Βερολίνο : Η τρόϊκα πρέπει να συμμετέχει στην επιλογή των μέτρων που θα εφαρμοστούν

Η τρίτη Νοεμβρίου 2012 ήταν μέρα σημαδιακή. Στη σύνοδο των G 20 στις Κάννες συνέβαιναν σημεία και τέρατα:

Βερολίνο, Ανταπόκριση
Η τρίτη Νοεμβρίου 2012 ήταν μέρα σημαδιακή. Στη σύνοδο των G20 στις Κάννες συνέβαιναν σημεία και τέρατα: Ο ουρανός έριχνε «καλαπόδια», ο αέρας μύριζε θειάφι, οι άνθρωποι στους δρόμους έψαχναν εναγωνίως να βρουν καταφύγιο. Και στις αίθουσες της συνόδου καραδοκούσε μια καταστροφή: η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη –με ότι κακό θα συνεπαγόταν αυτό για ολόκληρη την νομισματική ένωση.
Την τελευταία στιγμή βέβαια το θαύμα έγινε, το grexit έμεινε στα λόγια. Όμως τα εξωτερικά περιστατικά έχουν χαραχθεί ανεξάληπτα στη μνήμη όσων έζησαν το δράμα από κοντά. «Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί» λέει διπλωμάτης που συμμετείχε τότε για πρώτη φορά στη γερμανική αποστολή –εννοώντας με αυτό την καταρρακτώδη βροχή και όχι μόνο: Η ιστορία, προσθέτει, επαναλαμβάνεται συνεχώς, το ελληνικό πρόβλημα, παρά τις όποιες καιρικές και πολιτικές αλλαγές, διατηρεί τη δραματικότητά του. «Το έργο αυτό το βλέπω από τότε στο περιθώριο κάθε συνόδου κορυφής» λέει. «Το ίδιο θα έχουμε και στην εαρινή σύνοδο των G 20, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας το Σαββατοκύριακο στην Ουάσιγκτον». Πρόοδοι φυσικά δεν αποκλείονται. Όμως η «μητέρα όλων των ερωτημάτων», το πότε δηλαδή θα γίνει η πρώτη αξιολόγηση της τρόικας, δεν πρόκειται να απαντηθεί ούτε και εκεί οριστικά. «Μην ξεχνάτε, ότι η αξιολόγηση είχε συμφωνηθεί αρχικά για τις 15 Οκτωβρίου 2015» λέει. «Ακόμα την περιμένουμε. Και γι αυτό δεν φταίνε οι δανειστές».
Αλλά και οι τελευταίοι δεν είναι αθώες περιστερές. Παράδειγμα, τα «κόκκινα» δάνεια. Οι δανειστές δεν θεωρούν επαρκή τη ρύθμιση που εφαρμόζει ήδη η Αθήνα, αλλά επιμένουν στην τιτλοποίηση των δανείων από τις τράπεζες και στη διάθεσή τους κατόπιν στη διεθνή τραπεζική αγορά. Το γεγονός, ότι έτσι θα φουντώσει η κερδοσκοπία εις βάρος των οφειλετών (κάτι που συχνά συνοδεύεται από εκβιασμούς εκ μέρους των νέων «απρόσωπων» κατόχων των τίτλων) δεν φαίνεται να τους πτοεί. «Είναι η συνήθης πρακτική των τραπεζών σε όλο τον κόσμο» λέει ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου οικονομικών. «Μόνο έτσι μπορούν να αποκτήσουν ρευστό για να το διαθέσουν κατόπιν για την κίνηση της υπόλοιπης αγοράς».
Με τη σειρά τους, οι γερμανοί ιδίως δανειστές παραπονιούνται για την επιμονή της Αθήνας να επιλέγει αποκλειστικά η ίδια τα μέσα για την επίτευξη των στόχων του μνημονίου επικαλούμενη γι αυτό τα κυριαρχικά της δικαιώματα. «Κάνει μεγάλο λάθος» είναι η απάντηση του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου οικονομικών. «Τα μέσα δεν μπορούν να ξεχωριστούν από τους στόχους. Η πείρα έχει δείξει, ότι οι επιλογές-μονόδρομος της Αθήνας, όπως στα `κόκκινα` δάνεια, δεν ήταν αποδοτικές. Η τρόικα πρέπει επομένως, όπως εξάλλου ορίζει το μνημόνιο, να συμμετέχει στην επιλογή των μέσων».
Παρά τις συνεχείς τριβές ωστόσο, όλα δείχνουν ότι η πορεία σύγκλισης Αθήνας-πιστωτών στα μεγάλα επίμαχα θέματα (δίπλα στα «κόκκινα» δάνεια: ο φόρος εισοδήματος, οι συντάξεις και οι αποκρατικοποιήσεις) θα συνεχιστεί –χωρίς αυτό να σημαίνει οπωσδήποτε ότι η αξιολόγηση θα γίνει σύντομα. Για το θέμα υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων: Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου οικονομικών τη θεωρεί πιθανή κατά 60% μέχρι το ορθόδοξο Πάσχα, πηγή της γερμανικής Βουλής, αντίθετα, αμφιβάλλει αν θα γίνει πριν το τέλος Μαίου, ενώ άλλοι κύκλοι στις Βρυξέλλες τη μεταθέτουν για τα μέσα Ιουλίου.
Εάν ωστόσο γίνει κάποτε η αξιολόγηση, τα πράγματα θα αρχίσουν να αλλάζουν ριζικά: Τότε, λέει ο διπλωμάτης, θα αρχίσουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία του Ιουλίου του 2015, «να αναλογίζονται» το τι θα απογίνει με το ελληνικό χρέος. Και από αυτό ίσως προκύψουν μεγάλες εκπλήξεις: Ανάλογα με το πόρισμα της τρόικας μπορεί να αποφασιστεί μια αναδιάρθρωση, που θα ξεπερνά σε μέγεθος κάθε φαντασία. «Ένα πράγμα μόνο αποκλείεται: η ονομαστική μείωση του χρέους» λέει ο ίδιος. Κι αυτό, προσθέτει, πρώτον, επειδή αυτό δεν μπορεί να περάσει πολιτικά (δεν γίνεται αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών των χωρών-δανειστών) και δεύτερον, επειδή απαγορεύεται, όπως τονίζει συνεχώς η Άνγκελα Μέρκελ, από τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η επιμήκυνση της αποπληρωμής και η μείωση των επιτοκίων θα μπορούσαν όμως να έχουν τέτοιο εύρος, που θα ισοδυναμεί με ένα ισχυρό «κούρεμα» και θα αποβλέπει στην επίτευξη του βασικού στόχου: την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.
Η βιωσιμότητα αυτή θα «μετρηθεί» πάντως με νέα κριτήρια – εκείνα που έφερε η «ιουλιανή» συμφωνία: Μέχρι τότε, η βιωσιμότητα μετριόταν στη βάση της σχέσης του χρέους προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ΑΕΠ, που θα έπρεπε, σύμφωνα με τους δανειστές, για να γίνει βιώσιμο, να μειωθεί στο 110% το 2022. Η συνεχής ανοδική τάση του όμως (με την «επιτυχή» λήξη του τρίτου μνημονίου θα ξεπεράσει το 200%), επέβαλε την αλλαγή του μέτρου: Από τον Ιούλιο 2015, η βιωσιμότητα μετριέται στη βάση της ικανότητας της ελληνικής οικονομίας να εξυπηρετεί το χρέος της όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διαθέτοντας δηλαδή το 15% έως το 20% του ΑΕΠ για αυτή την εξυπηρέτηση. Η όποια αναδιάρθρωση λοιπόν θα στοχεύει στην επίτευξη αυτής της ικανότητας.
Το πώς ωστόσο θα επιτευχθεί αυτό, ένας Θεός το ξέρει. Τα εμπόδια είναι πολλά, με πρώτο την εσωτερική κόντρα των δανειστών: Οι Ευρωπαίοι επιμένουν σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5%, το ΔΝΤ σε 1,5%. Ένας συμβιβασμός στο ύψος του 2,5%, που θα επισφράγιζε την παραμονή του ΔΝΤ στο μνημόνιο, φαίνεται μεν εφικτός. Όλοι ξέρουν ωστόσο ότι και ο συμβιβασμός αυτός «μπάζει». Και ότι το ελληνικό δράμα, όπως το έζησε ο διπλωμάτης, θα συνεχιστεί επί παντός καιρού. Ο νέος τρόπος μέτρησης της βιωσιμότητας του χρέους αποτελεί περισσότερο ομολογία της αποτυχίας του παλιού τρόπου μέτρησης, παρά κάποιας καλύτερης αντιμετώπισης της κρίσης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.