«Ο καβγάς για την κληρονομιά μου θα είναι πολύ χειρότερος από ό,τι μπορείτε να φανταστείτε». Λίγο καιρό προτού πεθάνει, στις 8 Απριλίου 1973, ο Πάμπλο Πικάσο μιλούσε μετά λόγου γνώσης, ίσως και με ελαφρά χαιρεκακία, για όσα θα κατέλιπε στους απογόνους του. Πρώτον, γιατί δεν είχε φροντίσει να διευθετήσει με μια διαθήκη την κατανομή της αμύθητης περιουσίας του, δεύτερον, γιατί η σχέση με το έργο του υπήρξε τόσο ελεύθερη όσο και οι ερωτικοί του δεσμοί –ακαταλογογράφητα και άγνωστα σχέδια, πίνακες και γλυπτά κυκλοφορούσαν ήδη ανά τον κόσμο με τη συχνότητα των νόθων παιδιών του και με την ίδια ακριβώς επιθυμία να αναγνωριστούν από τον πατέρα τους.
Σαράντα τρία χρόνια μετά, ο διασημότερος μοντερνιστής του 20ού αιώνα όχι μόνο γνωρίζει τεράστια αύξηση ζήτησης («αν ζούσε, θα ήταν μεταξύ των 10 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου» σχολίαζε πρόσφατα στο «Vanity Fair» o Μαρκ Μπλοντό, πρώην επικεφαλής του γαλλικού παραρτήματος των Sotheby’s), έχει πλέον μετατραπεί σε franchise: το όνομά του κοσμεί ένα αυτοκίνητο της Citroën, ένας ολόκληρος οργανισμός (Picasso Administration) έχει στηθεί για να επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα ή μη των έργων του και οι πέντε επιζώντες κληρονόμοι του (τρία παιδιά και δύο εγγόνια), πολυεκατομμυριούχοι όλοι, κερδίζουν λεπτά δημοσιότητας χάρη στο δικό του επώνυμο. Για του λόγου το αληθές, στις αρχές Απριλίου, η εισαγγελία του Μανχάταν ανακοίνωσε ότι διερευνά την πιθανή ενοχή του Λάρι Γκαγκόζιαν της ομώνυμης γκαλερί ως εμπλεκόμενου στην υποτιθέμενη διπλή πώληση ενός γλυπτού του Πικάσο από την κόρη του, τη χορογράφο Μάγια Βιντμάγερ-Πικάσο. Αλλά για να εντάξει κανείς το επεισόδιο αυτό στο ορθό πλαίσιο αναφοράς θα πρέπει να εξετάσει δύο άρρηκτα συνδεδεμένες πτυχές της κληρονομιάς του ζωγράφου: την τύχη των έργων του και την τύχη των φυσικών του τέκνων.
«Ενα έπος αντάξιο του Μπαλζάκ»


Σύζυγοι, ερωμένες, μούσες και λοιπές γυναίκες ων ουκ έστιν αριθμός παρήλασαν από τη ζωή του ισπανού καλλιτέχνη. Ο γεννημένος το 1881 Πικάσο παντρεύτηκε μόλις δύο φορές: στην ηλικία των 37, το 1918, τη ρωσίδα χορεύτρια των μπαλέτων του διάσημου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, Ολγα Κοκλόβα, και στην ηλικία των 80, το 1961, την κατά 46 χρόνια νεότερή του, Ζακλίν Ροκ. Από τους δύο νόμιμους γάμους του απέκτησε μόλις έναν γιο, τον Πάουλο, παιδί της Κοκλόβα, ο οποίος γεννήθηκε το 1921 και πέθανε το 1975 στα 54 του. Ακολούθησαν τρία εξώγαμα τέκνα: η Μάγια Βιντμάγερ-Πικάσο, κόρη της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ (1935), ο Κλοντ (1947) και η Παλόμα Πικάσο (1949), και οι δύο παιδιά της Φρανσουάζ Ζιλό. Η τελευταία υπήρξε η μόνη από τις μεγάλες του αγάπες, η οποία εγκατέλειψε τον διαβόητα κακότροπο καλλιτέχνη. Επιπλέον, τόλμησε να εκθέσει τα άπλυτα της δεκαετούς συμβίωσής τους στο κοινό: όταν δημοσιεύθηκε το «Η ζωή με τον Πικάσο» το 1964, εκείνος πρώτα δοκίμασε να απαγορεύσει την έκδοση, έπειτα αποκήρυξε τη Φρανσουάζ, το ίδιο και τα παιδιά της –«Εύχομαι να ήσουν νεκρός» ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ποτέ στον Κλοντ. Μία δεκαετία αργότερα, μετά τον θάνατό του, ο Κλοντ και η Παλόμα κέρδισαν στα γαλλικά δικαστήρια το δικαίωμα να φέρουν το επώνυμο «Πικάσο».
Από παρόμοιες νομικές περιπλοκές πέρασε και η κατανομή της πατρικής περιουσίας. Χρειάστηκαν έξι χρόνια, 30 εκατ. δολάρια και το αντίστοιχο «ενός έπους αντάξιου του Μπαλζάκ» έγραφε πρόσφατα ο αρθρογράφος Μίλτον Εστεροου στο «Vanity Fair». Αυτό το έπος συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον 60 συναντήσεις μεταξύ των κληρονόμων για διαβουλεύσεις και τη μεσολάβηση 50 ατόμων –δικηγόρων, εκτιμητών, κρατικών υπαλλήλων και του τότε υπουργού Οικονομικών και μετέπειτα προέδρου της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εστέν, ο οποίος συναίνεσε στο να αποδεχθεί το κράτος, αντί φόρου κληρονομιάς, 203 πίνακες, 158 γλυπτά, 88 κεραμικά, κάπου 1.500 σχέδια, περί τα 1.600 χαρακτικά και 33 σημειωματάρια με σκίτσα. Η τελική καταγραφή προσμέτρησε στο βιος του Πάμπλο Πικάσο δύο πύργους, τρεις οικίες, 1,5 εκατ. δολάρια σε μετρητά, 1,3 εκατ. δολάρια σε χρυσό, μετοχές και ομόλογα των οποίων η αξία δεν κοινολογήθηκε ποτέ. Συνολικά, η κληρονομιά αποτιμήθηκε σε 250 εκατ. δολάρια σε τιμές της εποχής, όμως ο Εστεροου σημειώνει ότι σύμφωνα με άλλους ειδικούς η πραγματική της αξία ανερχόταν σε δισεκατομμύρια. Εξίσου δυσχερής και εξίσου ανακριβής αποδείχθηκε η καταμέτρηση των έργων: 1.885 πίνακες, 1.228 γλυπτά, 7.089 σχέδια, περίπου 30.000 χαρακτικά, 150 σημειωματάρια με σκίτσα, 3.222 έργα κεραμικής. «Θα έπρεπε να νοικιάσουμε το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ για να τα στεγάσουμε όλα» δήλωσε ο Κλοντ όταν πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της αρίθμησης.
Το κλειδί για την κατανόηση των σχέσεων των διαδόχων του Πικάσο μεταξύ τους είναι ωστόσο όσα αυτή η καταλογογράφηση άφησε εκτός. Και αυτά, εξαιτίας της απρόβλεπτης ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη, δεν ήταν λίγα. Οταν κάποτε η ιδιοκτήτρια ενός πίνακα του ζήτησε να τον υπογράψει προκειμένου να εξασφαλιστεί η γνησιότητά του, εκείνος απάντησε «Αν τον υπογράψω τώρα, θα βάλω μια υπογραφή του 1943 σε έναν καμβά του 1922. Οχι, δεν μπορώ να τον υπογράψω, κυρία μου, λυπάμαι». Σε μια άλλη παρόμοια περίσταση εκνευρίστηκε τόσο από το αίτημα ώστε γέμισε το έργο με υπογραφές, καταστρέφοντάς το. Αλλοτε βέβαια συνήθιζε να χαρίζει διάφορα σχέδια ή σκίτσα στους γύρω του, προσέχοντας πάντως να βάζει το όνομά του πρώτα. Παρόμοιες αλλοπρόσαλλες τακτικές συνέβαλαν στην άνθηση μιας τεράστιας βιομηχανίας πλαστογραφιών που κυκλοφορούν παράλληλα με χιλιάδες αδέσποτα δημιουργήματα. Για να πάψει το φαινόμενο πίνακες και χαρακτικά να εμφανίζονται από το πουθενά αγορασμένα για δύο δολάρια, όπως συνέβη στο μεταθανάτιο ξεπούλημα των υπαρχόντων ενός συλλέκτη στη Λουιζιάνα το 2009, οι τέσσερις από τους πέντε ζώντες κληρονόμους, ο Κλοντ και η Παλόμα Πικάσο, και τα παιδιά του Πάουλο, Μαρίνα και Μπερνάρ Πικάσο, είχαν θεσπίσει ήδη ένα σύστημα βεβαιώσεων γνησιότητας. Από την ίδρυση του Οργανισμού Πικάσο έμεινε έξω η Μάγια Βιντμάγερ-Πικάσο.
Ο Οργανισμός και το χρήμα
Η 80χρονη Μάγια και ο 69χρονος Κλοντ δεν είναι ούτε ακριβώς σύμμαχοι ούτε ακριβώς αντίπαλοι. Η Κλοντιά Αντριό, επικεφαλής του νομικού τμήματος του οργανισμού Picasso Administration, δήλωνε στο «Vanity Fair» ότι «η Μάγια δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας επιβεβαίωσης της γνησιότητας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συνεργάζεται με τον Κλοντ». Κάτι παρόμοιο ισχυρίζεται και ο γιος της, Ολιβιέ Βιντμάγερ-Πικάσο, επισημαίνοντας ότι «έχει δείξει και εφέτος πολλές φορές τη στήριξή της στον Οργανισμό». Κάποιοι άλλοι περιγράφουν τη σχέση τους ως «τεταμένη». Είναι ο Κλοντ, άλλωστε, όχι εκείνη, αυτός που εξασφάλισε το δικαίωμα της νομικής διαχείρισης της κληρονομιάς του πατέρα τους, προτού ιδρύσει τον Οργανισμό το 1996. Είναι ο Κλοντ που παρενέβη με την κίνηση αυτή σε μια καθιερωμένη διαδικασία κατά την οποία ως τότε μόνη εκείνη παρείχε βεβαιώσεις πιστοποίησης. Και είναι ο Κλοντ εκείνος που δεν την υπερασπίστηκε δημοσίως όταν τον Ιανουάριο του 2016 έσκασε το σκάνδαλο της προτομής της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ.
Η πώληση του γλυπτού της μητέρας της στην γκαλερί Γκαγκόζιαν και δι’ αυτής στον γνωστό νεοϋορκέζο επιχειρηματία Λέον Μπλακ αντί 106 εκατ. δολαρίων αμφισβητήθηκε από τους εκπροσώπους του σεΐχη Γιασίμ μπιν Αμπνουλαζίζ αλ-Θάνι, μέλους της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι είχαν έλθει σε συμφωνία με τη Μάγια Βιντμάγερ για την αγορά του έργου αντί 42 εκατ. δολαρίων τον Νοέμβριο του 2014 και είχαν μάλιστα καταβάλει δύο από τις τρεις προβλεπόμενες δόσεις, όταν εκείνη υπαναχώρησε. Η ίδια ανακοίνωνε στις 6 Φεβρουαρίου ότι η γκαλερί Γκαγκόζιαν είχε προβεί στην «αρμόζουσα πληρωμή του έργου καλή τη πίστει» αρνούμενη την κατηγορία που της αποδιδόταν. Αν πιστέψει κανείς τον «Guardian», όμως, πίσω από τη διαμάχη κρύβεται μία ακόμη οικογενειακή ίντριγκα: ο αρθρογράφος Εντουαρντ Χέλμορ έγραφε στις 6 Φεβρουαρίου πως η πλευρά του σεΐχη υποστηρίζει ότι η υπόθεση προέκυψε από τη σύγκρουση ανάμεσα στον Ολιβιέ Βιντμάγερ και στην αδελφή του, Ντιάνα –ο πρώτος ευνοούσε την πώληση στον Γιασίμ, η δεύτερη, η οποία συνεργάζεται περιοδικά με την γκαλερί Γκαγκόζιαν, τους εργοδότες της. Η Μάγια μοιάζει στην επίσημη δήλωσή της να νομιμοποιεί έμμεσα την παραπάνω εκδοχή λέγοντας ότι η κόρη της «δεν μπορεί να κατηγορηθεί επειδή υπενθύμισε στη μητέρα της την πραγματική αξία του γλυπτού». Η πλευρά Γκαγκόζιαν προσθέτει ότι τα 6,5 εκατ. δολάρια που είχαν καταβληθεί από τον σεΐχη επεστράφησαν και ότι στον χώρο της τέχνης καμία αγορά δεν θεωρείται περαιωμένη προτού πληρωθεί το σύνολο του τιμήματος.
Απληστία; Ισως. Εμπορική ευελιξία; Οπωσδήποτε. Τέτοιου είδους επιχειρηματικό savoir faire εκφράζει και η θέσπιση του Οργανισμού Πικάσο, του οποίου ηγείται ο Κλοντ Πικάσο. Πρώην βοηθός του μεγάλου φωτογράφου Ρίτσαρντ Αβεντον, έχει και αυτός την καλλιτεχνική ροπή των απογόνων (η Μάγια είναι χορογράφος, η Παλόμα σχεδιάστρια κοσμημάτων, κατά κύριο λόγο για τη φίρμα Tiffany & Co.). Διακρίνεται ταυτόχρονα και από εξαιρετικά πρακτικό πνεύμα. Τι άλλο δηλώνει η συγκρότηση ενός ιδρύματος που «διαχειρίζεται τα κοινά συμφέροντα των κληρονόμων, ελέγχει τα δικαιώματα κάθε αναπαραγωγής και έκθεσης έργων του Πικάσο, εκδίδει άδειες εκμετάλλευσης, από πιάτα και πένες έως γραβάτες και αυτοκίνητα, και καταδιώκει πλαστογραφίες, κλεμμένα έργα και την παράνομη χρήση του ονόματος του Πικάσο»; Στα όσα απαριθμεί εδώ ο Μίλτον Εστεροου προσθέστε τις 900 αιτήσεις βεβαίωσης γνησιότητας τον χρόνο, τα 500 τουλάχιστον άγνωστα έργα που έχουν αποκαλυφθεί την τελευταία πενταετία, τις 300 σελίδες της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του Οργανισμού και το 1 εκατ. δολάρια των δικαστικών εξόδων μιας συνηθισμένης χρονιάς. Τα έσοδα; Ρέουν. Η Citroën πλήρωσε 20 εκατ. δολάρια για τη χρήση του ονόματος «Picasso» το 1999 και καταβάλλει δικαιώματα για καθένα από τα 3,5 εκατ. αυτοκίνητα που έχει πουλήσει έκτοτε. Η Montblanc έχει λάβει άδεια διάθεσης περιορισμένων εκδόσεων με σχέδια από πίνακα του Πάμπλο: μία πένα της με ατόφιο χρυσάφι και διαμάντια, μέρος έκδοσης 39 κομματιών, πουλήθηκε για 54.500 δολάρια. Υπολογίζεται ότι ο Οργανισμός Πικάσο βάζει στα ταμεία του 8 εκατ. δολάρια τον χρόνο. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του, τα δυνητικά του έσοδα είναι ανυπολόγιστα.
Ο «μπανάλ» Πικάσο


Πάρτε, για παράδειγμα, την περίπτωση Λε Γκενέκ. Στις 14 Ιανουαρίου 2010 ο Κλοντ Πικάσο έλαβε ένα γράμμα που περιείχε 26 κακής ποιότητας φωτογραφίες άγνωστων έργων του πατέρα του ζητώντας την πιστοποίηση της γνησιότητάς τους. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο ακολούθησαν άλλες 69 φωτογραφίες κάνοντας τον Κλοντ, ο οποίος στην αρχή είχε απορρίψει τα δημιουργήματα ως αναπαραγωγές, να το ξανασκεφτεί. Σύμφωνα με όσα έγραφε η Κιμ Γουίλσερ στον «Guardian», το αποτέλεσμα ήταν μια συνάντηση με τον 71χρονο συνταξιούχο ηλεκτρολόγο Πιέρ Λε Γκενέκ, τη σύζυγό του και 271 παντελώς άγνωστους Πικάσο, χρονολογημένους μεταξύ 1900 και 1932, μεταξύ των οποίων ένας της περίφημης «μπλε περιόδου» και εννέα κυβιστικά κολάζ που έως τότε θεωρούνταν χαμένα. Ο Λε Γκενέκ ισχυριζόταν ότι ήταν προϊόν γενναιοδωρίας για τις υπηρεσίες του –είχε εγκαταστήσει συναγερμούς και άλλα ηλεκτρικά είδη σε όλα τα σπίτια του ζωγράφου στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Οχι μόνο ο Δάσκαλος είχε θεσπίσει για αυτόν ένα τελετουργικό με τσάι και συμπάθεια, όχι μόνο η σύζυγός του, Ζακλίν Ροκ, του είχε φορτώσει το πακέτο («Πάρ’ τα, είναι για σένα»), αλλά ο ίδιος δεν το είχε κοιτάξει ποτέ, θεωρούσε το περιεχόμενό του δοκίμια χαμηλής αξίας. Ο Κλοντ πάλι θεωρούσε ότι ο Λε Γκενέκ ήταν ένας κοινός κλέφτης. Χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για πρωτότυπα, το ιδιάζον αριθμητικό σύστημα που χρησιμοποιούσε ο Πικάσο το αποδείκνυε, έλειπαν όμως οι ημερομηνίες και οι υπογραφές με τις οποίες συνόδευε πάντοτε τα δώρα του. «Ηταν γενναιόδωρος», παραδεχόταν ο Κλοντ στον «Guardian» τον Δεκέμβριο του 2010, «πάντα, όμως, υπέγραφε και αφιέρωνε τα δώρα του, ακόμη και όταν ήξερε ότι οι αποδέκτες θα τα πουλούσαν γιατί είχαν ανάγκη τα χρήματα». Μία μήνυση και πέντε χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2015, το ζεύγος Λε Γκενέκ καταδικάστηκε σε κάθειρξη δύο χρόνων με αναστολή για το αδίκημα της κλεπταποδοχής. Το σύμπαν του Πικάσο πλουτίστηκε με άλλα 271 έργα, τα δικαιώματα των οποίων συνιστούν νέα προστιθέμενη αξία για την οικογένεια.
Αυτή η δυσλειτουργική οικογένεια, βέβαια, δεν πρόκειται να ομονοήσει ποτέ πλήρως («Είναι δυνατόν να είχαμε τον ίδιο πατέρα;», φέρεται να λέει κάποιο από τα τέκνα σε ένα άλλο κατά τις μεταθανάτιες διαμάχες της δεκαετίας του ’70). Η κληρονομιά ως τέχνη και ως χρήμα τη χωρίζει και την ενώνει. Οι όχθες των φιλιών μεταβάλλονται τακτικά, οι συμμαχίες έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αν το 1996, λόγου χάρη, τα παιδιά του Πάουλο στοιχήθηκαν πίσω από τον Κλοντ στην υπόθεση του Οργανισμού, το 1999 η ιδέα του Ολιβιέ Βιντμάγερ να χορηγηθεί η άδεια χρήσης του ονόματος «Picasso» στη Citroën τάραξε τις εύθραυστες ισορροπίες. Η Μαρίνα Πικάσο δήλωσε: «Δεν ανέχομαι το όνομα του παππού μου να χρησιμοποιείται για κάτι τόσο μπανάλ όσο ένα αυτοκίνητο. Ηταν μια μεγαλοφυΐα και τώρα τον εκμεταλλεύονται αδίστακτα». Η Μαρίνα εξαγνίζεται τροφοδοτώντας φιλανθρωπικούς οργανισμούς με μέρος από τα προϊόντα της εκμετάλλευσης. Και οι «εκμεταλλευτές» χαρίζουν έργα σε μουσεία ανά την υφήλιο κρατώντας τη φλόγα του ζωγράφου-θρύλου άσβεστη.
Εμπορευματοποίηση; Εκμετάλλευση; Σκάνδαλα; Τι είναι χειρότερο για τη διανοητική κληρονομιά του Πικάσο; Ισως τίποτε από όλα αυτά, τελικά. Η εμπορευματοποίηση της τέχνης είναι δεδομένη, αλλά οι καταβολές της πάνε πίσω έως την Αναγέννηση, στους μεγάλους δασκάλους και στους πλούσιους πάτρωνές τους. Το status που επιφέρει και η χρήση της ως επένδυσης γνωρίζουν απαράμιλλη έξαρση, όμως το χρηματιστήριο της τέχνης χρονολογείται τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα. Στο τρέχον φως της ποπ κουλτούρας ο καθένας αισθάνεται ότι έχει δικαίωμα στην ταύτιση με ό,τι κατανοεί από τον Πικάσο, τον Νταλί, τον Ρόθκο, τον Πόλοκ. Ομως, αυτό που ο εκδημοκρατισμός των κάποτε μεγάλων αιρετικών δεν μπορεί να υποκαταστήσει είναι το πλαίσιο όπου αναδείχθηκε η ριζοσπαστικότητά τους. Σήμερα, η καθολική αποδοχή του Πικάσο ουσιαστικά τον ισοπεδώνει: εκείνος πια είναι το μέτρο, το status quo, το κατεστημένο. Και δύσκολα κατανοεί κανείς μέσα στην πανσπερμία των αναπαραγωγών, των μιμήσεων, των αντιγραφών, το μέγεθος της ρήξης του Πάμπλο και των ομοτέχνων του με τους αιώνες της αναπαραστατικής τέχνης. Διά του franchise της εικόνας του σε κούπες, μπλούζες, mousepads, ο ίδιος (όπως και μια πλειάδα κορυφαίων, από τους ιμπρεσιονιστές μέχρι τον Αντι Γουόρχολ) διασφαλίζει την αθανασία και οι κληρονόμοι του πακτωλούς χρημάτων. Ωστόσο, η πεμπτουσία της διαφοράς του αναγκαστικά φθίνει. Η ιδιοποίηση του Πικάσο τον καθιστά τμήμα της ταυτότητας του καθενός. Αυτή, βέβαια, είναι και η μοίρα όλων των μεγάλων: να ξεφεύγουν από τα μέτρα τους και να εξισώνονται με τα δικά μας. Δίπλα στον Σαίξπηρ μπορεί για κάποιον να είναι ο Μικ Τζάγκερ. Δίπλα στον Βαν Γκογκ μπορεί να βρίσκεται ο Λιονέλ Μέσι. Δίπλα στον Picasso ένα Toyota Corolla.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ