Ενας από τους πιο διάσημους ανθρώπους της Αμερικής, μια αγαπητή περσόνα, ένας όμορφος, αθλητικός, επικοινωνιακός καταφερτζής, μια προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου, εμπλέκεται σε μια διπλή δολοφονία. Τα στοιχεία είναι ενοχοποιητικά. Τα γάντια, το αίμα, το DNA, το άλλοθι, όλα δείχνουν πως μάλλον αυτός το έκανε, πως εκείνο το βράδυ στο Μπρέντγουντ, μια ακριβή «λευκή» συνοικία του Χόλιγουντ, ξέσπασε όλα τα καταπιεσμένα ένστικτά του στην πρώην γυναίκα του. Η Νικόλ βρέθηκε νεκρή δίπλα σε έναν νεαρό άνδρα. Ολα δείχνουν πως ο O.J. Simpson είναι ο δολοφόνος. Μέχρι που εμφανίζονται οι αυταπάτες.
Η υπεράσπιση του αθλητή O.J. Simpson είναι έξυπνη. Ενας δικηγόρος, ακτιβιστής των δικαιωμάτων των μαύρων, αναλαμβάνει την υπόθεση. Είναι δεινός ρήτορας με μορφή πάστορα και υποκριτικό ταλέντο, και γνωρίζει μια διαχρονική αλήθεια: ο κόσμος θέλει ιστορίες. Οι ιστορίες πουλάνε, αν τις πουλήσεις σωστά. Διάλεξε την αφήγηση του κυνηγημένου, του θύματος ρατσιστικής βίας, του ανθρώπου που επειδή πέτυχε παρά το χρώμα του δέρματός του ήταν αντικείμενο φθόνου.
Για να πιάσει ένα χονδροειδές ψέμα, πρέπει να έχει και ρίζες αλήθειας. Η ιστορία διαδραματίστηκε το 1994, μόλις δύο χρόνια μετά την εξέγερση στο Λος Αντζελες, όταν στις 30 Απριλίου 1992 ένα λευκό δικαστήριο αθώωσε τους αστυνομικούς που είχαν χτυπήσει βάναυσα τον μαύρο Ρόντνεϊ Κινγκ και επί ημέρες η πόλη καιγόταν. Τα αποκαΐδια μύριζαν ακόμη.
Για να πιάσει ένα ψέμα, επίσης, πρέπει να είναι όσο πιο χονδροειδές, όσο πιο απομακρυσμένο από τη λογική γίνεται. Ο δικηγόρος ήξερε καλά τους κανόνες. Και γι’ αυτό στις 3 Οκτωβρίου 1995, έπειτα από μια πολύμηνη διαδικασία που χαρακτηρίστηκε «η Δίκη του Αιώνα», σε μια χώρα στην οποία ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε απαιτήσει έξτρα μέτρα ασφαλείας, σε μια χώρα που σταμάτησε να αναπνέει (κατά 58% έπεσε ο αριθμός των τηλεφωνημάτων την ώρα της ανακοίνωσης της απόφασης, κατά 41% το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης), ο O.J. Simpson αθωώθηκε.
Η ιστορία της αθώωσης του O.J. Simpson είναι, όπως έγραψε και ο «New Yorker»: «Ενα φάντασμα που θα πλανάται πάνω από την αμερικανική ιστορία του 20ού αιώνα, με τον ίδιο τρόπο που η Ιλιάδα πλανιέται πάνω από τον κόσμο». Αν είναι για κάποιον λόγο επίκαιρη, είναι για τη σειρά «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story», που προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στις ΗΠΑ δραματοποιώντας τα πραγματικά γεγονότα και επιβεβαιώνοντας πως οι καλές ιστορίες με αίμα, ψέμα και σπέρμα είναι διαχρονικά δημοφιλείς.
Είναι μία από τις σειρές που παρακολουθώ με ρυθμούς πασατέμπο, προσπαθώντας να ξεπλύνω την ελληνική πολιτική, κοινωνική και τηλεοπτική πραγματικότητα που ζει (και όζει) ανάμεσά μας. Και ίσως λόγω της έντασης των ημερών όλα συνδέονται με όσα ζούμε.
Βλέποντας το φινάλε της σειράς, την ημέρα που ο Αλέξης Τσίπρας με τον Πάνο Καμμένο πανηγύριζαν για τα δικά τους μνημόνια, αναλύοντας τον μακιαβελικό τρόπο με τον οποίο η υπεράσπιση του O.J. Simpson καβάλησε το συναίσθημα, εκμεταλλεύτηκε το υπαρκτό πρόβλημα του ρατσισμού, χειραγώγησε την πραγματικότητα και αγνόησε την αλήθεια που ενοχλούσε, δεν μπόρεσα να μην κάνω τη σύγκριση.
Ασφαλώς οι κυβερνώντες μας δεν κατηγορούνται για φόνους, απλώς ο χειρισμός τους, ο τρόπος με τον οποίο για χρόνια δηλητηρίασαν την ατμόσφαιρα, ο τρόπος με τον οποίο παρουσίασαν τη συνθηκολόγηση και αποτυχία τους ως επιτυχία, ο τρόπος με τον οποίο πανηγύρισαν για κάθε τι το οποίο αναγκάστηκαν να υπογράψουν, ο χειρισμός του συναισθήματος αδικίας, ο καιροσκοπισμός και ο τυχοδιωκτισμός τους, το μίσος τους, έδεσαν ιδανικά με τα λόγια του θριαμβευτή δικηγόρου του O.J. Simpson: «Είχα μόνο μία ατζέντα: Να κερδίσω. Με κάθε θεμιτό μέσο, με κάθε τρόπο. Δεν έλαβα υπόψη τις συνέπειες. Κέρδισα».
Λίγα χρόνια μετά, ο O.J. Simpson συνελήφθη για άλλο αδίκημα· βρίσκεται ακόμη στη φυλακή. Αλλος ένας νόμος των ψεμάτων: Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις πολύ κόσμο για πολύ καιρό.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Μαΐου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ