχουσα σεζόν ως το τέλος του 2016. Ξέρω πόσο δύσκολα περνούν οι καλλιτέχνες. Περιμένουμε σύντομα τις πρώτες 800.000 από το ΥΠΠΟ που θα δοθούν σε χρέη και νέες παραγωγές».
Από εφέτος ο καλλιτεχνικός διευθυντής δεν είναι ούτε πρόεδρος ούτε διοικητικός διευθυντής.
«Πράγματι, και το θεωρώ πολύ σημαντικό. Με την εμπειρία μου θα συμβάλω σε ιδέες πάνω σε οργανωτικά θέματα. Ηδη έχω κάνει προτάσεις για να βρεθούν χρήματα. Υπάρχουν λύσεις».
Πώς αντιμετωπίζετε τη μουσική και τα εικαστικά;
«Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο η μουσική, γι’ αυτό και θα έχω υποστήριξη, όπως και στα εικαστικά. Παντού θέλεις υποστήριξη. Πιστεύω στην έννοια της ομάδας. Μπορεί να μου αρέσουν κάποια πράγματα αλλά αυτό δεν με κάνει να τα ξέρω όλα. Δεν είμαι αυτό που νομίζει ο εγγονός μου επειδή είμαι πολύ ψηλός: ότι είμαι ο Σπάιντερμαν. Δεν είμαι ο Σπάιντερμαν του ελληνικού θεάτρου ούτε των φεστιβάλ».
Είστε και μέλος του ΔΣ του Μεγάρου.
«Ναι. Θεωρώ ότι οι θεσμικοί φορείς πρέπει να συνεργάζονται. Είμαστε διεθνώς στην εποχή των συνεργασιών. Στην Αθήνα έχουμε οργανισμούς που μάλιστα βρίσκονται στον ίδιο άξονα, ξεκινώντας από τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας κατά μήκος του ποταμιού: το Μέγαρο Μουσικής, και αναφέρω τους θεσμικούς, η Εθνική Πινακοθήκη, το Ωδείο Αθηνών, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η Στέγη (που δεν είναι θεσμική) και το Σταύρος Νιάρχος, όπου το κομμάτι της Λυρικής θα γίνει κρατικό. Μακάρι το Φεστιβάλ να ήταν συνδετικός κρίκος».
Θα μετακομίσει το Φεστιβάλ;
«Ναι. Είναι ένα κτίριο με προβλήματα και ενοίκιο 23.000 ευρώ μηνιαίως. Θα ψάξουμε για χώρο με ενοίκιο ως 3.000 ευρώ. Με ενδιαφέρει να φτιαχτεί η Πειραιώς 260, να προστεθούν χώροι και να μεταφερθούν εκεί τα γραφεία. Είμαστε σε επαφή με την Εθνική Τράπεζα που έχει παραχωρήσει την Πειραιώς και τώρα με τη Λούκα Κατσέλη, έναν άνθρωπο από θεατρική οικογένεια. Υπάρχει μεγαλύτερη βούληση για λύσεις. Δεν ξέρω ακριβώς το χρονοδιάγραμμα, πιέζω, μιλάω… Δεν εξαρτάται όμως από μένα».
Ξεκινάτε με οικονομίες.
«Πρέπει να μειωθούν τα λειτουργικά έξοδα προς όφελος των παραγωγών. Ξέρετε ότι ο τεχνολογικός εξοπλισμός που νοικιάζει το Φεστιβάλ κοστίζει γύρω στο 1 εκατ. ευρώ; Με δύο αγοράζουμε καινούργιο…».
Είστε χαρούμενος;
«Ναι. Γιατί δεν θα μπορούσα να το αναλάβω αν δεν το αντιμετώπιζα συγχρόνως και ως παιχνίδι, όπως κάνω και στη ζωή μου».
Φοβάστε κάτι;
«Να μη χάσω το χιούμορ μου και να είναι καλά στην υγεία τους οι άνθρωποι που αγαπώ. Πραγματικούς φόβους δεν έχω. Εχω όμως ανασφάλειες. Δεν θεωρώ ότι μπορώ να τα κάνω όλα πολύ καλά. Ως καλλιτέχνης, ως σκηνοθέτης, δεν έχω πει ποτέ ότι έχω κάνει μια καλή παράσταση. Μόνο μια μαγείρισσα επιτρέπεται να το λέει αυτό για το φαγητό της».
Ξεχωρίζουν
Στην Επίδαυρο
- «Πλούτος» του Αριστοφάνη – Γιώργος Κιμούλης (1-2/7)
- «Ορέστεια» του Αισχύλου – Γιάννης Χουβαρδάς (8-9/7)
- «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή – Εθνικό Θέατρο και Θέατρο Βαχτάνγκοφ (29-30/7)
- «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη – Μιχαήλ Μαρμαρινός και Εθνικό Θέατρο
- «Ορνιθες» του Αριστοφάνη – Νίκος Καραθάνος και Στέγη
Στην Πειραιώς 260
- «The dog days are over» του Jan Martens – Χορός (22-23/6)
- «Αμλετ» του Σαίξπηρ – Οσκαρ Κορσουνόβας (25-26/6)
Στο Ηρώδειο
- «Αΐντα» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Ενρίκο Καστιλιόνε – Λυρική Σκηνή (10-12 & 15/6)
Στο Εθνικό Θέατρο
- «Julio Caesar. Spared parts» του Ρομέο Καστελούτσι (17-20/6)
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ