Χθες, 23 Απριλίου, συμπληρώθηκαν ακριβώς 400 χρόνια από τον θάνατο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο μεγάλος βάρδος πέθανε στις 23 Απριλίου 1616. Ετσι δικαίως το 2016 έχει ανακηρυχθεί Ετος Σαίξπηρ. Συμπληρώθηκαν όμως και έξι χρόνια ακριβώς από τότε που η Ελλάδα μπήκε στη διαδικασία των μνημονίων. Ηταν 23 Απριλίου 2010.
«Γνώρισα» τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ το 1964, σε ηλικία 18 ετών. Είδα τότε την περίφημη ταινία «Αμλετ» του ρώσου σκηνοθέτη Γκριγκόρι Κόσνιτσεφ με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον ρόλο του πρίγκιπα της Δανίας. Με συγκλόνισε ιδιαίτερα η ερμηνεία του Σμοκτουνόφσκι αλλά και η όλη ατμόσφαιρα που υπογράμμιζε η θαυμάσια μουσική του Ντ. Σοστακόβιτς. Στη συνέχεια αγόρασα το έργο στη γνωστή μετάφραση του Β. Ρώτα και απ’ εκεί και πέρα δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω δει τη θεατρική παράσταση σε Αθήνα και Λονδίνο, αλλά και τις ταινίες όπως αυτή με τον σερ Λ. Ολίβιε, αν και εξακολουθώ να θεωρώ τη ρωσική προσαρμογή του έργου την απείρως καλύτερη. Στη δισκοθήκη μου έχω μια μοναδική εγγραφή του «Αμλετ» από παράσταση του 1948 σε σκηνοθεσία του J. Richmond και με τον J. Gielgud, τον κορυφαίο αυτόν τραγικό ηθοποιό, στον ρόλο του Αμλετ. Το 1968, όταν οι συνθήκες με έφεραν να σπουδάζω θέατρο στη σχολή του Π. Κατσέλη στη Νέα Σμύρνη, ο σημαδιακός μονόλογος του Αμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει» ήταν η προτίμησή μου. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα, αφού αργότερα διάβασα το έργο στο αγγλικό πρωτότυπο, ότι αν επρόκειτο κάπως αυθαίρετα να ονοματίσει κανείς τα τρία εμβληματικά έργα από την όλη ιστορία του θεάτρου ο «Αμλετ» είναι σίγουρα ένα απ’ αυτά (τα άλλα δύο της επιλογής μου είναι ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή και «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σ. Μπέκετ). Τα έργα αυτά (μαζί με τις συμφωνίες του Μπετόβεν και του Mάλερ) νομίζω ότι «αποκαλύπτουν» και «υπογραμμίζουν» εναργέστερα την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης και την απέλπιδα προσπάθεια υπέρβασής της.
Στη συνέχεια κατάλαβα ότι ο Σαίξπηρ είναι επίσης ο μεγάλος ανατόμος της πολιτικής εξουσίας, των αντιφάσεών της, της αλαζονείας, της ματαιοδοξίας, της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και της ύβρεως που εκτρέφει και της πτώσης στην οποία αναπόφευκτα και μοιραία οδηγεί. Τέλεια τραγωδία, δηλαδή. «Ολος ο κόσμος μια σκηνή και όλοι, άντρες και γυναίκες, απλοί παίκτες». Η ελληνική κρίση, με όλους τους πολιτικούς παίκτες, με όλες τις εντάσεις, τα δράματα, τη μιζέρια, την απόγνωση, την απελπισία που έχει προκαλέσει, μπορεί να διαβαστεί ως μια αληθινή σαιξπηρική τραγωδία. Ο βασικός πρωταγωνιστής των τελευταίων μηνών, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας π.χ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας σύγχρονος τραγικός σαιξπηρικός χαρακτήρας. Θα μπορούσε να είναι η ενσάρκωση του Αμλετ, ας πούμε (κι ας μην είναι πρίγκιπας, έστω κι αν ο ίδιος μπορεί να φαντασιώνεται ότι είναι).
Οπως και ο σαιξπηρικός ήρωας, έτσι και ο Τσίπρας δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε ή τι να κάνει. Μπροστά στο δίλημμα που αντιμετώπιζε δεν είχε ούτε σχέδιο A ούτε σχέδιο B. Ο Αμλετ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο οδυνηρό καθήκον αλλά και ανάμεσα στο «να ζει ή να μη ζει». Ο Τσίπρας αρχικά ανάμεσα στο ευρώ και στη δραχμή και τώρα ανάμεσα στο να κλείσει ή να μην κλείσει την αξιολόγηση. Διερωτώνταν ίσως «τι είναι στο πνεύμα ανώτερο, να υποφέρεις πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης / ή να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ’ ένα πέλαγο βάσανα και αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος». Στην αρχή είχε αρνηθεί να δεχθεί ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας» ή μάλλον στην επικράτεια της Ελλάδας καθώς η χώρα είχε αγνοήσει τη διαχρονικά σοφή συμβουλή του Πολώνιου «neither borrower, nor lender be» –«ποτέ μη γίνεις δανειστής ούτε χρεώστης / το δάνειο χάνει δύο, το χρήμα και τον φίλο / η χρέωση στομώνει την οικονομία». Αλλά ο Τσίπρας ίσως πίστευε, όπως ο Αμλετ, ότι υπάρχουν «πολύ περισσότερα πράγματα στα ουράνια και στη γη» απ’ ό,τι ονειρεύτηκαν στη φιλοσοφία τους (εκεί όλοι μαζί στον ΣΥΡΙΖΑ). Ωστόσο, όπως διαπίστωσε ο Αμλετ, έτσι διαπίστωσε τελικά και ο Τσίπρας ότι δεν υπήρχαν «άλλα πράγματα» ή επιλογές ούτε «στα ουράνια» (Ευρώπη) ούτε «στη γη» (Ελλάδα). Ο Αμλετ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τη μόνη επιλογή που είχε και τελικά οδηγήθηκε στο αναπόφευκτο τέλος του. Ο Τσίπρας έκανε την επιλογή, το Μνημόνιο, στην οποία, όμως, όπως λέει ο ίδιος, «δεν πιστεύει» γιατί τη θεωρεί λάθος. Να δούμε το τέλος αυτής της τραγωδίας. Λέτε με το αντίστοιχο του «ένα άλογο, ένα άλογο, το βασίλειό μου για ένα άλογο»;
Αλλά το σαιξπηρικό έργο έχει να πει κάτι για όλους τους πολιτικούς παίκτες . Π.χ., για τις ατέλειωτες προσπάθειες ενότητας της Κεντροαριστεράς ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα τα λέει όλα: «Υπάρχει η στιγμή της παλίρροιας στα ανθρώπινα πράγματα –αν την αδράξεις σε οδηγεί στην επιτυχία, αν σου ξεφύγει τότε μένεις στα ρηχά και χάνεσαι στη μιζέρια». Εχει αδράξει άραγε η Κεντροαριστερά τη στιγμή; Ισως. Διαφορετικά, η μιζέρια.
Πάνω απ’ όλα, όμως, στην ύβρι πολιτικών και εξουσίας την απάντηση τελικά έχει ο Μάκβεθ όταν συνειδητοποιεί «τα εγκληματικά κατορθώματά του» –«η ζωή τίποτε άλλο παρά μια κινούμενη σκιά / ένας φτωχός θεατρίνος που κορδώνεται και αφρίζει πάνω στη σκηνή για λίγη ώρα και έπειτα κανείς δεν τον ακούει. Η ζωή ένα παραμύθι που το εξιστορεί ένας ηλίθιος, γεμάτο οργή και φωνές χωρίς κανένα νόημα».
«The rest is silence» («τα υπόλοιπα είναι σιωπή»), όπως καταλήγει ο Αμλετ.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ