Οι μεταναστευτικές ροές στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία παρουσιάζονται σε μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που υπογράφουν ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης και η Αλεξάνδρα Καρκούλη, MsC.
Η Ελλάδα μετά τα τέλη της δεκαετίας του 80 μεταβάλλεται από χώρα εξόδου σε χώρα εισόδου, και τα δεδομένα των τελευταίων απογραφών το επιβεβαιώνουν αναφέρουν οι συγγραφείς στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης.
«Οι αλλοδαποί ανέρχονται στην απογραφή του 1981 σε 180.000 άτομα (εκ των οποίων 63% από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αποτελώντας λιγότερο από το 2% του συνολικού πληθυσμού).Μια δεκαετία αργότερα, στην απογραφή του 1991, ο πληθυσμός τους δεν μεταβάλλεται σημαντικά, αν και οι προερχόμενοι από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αποτελούν λιγότερο από το 50% του συνόλου.
Στην απογραφή του 2001 όμως ο αριθμός τους υπερ – τετραπλασιάζεται, καθώς καταγράφονται πλέον 762.000 άτομα μη έχοντα την ελληνική υπηκοότητα (7% του πληθυσμού της χώρας μας που εγγίζει πλέον τα 11 εκ.), ενώ το 2011, στην τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός τους ανέρχεται πλέον στις 912.000, αυξημένος κατά 150 χιλ. σε σχέση με το 2001
Η χώρα μας, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας ελάχιστα πλέον διαφοροποιείται άλλων νοτιο – ευρωπαϊκών χωρών που από παραδοσιακές και εμβληματικές χώρες εξαγωγής μεταναστών μετατράπηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε χώρες υποδοχής.
Οι εισροές προς τις μεσογειακές χώρες –συνεχίσθηκαν μέχρι τα μέσα – τέλη της δεκαετίας του 2000, εξαιτίας α) της κριτικής οικονομικής και πολιτικής κατάσταση των χωρών προέλευσης και της ζήτησης σε εργατικό δυναμικό ενός άδηλου τομέα της οικονομίας που αναπαραγόταν διευρυμένα μέχρι την ανάδυση της πρόσφατης κρίσης, και β) της γεωγραφικής εγγύτητάς τους με τις χώρες προέλευσης (ως και της σχετικής ευκολίας πρόσβασης λόγω της δυσκολίας φύλαξης των θαλασσιών τους συνόρων).
Είναι προφανές ότι η μεταστροφή αυτή των μεταναστευτικών ρευμάτων είχε άμεσες συνέπειες και στις δημογραφικές μας εξελίξεις. Η μαζική είσοδος νέων κυρίως ατόμων σε αναζήτηση εργασίας συνέτεινε εκτός των άλλων στην επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδας, σε αύξηση της γεννητικότητάς του και στην τόνωση της δημογραφικής δυναμικότητάς του, καθώς στην αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά η αύξηση του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1991 και το 2011.
Την τελευταία περίοδο, εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης σε μια σειρά χωρών γύρω από τη Μεσόγειο και την ενδοχώρα της, οι εισροές αλλοδαπών στην Ελλάδα συνεχίζονται (αν και με σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα προ του 2012 έτη) και η εμβάθυνση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης – και τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας δεν ανακόπτουν τα ρεύματα αυτά. Η μεγάλη πλειοψηφία των παρατύπως εισερχόμενων προέρχεται την τελευταία δεκαετία όλο και περισσότερο από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ασίας αρχικά, της Αφρικής δε στη συνέχεια3, καθώς οι συγκρούσεις κυρίως στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής (και, δευτερευόντως σε κάποιες άλλες αφρικανικές, μη μεσογειακές χώρες) δημιούργησαν νέα μαζικά ρεύματα φυγής.
Ταυτόχρονα, το σύνολο σχεδόν των εισερχόμενων αλλοδαπών την τελευταία περίοδο στην Ελλάδα (πρόσφυγες ή/και οικονομικοί μετανάστες) δεν είχε/έχει στόχο να εγκατασταθεί στη χώρα μας, αλλά να μετακινηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε κάποια από τις «ελκτικές» χώρες της Ε.Ε και αυτό αποτυπώνεται στο πολύ μικρό ποσοστό των εισερχόμενων που καταθέτουν αίτηση ασύλου στη χώρα μας».