Η documenta της Αθήνας

Για 25 ολόκληρα χρόνια για τον Ανταμ Σίμτσικ το Μαρούσι ήταν μια λέξη από τίτλο βιβλίου του Χένρι Μίλερ.

Για 25 ολόκληρα χρόνια για τον Ανταμ Σίμτσικ το Μαρούσι ήταν μια λέξη από τίτλο βιβλίου του Χένρι Μίλερ. Οταν όμως άρχισε να επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα, συγκεκριμένα να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και το Κάσελ, όπου θα διεξαχθεί εξ ημισείας η πιο σημαντική εικαστική διοργάνωση στον κόσμο σε μόλις έναν χρόνο από τώρα (10/4/17), έμαθε ότι ήταν ένα προάστιο με σημαντική Ιστορία. Εκεί είχε το σπίτι του ο Γιάννης Τσαρούχης, ένα όμορφο νεοκλασικό που σήμερα δεν γνωρίζει τις καλύτερες ημέρες του. Χάρη στην εγκαταλελειμμένη βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα βρέθηκε στην Αγία Παρασκευή ενώ το μονοπάτι με τα χνάρια του Τάκη Ζενέτου τον οδήγησε στον Αγιο Δημήτριο και το στρογγυλό σχολείο του. Στις διαδρομές του στην πόλη από όταν (μισο)εγκαταστάθηκε ως καλλιτεχνικός διευθυντής μαζί με τα περισσότερα μέλη της επιμελητικής ομάδας της documenta πριν από δύο χρόνια περίπου δεν άφησε καμία γωνία ανεξερεύνητη. Με τη συνδρομή ελλήνων επιμελητών και καλλιτεχνών οι οποίοι είναι αναμεμειγμένοι στο πρότζεκτ με πολλούς τρόπους, ο πολωνός επιμελητής, τον οποίο οι «New York Times» έχουν χαρακτηρίσει «σταρ» –αν και η αλήθεια είναι ότι περισσότερο σε «αντιστάρ» παραπέμπει η διακριτική παρουσία του –θέλησε να γνωρίσει καλά την πόλη και τα μυστικά της. «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» είναι άλλωστε ο τίτλος της πολυαναμενόμενης έκθεσης η οποία πραγματοποιείται κάθε πέντε χρόνια.
Κατ’ αρχάς λοιπόν, απ’ ό,τι λέει για πρώτη φορά σε δημοσιογράφους, η documenta 14 θα είναι διασπαρμένη στην πόλη, σε μικρότερους και μεγαλύτερους χώρους διεξαγωγής. «Ενδιαφερόμαστε περισσότερο για μέρη που δεν είναι προφανή, ανοιχτά και φιλόξενα. Θα θέλαμε να τα χρησιμοποιήσουμε ώστε να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους» θα πει (μισο)ανοίγοντας τα χαρτιά του. Χαμηλών τόνων, φύσει αλλά αναγκαστικά και θέσει, καθώς «ως ξένο σώμα είμαστε εκτεθειμένοι στην κριτική σε τριπλάσιο βαθμό», όπως θα πει σε ανύποπτο χρόνο, διαθέτει συγκρότηση και βαθιά γνώση του αντικειμένου του και, αναπόφευκτα ίσως, άποψη ότι το μέγεθος –της documenta ως εικαστικής διοργάνωσης αλλά και των κτιριακών υποδομών που θα την υποστηρίξουν –δεν είναι το παν.
Αρχαία και σύγχρονα ερείπια


Το ζητούμενο είναι οι χώροι διεξαγωγής να φέρουν ίχνη «της έκφρασης μιας ιδεολογίας» ακόμη και αν δεν υφίστανται ή δεν «λειτουργούν» πλέον. Ακόμη και αν είναι σχεδόν κατεστραμμένα, όπως για παράδειγμα «η βίλα του Ιόλα, υπενθύμιση πλέον μιας πολύ ιδιωτικής και εκλεπτυσμένης ιδέας» αλλά και «κτίρια τα οποία συγκεράζουν διαφορετικές φάσεις της πολιτισμικής ιστορίας μιας περιοχής και προοδευτικά του έθνους ή και του κράτους». Από την κλασική αρχαιότητα ως τη δεύτερη ζωή του νεοκλασικισμού την περίοδο της χούντας και ακολούθως τη μεταπολίτευση, ο Σίμτσικ δεν έχει αφήσει καμία φάση της ιστορίας της αθηναϊκής χωροταξίας και αρχιτεκτονικής που να μη μελετήσει σε βάθος. Από ερείπια εξάλλου άλλο τίποτε, και όχι απαραίτητα με αρχαιολογική αξία. Γιατί «αυτό το καπιταλιστικό νεοφιλελεύθερο μονολιθικό οικοδόμημα, το οποίο ανάμεσα σε άλλα παρήγαγε την οικονομική κρίση, προφανώς δημιουργεί νέα ερείπια». Σημεία καμπής από αυτό το ευρύ ιστορικό πανόραμα θα χρησιμοποιηθούν λοιπόν ως «πλατφόρμα πάνω στην οποία θα αρθρωθούν ιδέες από διαφορετικές περιόδους στην Ιστορία. Ενδεχομένως να υπάρξει συσχετισμός ανάμεσα σε έργα τέχνης και αυτές τις στιγμές. Αν, για παράδειγμα, βάλεις έναν καλλιτέχνη στο λιθόστρωτο μονοπάτι του Πικιώνη προς την Ακρόπολη και εκείνος νιώσει ευτυχισμένος περπατώντας το, ενδέχεται και να εμπνευστεί από αυτό. Αυτό είναι όμως καθαρά δική του επιλογή».
Η λίστα των κτιριακών υποδομών και χώρων όπου θα διεξαχθεί η documenta δεν έχει ωστόσο συμπληρωθεί ακόμη. «Δεν έχει υπογραφεί καμία συμφωνία για την ώρα» διευκρινίζει ο Σίμτσικ. Μέχρι στιγμής, απ’ ό,τι φαίνεται, η Καλών Τεχνών θα είναι δυναμικά παρούσα. Στους χώρους της εξάλλου στο Πολυτεχνείο, συγκεκριμένα στην αίθουσα Πρεβελάκη, έχει ήδη στηθεί ένα δημιουργικό, ατμοσφαιρικό και τρόπον τινά «κοινοβιακό» εργαστήριο στο οποίο επιμελητές και εικαστικοί αλλά ενίοτε και φοιτητές της Σχολής καθώς και έλληνες καλλιτέχνες ανταλλάσσουν απόψεις και καταγράφουν εντυπώσεις και ιδέες οι οποίες σταδιακά θα μετουσιωθούν σε έργα τέχνης. Ο Σίμτσικ και η ομάδα του στο μεταξύ βρίσκονται σε συνομιλίες «με το Ωδείο Αθηνών, το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας, την Ταινιοθήκη, με θέατρα όπως το Εθνικό και πολλούς ακόμη οργανισμούς. Οι συνεργασίες μπορούν να πάρουν διαφορετικές μορφές. Δεν μιλάμε όμως μόνο για πολιτιστικούς οργανισμούς, αλλά και με σχολεία καθώς σκοπεύουμε να αναπτύξουμε ένα πλούσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με παιδιά και μαθητές, εξ ου και υπάρχει μόνιμο μέλος της ομάδας εδώ για αυτόν τον λόγο που συνεργάζεται με τον Δήμο».
Σχετικά με το πολύπαθο ΕΜΣΤ, ο Σίμτσικ είχε εκδηλώσει από την αρχή την επιθυμία να συνδεθεί η documenta στο καινούργιο κτίριο της Συγγρού. «Είχαμε μιλήσει αρκετές φορές με την πρώην διευθύντρια του ΕΜΣΤ, αρχίσαμε την επικοινωνία και με τη νυν διευθύντρια και συνεχίσαμε να το κάνουμε αφότου επέστρεψε στη θέση της αφότου επιβίωσε των αναταράξεων. Βρισκόμαστε ακόμη σε συνομιλίες» θα πει. Οσον αφορά τη στάση του υπουργείου, «ενδιαφέρθηκαν έντονα να μάθουν τι θέλουμε να κάνουμε αλλά και ποιες είναι οι ανάγκες μας. Δεν ήξερα όμως τι να ζητήσω από τον υπουργό, δεν πιστεύω ότι είναι ο Αγιος Βασίλης που θα μου φέρει δώρα. Του ζήτησα να ανοίξει το μουσείο όσο πιο νωρίς γίνεται, γιατί νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να εκμεταλλευτούν το momentum δημόσιοι οργανισμοί και να δημιουργήσουμε κάτι από κοινού». Αλήθεια, τι είπε ο υπουργός; «Οτι θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να ανοίξουν το καταραμένο (bloody) μουσείο. Φυσικά ο υπουργός δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «bloody», είναι δική μου προσθήκη».
Καλλιτέχνες χωρίς πατρίδα


Μπορεί η λίστα των χώρων διεξαγωγής να μην έχει κλείσει, όμως πολλοί καλλιτέχνες έχουν ήδη προσκληθεί να συμμετάσχουν. «Ναι, θα υπάρχουν Ελληνες ανάμεσά τους αλλά δεν μπορώ να σας πω περισσότερα» λέει ο Σίμτσικ, ο οποίος τηρεί σιγή ιχθύος και για τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων, είναι άλλωστε πάγια τακτική της documenta να μην ανακοινώνει λεπτομέρειες της διοργάνωσης παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Μην περιμένετε να θαμπωθείτε, με την έννοια ότι η Ελβετή Μίριαμ Καν, που είναι για τον Σίμτσικ μία από τους πιο «γνωστές» καλλιτέχνιδες της διοργάνωσης, δεν είναι ένα όνομα «πιασάρικο» από αυτά που ακούγονται τελευταία στην Αθήνα. Ορισμένοι από αυτούς κατέφτασαν πριν από δύο εβδομάδες, εγκαινιάζοντας έτσι τη συμμετοχή τους στον καλλιτεχνικό θεσμό ο οποίος στη νέα εκδοχή του προϋποθέτει ότι θα φιλοτεχνήσουν από ένα έργο για κάθε πόλη. Μέχρι να αναχωρήσουν για την αντίστοιχη επαφή γνωριμίας με το Κάσελ περιδιάβηκαν σε διαδρομές που ο Σίμτσικ και η ομάδα του κάνουν καθημερινά στη γειτονιά με την πολυσχιδή προσωπικότητα γύρω από τα γραφεία τους, αλλά και εκτός κέντρου. Για παράδειγμα, η Ελληνογερμανίδα Αντζελα Μελιτόπουλος είχε εντυπωσιαστεί από τα εκθέματα του Επιγραφικού Μουσείου, ενώ το δίδυμο των καλλιτεχνών Prinz Golam είχε μόλις επιστρέψει από το σπίτι του Τσαρούχη. «Τους καλλιτέχνες δεν τους ενδιαφέρει να δουν το δωμάτιο μέσα στο οποίο θα παρουσιάσουν το έργο τους, τους ενδιαφέρει να γνωρίσουν ποιες δυνάμεις, πολιτικές, πολιτισμικές, κοινωνικές είναι ενεργές εδώ. Εμείς προσπαθούμε να διευκολύνουμε τις επαφές για να γίνουν αυτές οι γνωριμίες» λέει ο Σίμτσικ.
Αναπόφευκτα, μέρος της δουλειάς που θα παρουσιαστεί θα έχει σχέση με την πολύ σύγχρονη συνθήκη της «εκτόπισης» η οποία δεν συνδέεται απαραίτητα με μια συγκεκριμένη καταγωγή ή με την αποτύπωση του Προσφυγικού. «Νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα παραγωγικό να προσπαθείς να κατανοήσεις κάτι που συμβαίνει στο εδώ και τώρα και πολλοί από τους καλλιτέχνες που θα συμπεριληφθούν στο πρότζεκτ επιλέχτηκαν επειδή έχουν την ικανότητα να αντεπεξέλθουν στις ιδιαιτερότητες του ζητήματος και όχι επειδή έχουν ένα μεταναστευτικό ιστορικό κάποιου είδους. Αλλωστε, όπως είχε πει ο πολωνός καλλιτέχνης Πάβελ Αλτχάμερ, «ο καλλιτέχνης δεν έχει πατρίδα»». Η έκθεση δεν πρόκειται να στηθεί μέσα από κατανοητές, μεγάλες κατηγορίες στις οποίες θα ανταποκριθούν δημιουργικά οι καλλιτέχνες. «Ελπίζω να μην υπάρξουν πηχυαίοι δημοσιογραφικοί τίτλοι. Ωστόσο, ένα σημαντικό έργο για να κατανοήσετε με ποιον τρόπο δουλεύουμε πάνω στην έκθεση είναι το «Gossip, Scandal and Good Manners» του μεξικανού ποιητή και καλλιτέχνη Ουλίσες Καριόν. Συχνά κλέβω αυτόν τον τίτλο γιατί μου αρέσει η ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις τρεις ενότητες. Από τη μία το «Κουτσομπολιό» –όλοι ξέρουμε κάτι για κάποιον -, μετά το «Σκάνδαλο» –ίσως να είναι απόρροια του κουτσομπολιού, ίσως και αλήθεια –αλλά σε κάθε περίπτωση «Καλοί τρόποι» –γιατί είναι πολύ σημαντικό να κρατάμε τους τύπους. Θέλω να διοργανώσω μια έκθεση βάσει συγκεκριμένων αφηγημάτων ή ιστοριών. Ισως να εντάσσονται μύθοι σε αυτήν, όχι απαραίτητα σημαντικοί ελληνικοί μύθοι αλλά πιο σκοτεινές ιστορίες που μπορεί να είναι λιγότερο γνωστές».
Μια κληρονομιά για την Ελλάδα


Τα ερωτήματα που έχουν ήδη αρχίσει να αρθρώνονται αφορούν τα οφέλη που θα αποκομίσει η Ελλάδα από τη σημαντικότατη διοργάνωση (σημειωτέον η documenta χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από γερμανικούς πόρους). Στην ομάδα των 40-50 ατόμων που δουλεύει πυρετωδώς για να είναι όλα έτοιμα τον Απρίλιο του ’17 το ένα τέταρτο είναι Ελληνες, οπότε δημιουργούνται κάποιες θέσεις εργασίας. Θα μπορούσε όμως να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες που αποζητούν τον πολιτιστικό τουρισμό; Σημειωτέον, στην τελευταία documenta ένα εκατομμύριο περίπου φιλότεχνοι / φιλοπερίεργοι κατέκλυσαν το Κάσελ τους τρεις μήνες που διαρκούν οι εκθέσεις. Πρόσφατα δε η Aegean ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δρομολογήσει δύο απευθείας πτήσεις την εβδομάδα μεταξύ Αθήνας και Κάσελ, για όσους θα επιθυμούσαν να βιώσουν την πλήρη εμπειρία της διχοτομημένης εικαστικής γιορτής, από τον Απρίλιο του ’17. Να και ο πρώτος επίσημος «γηγενής» συνεργάτης της documenta. Η Αθήνα αναμένεται να γνωρίσει ημέρες 2004, μόνο που αυτή τη φορά οι επισκέπτες «ίσως είναι ταξιδιώτες και όχι τουρίστες». Οπως και να τους αποκαλέσουμε, ο Σίμτσικ ελπίζει να είναι πρώτα απ’ όλα Ελληνες, ακριβώς όπως «στο Κάσελ η πλειονότητα των επισκεπτών είναι από τη Γερμανία. Θα ήθελα να ενδιαφερθούν για την έκθεση Αθηναίοι αλλά και επισκέπτες από άλλες ελληνικές πόλεις. Ας φροντίσουμε να συμβεί και ας εμπλέξουμε πολλούς οργανισμούς, μουσεία, σπίτια καλλιτεχνών, συλλόγους, φεστιβάλ, θέατρα, κινηματογράφους σε αυτή την προσπάθεια. Εκτός από την documenta, συμβαίνουν εξάλλου πολλά άλλα πράγματα στην πόλη. Αν άλλοι οργανισμοί θέλουν να σχεδιάσουν κάτι παράλληλα με την έκθεση και προσδοκούν ορατότητα τότε εμείς ευχαρίστως θα συμπεριλάβουμε το πρόγραμμά τους στο υλικό μας και ως αντάλλαγμα θα τους ζητήσουμε να έχουν το δικό μας υλικό για να ενημερώνεται ο κόσμος ότι λαμβάνει χώρα στην πόλη η documenta». Ο Σίμτσικ είναι εμφατικός όταν λέει ότι «καταβάλλουμε κάποια προσπάθεια αλλά περιμένουμε να υπάρξει προσπάθεια και από αλλού. Δεν θα είναι μόνο δική μας η περφόρμανς, εμείς θα κάνουμε δυο-τρεις πιρουέτες και θα φύγουμε». Θα μείνει άραγε κάτι πίσω να θυμίζει την έλευση της μεγαλύτερης διεθνούς εικαστικής διοργάνωσης στην πόλη; «Θα θέλαμε να μείνουν κάποια έργα αλλά χωρίς καμία διάθεση επιβολής». Υπόσχεται στο μεταξύ χαριτολογώντας ότι η documenta «δεν θα καταστρέψει τίποτε» και ελπίζει ότι η διοργάνωση θα συμβάλει να ανοίξουν, να δουλέψουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να επιστρέψουν στην αρχική λειτουργία τους οργανισμοί και κτίρια. «Η πιο σημαντική κληρονομιά ωστόσο ελπίζουμε να είναι άυλη. Πιστεύω ότι ένα έργο τέχνης έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, να αποτελέσει μια πολύ καθοριστική εμπειρία για τη ζωή μας». Γιατί τελικά «δεν είμαστε εδώ για να διεξαγάγουμε ένα εξωραϊστικό πρότζεκτ, είμαστε εδώ για να αναζωογονήσουμε νοήματα και έννοιες».

Μια καλλιτεχνική συμφωνία
«Ελπίζω να φέρω μια σειρά από κτίρια, γειτονιές ή περιοχές και έργα τέχνης σε μια αλληλοδιάδραση μεταξύ τους σαν να πρόκειται για μια ορχήστρα που δίνει ένα κοντσέρτο. Δεν θέλω να είμαι εγώ ο μαέστρος, θα ήθελα η documenta να ενορχηστρωθεί από την ίδια την ορχήστρα της»
λέει ο Σίμτσικ. To (μουσικό) κλειδί για την κατανόηση των επιδιώξεών του είναι η λέξη «conduction», όπως την προσδιόρισε ο αμερικανός μουσικός της τζαζ, συνθέτης και μαέστρος Λόρενς «Μπουτς» Μόρις. «Ενα είδος αυτοσχεδιασμού όπου οι μουσικοί εξασκούν ελεύθερα τη βιρτουοζιτέ τους». Οι επιμελητές και οι βοηθοί τους, «μια αντιπαραβολή διαφορετικών προσωπικών και επαγγελματικών ιστοριών και νοοτροπιών», συνεργάζονται για αυτό το μουσικό αποτέλεσμα. «Στη λέξη «conduction» κυκλοφορεί και ηλεκτρικό ρεύμα, αν ερμηνευτεί ως όρος της Φυσικής, οπότε η πολυφωνία στο ανθρώπινο αλλά και στο κτιριακό δυναμικό ευνοεί τη μεταφορά ενέργειας και ιδεών και την κατανόησή τους πέρα από την προσχεδιασμένη «παρτιτούρα». Μιλάμε και ακούμε, αυτή είναι η διαδικασία μας». Καθόλου τυχαία στο επόμενο τεύχος του περιοδικού «South», το πρώτο πρότζεκτ της documenta το οποίο λειτουργεί και ως προπομπός της θεματολογίας και των προσώπων που θα παρουσιαστούν στη διοργάνωση, θα περιλαμβάνεται μια παρτιτούρα του συνθέτη και φιλοσόφου της μουσικής Γιάννη Χρήστου. «Ανέπτυξε ένα σύστημα ορχηστρικής παρτιτούρας για την κατανόηση της μουσικής ως κάτι πέρα από την ίδια τη μουσική και όχι απλώς ως το αποτέλεσμα μιας αλληλοδιαδοχής ήχων. Μπορούμε να θεωρήσουμε την έκθεση ως την προέκταση μιας τέτοιας παρτιτούρας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.