«Παρότι από πέρυσι μυριζόμουν την ανικανότητα των σημερινών κυβερνώντων απέναντι στο μείζον θέμα της οικονομικής μας κατάντιας, ήμουν αρκετά επιφυλακτικός στο να τους κατακρίνω. Θεωρούσα τις οικονομολογικές γνώσεις μου τελείως ανεπαρκείς, για να προφέρω καταδίκη αβασάνιστα. Σήμερα δεν αμφιβάλλω: λέω απλοϊκά πως αν στην οικονομία ή στο Μεταναστευτικό διέπραξαν λάθη ολέθρια όσο στον πολιτισμό, τότε μιλάμε για ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Αν παίζουν με τη Λαγκάρντ όπως με τον Φαμπρ, καήκαμε».
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος μετά την «υπόθεση Φαμπρ» κυριολεκτικά ξεσπαθώνει και με τη συνέντευξή του στο «Βήμα» αφήνει στο παρασκήνιο τον σιωπηλό εργάτη του θεάτρου για να φέρει στο προσκήνιο τον ενεργό πολίτη και καλλιτέχνη.
Κύριε Μαυρίκιε, ποια είναι η πρώτη σας αντίδραση από την πρόσφατη περιπέτεια Φαμπρ;
«Γράφτηκε ιστορία! Μια ιστορία ντροπής, που όμοιά της δεν ξαναείδε ο εγχώριος πολιτισμός μας. Με κορύφωση το «one night stand» Μπαλτά – Φαμπρ, είναι το πιο θεαματικό Βατερλό που θα θυμόμαστε στις τέσσερις μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Ξεκίνησαν με τη διαπόμπευση του Γιώργου Λούκου, «κατηγορούμενου για κακουργηματικές πράξεις», όπως μας θυμίζει ο κ. Μπαλτάς… Η ηθική αμφισβήτηση του Λούκου και το πυροτέχνημα Φαμπρ διέλυσαν την όποια εμπιστοσύνη των καλλιτεχνών προς τους θεσμούς και του κοινού προς το Φεστιβάλ, που επί 10 χρόνια έκανε την Αθήνα ζηλευτή στον κόσμο. Και το χειρότερο: καταρράκωσαν διεθνώς την αξιοπιστία μας».
Σας απογοήτευσε η στάση του υπουργού;
«Βεβαίως. Μα, ω του θαύματος, αν και παραδέχεται ότι εκτεθήκαμε, παραμένει αμετακίνητος! Λες και το διεθνές ρεζιλίκι ήταν μια άστοχη μετάθεση κατώτερου υπαλλήλου του. Οχι μόνο δεν παραιτείται ή δεν «τον παραιτεί» ο Πρωθυπουργός, αλλά ούτε καν ζητείται η παραίτησή του από την αντιπολίτευση· σύσσωμη, αν δεν απατώμαι».
Εχετε κάποια εξήγηση για αυτό;
«Κυρίως επειδή οι κομματικοί άρχοντες είναι άσχετοι με τον πολιτισμό… Αδιαφορούν ακόμα και προς διεθνή στατιστικά δεδομένα που δίνουν την Αθήνα ως την πιο παραγωγική πρωτεύουσα θεάτρου στον κόσμο ολόκληρο! Ακόμα και αυτό τορπιλίζουν! Τι μας έμεινε; λέει. Πολιτισμός και τουρισμός; Στον Καιάδα κι αυτά με ερασιτεχνικά φιρμάνια αλαζόνων αυτοχείρων».
Περιμένατε μια διαφορετική αντιμετώπιση από την «πρώτη φορά Αριστερά»;
«Ηλπιζα. Ειδικά που η Αριστερά έχει πάντα ένα «μονοπώλιο πολιτισμού» με τη συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών… Είναι οξύμωρο ότι στα 42 χρόνια της Μεταπολίτευσης τις δύο προσωπικότητες που λάμπρυναν περισσότερο τον πολιτισμό μέσω κρατικών δομών τις διόρισαν δύο… Καραμανλήδες! Με το Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι και το Φεστιβάλ Αθηνών του Λούκου είχαμε δύο «θαύματα πολιτισμού». Εύχομαι ο Μητσοτάκης, του οποίου η αντίδραση για τον Φαμπρ υπήρξε απογοητευτικά χλιαρή, να τους μιμηθεί ως πρωθυπουργός. Στον βαρύ μπαλτά που έπεσε πάνω στον πολιτισμό μας, αντιπαραθέτω τις δύο αυτές οάσεις της Δεξιάς, αλλά και τις όποιες κατακτήσεις της Μελίνας, για να μην πω και τα φεστιβάλ της ΚΝΕ, κάποτε και του «Ρήγα», ή και ό,τι βγαίνει αναρχικά στον δρόμο ή στις καταλήψεις, αρχής γενομένης από τις παραστάσεις του αείμνηστου Κοντραφούρη στην κατάληψη της 3ης Σεπτεμβρίου… Κι ας με πουν δεξιό, σταλινικό ή αναρχικό…».
Σας προκάλεσε έκπληξη η επιλογή του βέλγου καλλιτέχνη;
«Ηταν αποτέλεσμα ερασιτεχνισμού ατάλαντων πολιτικάντηδων, άσχετων με τις τέχνες, που δεν ξέρουν, μα ούτε και νοιάζονται να διακρίνουν ποιος είναι ικανός για ποιο πόστο. Το ότι κάλεσαν τον Φαμπρ, αναμφισβήτητα άξιο καλλιτέχνη, δεν νομίζω ότι ήταν «στημένο», όπως ακούω. Αυτό που πρώτα έκαναν ήταν να στιγματίσουν τον Λούκο ως πιθανό «κακούργο», για να κουμαντάρουν «δικοί τους» το Φεστιβάλ».
Τι εννοείτε;
«Προκειμένου να κλείσουν τα στόματα όσων έλεγαν ότι μετά τον Λούκο ήταν αδύνατο να βρεθεί άλλος Ελληνας με διεθνή αναγνωρισιμότητα και ανάλογες ικανότητες, σκέφτηκαν απλοϊκά «και γιατί να είναι Ελληνας;». Μηχανεύτηκαν λοιπόν να φέρουν έναν ξένο με όνομα φανταχτερό, που να μη γνωρίζει τα ελληνικά γράμματα και πράγματα, ώστε να βρίσκει εκείνος τις διεθνείς παραγωγές και να του υποβάλλουν οι ίδιοι τους… ημεδαπούς ημετέρους. Μόνο που έπεσαν έξω. Γιατί, κατά το «ρωμαίικο», όπου πολλά γίνονται εκ του πονηρού χωρίς σαφείς δεσμεύσεις, δεν υπήρχε προικοσύμφωνο. Ο γαμπρός, αμέσως μετά την τελετή, είπε στη νύφη να ξεχάσει γλώσσα, οικογένεια και προίκα της και να υποταχθεί στην υπέρμετρη αλαζονεία του».
Τον μέμφεστε γιατί δεν έκανε καμία επαφή με έλληνες καλλιτέχνες;
«Επρεπε να κάνει διάλογο και έρευνα. Αλλά κόμπασε ότι δεν σκαμπάζει από διοίκηση γιατί είναι… καλλιτέχνης! Ετσι θα επικέντρωνε το Φεστιβάλ Αθηνών στον… εαυτό του! Δήλωσε μάλιστα ότι προς το παρόν δεν ανελάμβανε καν το διεθνές σκέλος, γιατί θα κουβαλούσε παραστάσεις μόνο από τη μικρή χώρα του, που δεν φημίζεται για το θέατρό της, εξαιτίας κυρίως του τεράστιου προβλήματος μιας «εμφύλιας διγλωσσίας» που κάθε άλλο παρά ευνοεί το θέατρο. Η σπαραγμένη αυτή χώρα αναδεικνύει μάλλον χορογράφους παρά δημιουργούς θεάτρου. Τυχαίο;».
Ισως γιατί στο θέατρο εν αρχή ην ο λόγος…
«Οχι πάντα. Σχεδόν πάντα… Ειδικά στην Ελλάδα. Το θέατρο είναι φύσει τέχνη «εγχώρια» που δύσκολα ταξιδεύει λόγω γλώσσας και άλλων παραγόντων. Τον Κουν και τον Βογιατζή ελάχιστοι τους γνωρίζουν έξω. Σίγουρα λιγότεροι από όσους ξέρουν ποιοι είναι Θεοδωράκης και Χατζιδάκις, Αγγελόπουλος και Κακογιάννης, Ρίτσος και Ελύτης, Καζαντζάκης και Βασιλικός. Ετσι το θέατρο χρειάζεται περισσότερο την Πολιτεία, που μόλις το έπληξε με τον αμείλικτο μπαλτά της».
Δεν ξέρουν δηλαδή από θέατρο;
«Αρκετοί πολιτικάντηδες, όχι. Το ρεσιτάλ των ανεπαρκών εντολέων του Φαμπρ και το όλο concept του ιδίου ήταν αποτέλεσμα και της άγνοιάς τους ότι το θέατρο είναι κάτι σαν «εθνική τέχνη» εδώ. Το θέατρο στην Ελλάδα ως μείζων πνευματική έκφραση είναι κάτι που δεν έχει όμοιό του στον κόσμο. Πού αλλού γεμίζουν θέατρα 12.000 θεατών; Πού μικρές πόλεις των 50.000 κατοίκων έχουν το δικό τους θέατρο; Ολα αυτά δεν τα γνωρίζουν καλά έξω. Μα ούτε και μέσα».
Μήπως όμως έχουμε κι εμείς οι Ελληνες μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό;
«Αν εννοείτε την ευθύνη που μπορεί να έχουμε για το ποιοι μας κυβερνούν, λέω όχι. Η απελπισία ενός λαού με ψευδαίσθηση δημοκρατίας που εκβιάζεται να επιλέξει ποιος εκ των υποψηφίων απατεώνων είναι ο λιγότερο επικίνδυνος δεν αφήνει περιθώρια ευθύνης. Με τους τωρινούς κατέρρευσε η τελευταία του ελπίδα. Πώς βγαίνουμε από το τέλμα; Δυστυχώς δεν βρίσκω απάντηση, ούτε εντός ούτε εκτός «συνταγματικού τόξου». Τουλάχιστον για το κοντινό μέλλον. Μόνο ίσως για το μακρινό: με τον πολιτισμό…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ