Στις 7 Μαρτίου η Θέμις Μπαζάκα τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών του γαλλικού κράτους. Αυτή τη σεζόν, αφού έκλεψε τις εντυπώσεις στον «Ριχάρδο Γ’» του Γιάννη Χουβαρδά με την ερμηνεία της, συνεχίζει με τον «Γυάλινο κόσμο» (στο Θέατρο Εμπορικόν), σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. Το έργο του Τενεσί Γουίλιαμς έχει στον πυρήνα του «Μια οικογένεια που τα μέλη της δεν ακούν ούτε βλέπουν ο ένας τον άλλον, κι έτσι κατασκευάζουν τους δικούς τους μικρούς κόσμους διαφυγής, επειδή δεν αντέχουν την πραγματικότητα. Είναι τραγικό αυτό. Συμβαίνει, όμως, πολύ συχνά». Η πάντα ανήσυχη ηθοποιός υποδύεται την Αμάντα: «Μια μάνα, που όχι μόνο υπερπροστατεύει, αλλά θέλει να ελέγχει, θέλει να κατευθύνει, θέλει να καθορίζει τα πάντα και δεν αντιμετωπίζει τα παιδιά της σαν ξεχωριστές οντότητες, γιατί δεν αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια ούτε τον εαυτό της. Ζει στο παρελθόν, ζει σε μια κρίση οικονομική που την οδηγεί στην απελπισία».

Σας ανάγκασε ο ρόλος της Αμάντα να ξανασκεφτείτε τη δική σας εμπειρία ως μητέρα;

«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μάνα, να είσαι γονιός γενικώς. Και δεν εννοώ μόνο την πρακτική πλευρά. Αν θέλεις πραγματικά να είσαι ένας καλός γονιός, χρειάζεται δουλειά πολλή, είναι πλήρης απασχόληση, όχι μερική. Και οι άνθρωποι, βάζω και τον εαυτό μου μέσα, στην αγωνία μας να τα προλάβουμε όλα στη ζωή, χανόμαστε, γινόμαστε επιπόλαιοι, δεν είμαστε συγκεντρωμένοι. Φυσικά, πρόκειται για κάτι που δεν μαθαίνεται, δεν διδάσκεται. Είναι λογικό να κάνεις και πολλά λάθη, ακόμη κι όταν παλεύεις για το αντίθετο. Εγώ έχω συχνά αμφιβολίες και μιλάω στην κόρη μου για τα λάθη που νομίζω ότι έχω κάνει κι εκείνη μου απαντά πως δεν υπάρχουν λάθη, ακόμη και μέσα από αυτά πορευτήκαμε, μια χαρά τα πάμε. Γιατί έχουμε μια καλή σχέση, πάντα μιλούσαμε, δεν έκλεισε ποτέ η μία την πόρτα στη μούρη της άλλης.

Στον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς η Θέμις Μπαζάκα υποδύεται την Αμάντα, μια αυταρχική μητέρα.

Εκανα την κόρη μου πολύ μικρή, κι έτσι έχω υπάρξει πολύ αυθόρμητη. Μεγαλώνοντας, διαπίστωσα ότι ενίοτε οδηγούμαι σε πιο συντηρητικές θέσεις. Πολλές φορές λέω στον εαυτό μου “Οχι, Θέμις, δεν θα γίνεις τώρα τέτοια μαμά, θα συνεχίσεις να είσαι και φίλη, και κανονικός άνθρωπος, και να θέλεις να δεις τα πράγματα από απόσταση”. Το θέμα είναι να δείχνεις στο παιδί πώς θα ανεξαρτητοποιηθεί και να το ξεκολλάς από το φουστάνι σου, κάτι που δεν κάνουν συχνά οι ελληνίδες μητέρες. Και δεν ξέρω πού οφείλεται, ίσως φοβούνται ότι θα τις απορρίψουν ή αφοσιώνονται σε υπερβολικό βαθμό στα παιδιά γιατί κάτι δεν πάει αλλού καλά. Δεν ξέρω».

Εσείς σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;

«Μεγάλωσα σε ένα μικροαστικό περιβάλλον, συντηρητικό και θρησκόληπτο. Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’50, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά τότε, οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, έπαιρναν μεταθέσεις σε χωριά της Μακεδονίας και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σε αυλές, πολύ όμορφα και ελεύθερα. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, με όλες όμως τις φοβίες εκείνης της εποχής. Δεν ήθελαν στην αρχή να γίνω ηθοποιός, ωστόσο όχι μόνο το δέχτηκαν, αλλά με υποστήριξαν κιόλας, γιατί αναγνώρισαν σε μένα τι ήθελα να κάνω».

Τι θέλατε δηλαδή να κάνετε;

«Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, κυρίως του σινεμά, και δεν ήμουν διατεθειμένη, γιατί ήμουν και πάρα πολύ τζόρας, να κάνω καμία υποχώρηση. Πολλές φορές, ήμουν και πάρα πολύ άγρια, με την αγωνία μη τυχόν με δει κάποιος διαφορετικά. Με απασχολούσαν πολύ ο σεξισμός και η θέση της γυναίκας. Θεωρούσα ότι το μυαλό μας είναι το πιο σημαντικό πράγμα και ήθελα αυτό να βλέπουν πρώτα σε εμένα».

Η δημόσια κουβέντα που έγινε πρόσφατα με αφορμή τις φωτογραφίες της Κιμ Καρντάσιαν, σχετικά με τη γυναικεία χειραφέτηση μέσω του γυμνού, πώς σας φαίνεται;

«Σε δουλειά να βρισκόμαστε. Εμένα μου αρέσει πολύ ο γυμνισμός και είναι ένα από τα πράγματα που στερούμαι πολύ με τη δημοσιότητα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το σώμα μου. Αλλά δεν βρίσκω λόγο να επιδεικνύει κανείς το δικό του. Μήπως το κάνει γιατί μόνο αυτό έχει; Η Καρντάσιαν είναι μια μπιζνεσγούμαν που αυτό πουλάει. Δεν έχω κανένα θέμα με το γυμνό ή με τον γυναικείο ερωτισμό και βρίσκω όλες τις γυναίκες ωραίες, και τις γεμάτες και τις αδύνατες, αρκεί να πηγάζει ο αισθησιασμός από μέσα τους, να έχουν γοητεία, να μην είναι ξερά κατασκευασμένες για αυτό το πράγμα. Είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτή. Η γυναίκα αιώνες τώρα αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο και αυτή την ιδέα ο φεμινισμός δεν κατάφερε, δυστυχώς, να την εξαλείψει».

Γιατί θέλατε να γίνετε ηθοποιός του σινεμά;

«Γιατί αγαπούσα τον κινηματογράφο και γιατί πίστευα πραγματικά ότι μπορούσες μέσα στη σκοτεινή αίθουσα να μεταφερθείς σε μια άλλη πραγματικότητα. Το θέατρο είναι μεν μια υψηλή τέχνη και μπορεί να σε συγκινήσει, να σε βάλει σε σκέψεις, μόνο όμως όταν είναι ωραίο, ενώ ακόμη και σε μια μέτρια ταινία κάτι μπορείς να βρεις. Δεν έχω παρατήσει ταινία στη μέση, ενώ από θεατρική παράσταση έχω γλιστρήσει διακριτικά έξω, δεν το αντέχω όταν δεν είναι καλό».

Στη δεκαετία του ’80, τη στιγμή ακριβώς που η μεγάλη επιτυχία σάς χτύπησε την πόρτα, εσείς φύγατε για την Αμερική. Φοβηθήκατε καθόλου;

«Τι να φοβηθώ; Ερωτεύτηκα έναν άνδρα και έφυγα μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόλις είχα κάνει τα “Πέτρινα χρόνια”, έπαιρνα το ένα βραβείο πίσω από το άλλο και δεν υπήρχε, επί μήνες, ελληνικό έντυπο που να μη γράφει το όνομά μου. Εκείνη η δόξα με στήριξε στη μετέπειτα καριέρα μου κι εγώ δεν την έζησα, έφυγα. Μπορεί κι ένα κομμάτι μου να φοβήθηκε».

Φοβήθηκε την επιτυχία;

«Πάντα είχα μια δυσπιστία απέναντι στη μεγάλη επιτυχία. Και πάντα προσπαθούσα να αντιμετωπίζω με στωικότητα τη μεγάλη αποτυχία. Είναι στη φύση της δουλειάς μας. Ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει. Πάντα αυτή τη στάση κρατούσα. Δεν ονειρευόμουν ποτέ τη μεγάλη δόξα, με τρομάζει, για να πω την αλήθεια. Ηθελα να μπορώ να παίζω στο σινεμά συνέχεια, να ζω από αυτό. Η δημοσιότητα είναι ένα κομμάτι αυτής της δουλειάς, αλλά δεν σημαίνει τίποτα για μένα».

Αναφέρατε προηγουμένως ότι μεγαλώσατε σε θρησκόληπτο περιβάλλον. Η σχέση σας με τη θρησκεία πώς διαμορφώθηκε μέσα στα χρόνια;

«Οταν σε πιέζουν πολύ για κάτι, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να αντιδράσεις, οπότε για χρόνια δεν είχα ασχοληθεί καθόλου με το θέμα. Θρήσκα δεν είμαι, και μάλιστα πιστεύω ότι οι θρησκείες είναι μια πηγή κακού. Εχω αποκτήσει όμως πίστη, με έναν τρόπο πολύ προσωπικό. Πιστεύω όχι στον Θεό, αλλά σε κάτι υψηλότερο από εμένα. Τώρα αν οδηγήθηκα εδώ από γνώση ή από ανάγκη, δεν μπορώ να απαντήσω και δεν χρειάζεται κιόλας. Ξέρω ότι η πίστη μού δίνει δύναμη και ηρεμία, η εσωτερική δύναμη του ανθρώπου που συντονίζεται με το Σύμπαν».

Πιστεύετε πως έχετε γίνει καλύτερος άνθρωπος μεγαλώνοντας;

«Δεν ξέρω. Ξέρω ότι έχω μαλακώσει, δεν έχω τόση ένταση. Ξέρω ότι έχω γίνει λίγο πιο κλειστή, πιο μοναχική. Δεν ξέρω αν αυτά είναι καλά ή κακά. Ανυπόμονη ήμουν πάντα, και παραμένω. Θέλω να γίνω καλύτερη μητέρα, καλύτερη φίλη, καλύτερη ηθοποιός, καλύτερη σύντροφος».

Ποια είναι η αξία της τέχνης σήμερα;

«Αναρωτιέμαι σήμερα, που πνίγονται άνθρωποι στη θάλασσα κάθε μέρα, που το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή τους είναι ένας σάκος και μια κουβέρτα, τι κάνουμε εμείς οι καλλιτέχνες; Η μεγάλη τέχνη, όμως, σε επαναπροσδιορίζει, σε ανυψώνει, σε ανακουφίζει, σε βοηθά να μη νιώθεις μόνος. Κι εμείς, που συνδιαλεγόμαστε κάθε μέρα με το υπέροχο κείμενο του Γουίλιαμς, είμαστε τυχεροί γιατί για μερικές ώρες έχουμε την ομορφιά μέσα μας. Ησυχάζει το μέσα σου, σκέφτεσαι πιο βαθιά. Ελπίζω το ίδιο να συμβαίνει και με το κοινό».

Παραμένετε φανατική σινεφίλ;

«Κάνω κάτι για το οποίο δεν είμαι πολύ περήφανη. Μου κατεβάζουν ταινίες και μου τις γράφουν στον σκληρό δίσκο. Θα ήθελα πολύ να πηγαίνω πιο συχνά στη σκοτεινή αίθουσα, γιατί μου αρέσει εκεί, αλλά πότε; Τις βλέπω, όμως, όλες τις ταινίες. Και πάρα πολλές σειρές. Και οφείλω να ομολογήσω ότι τα αγαπημένα μου βιβλία και οι αγαπημένες μου σειρές είναι detective stories. Τρελαίνομαι για το “Game of Thrones”, το “House of Cards”, το “Homeland”. Τελευταία μου αδυναμία είναι το “How To Get Away with Murder”. Θέλω να υπάρχει σασπένς, αδρεναλίνη. Αγαπώ το αμερικανικό σινεμά, αλλά και τους Αμερικανούς».

Πιστεύετε ότι έχετε γίνει καλύτερος άνθρωπος μεγαλώνοντας;

«Δεν ξέρω. Ξέρω ότι έχω μαλακώσει, δεν έχω τόση ένταση. Ξέρω ότι έχω γίνει λίγο πιο κλειστή, πιο μοναχική. Δεν ξέρω αν αυτά είναι καλά ή κακά. Ανυπόμονη ήμουν πάντα και παραμένω. Θέλω να γίνω καλύτερη μητέρα, καλύτερη φίλη, καλύτερη ηθοποιός, καλύτερη σύντροφος».

Τον έρωτα τον έχετε απομυθοποιήσει;

«Oχι, δεν τον έχω απομυθοποιήσει. Πάντα πιστεύω ότι ο έρωτας είναι από τα πιο δυνατά πράγματα που μπορούν να συμβούν σε έναν άνθρωπο και μπορεί να σου δώσει έμπνευση και διάθεση για ζωή, είναι μια κινητήριος δύναμη πολύ σημαντική, απλώς δεν είναι πολύ εύκολο να τον συναντήσεις πια. Δεν ξέρω αν είναι η ηλικία μου, αλλά βλέπω και από την κόρη μου ή και από νεότερες φίλες μου ότι κάτι έχει γίνει. Οι άνθρωποι δεν φλερτάρουν πια. Εμένα μου αρέσει πολύ να φλερτάρω και μου αρέσει να με φλερτάρουν, όχι ντε και καλά για να καταλήξει κάπου, μόνο για την αίσθηση του παιχνιδιού των δύο φύλων. Σε ζωντανεύει, είναι ωραίο. Υπάρχει, όμως, πια ένας αντιερωτισμός, είναι πιο στεγνά τα πράγματα. Αλλά κι εγώ συναντώ όλο και λιγότερους γοητευτικούς άνδρες στη ζωή μου. Εμένα πρέπει να με γοητεύσει πάρα πολύ κάποιος για να τον ερωτευτώ: το μυαλό, το πνεύμα, η ελευθερία, το χιούμορ, η παιδεία του».

Γιατί δεν φλερτάρουν πια οι άνθρωποι;

«Διάφορα που διαβάζω κατηγορούν πολύ το Internet. Προσωπικά δεν ασχολούμαι με αυτά, δεν με έχει τραβήξει πολύ το Διαδίκτυο, προτιμώ να διαβάσω ένα βιβλίο. Ισως η τεχνολογία έχει σκοτώσει τη μαγεία του έρωτα. Πας σε ένα μαγαζί και βλέπεις αγόρια ωραία, κορίτσια ωραία, όλα πάνω από ένα κινητό ή έναν υπολογιστή. Και λες: “Κοιταχτείτε λίγο. Και τίποτα να μη γίνει, θα μιλήσετε, θα γνωρίσετε καινούργιους ανθρώπους”. Είναι μαγευτικές οι ζωές των ανθρώπων, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ να κάθομαι και να χαζεύω ανθρώπους που δεν γνωρίζω, να αναρωτιέμαι τι σκέφτονται, πώς ζουν, να φτιάχνω ιστορίες».

Ποιοι είναι οι πιο γοητευτικοί άνθρωποι που έχετε γνωρίσει στη ζωή σας;

«Είχα γοητευτεί πολύ από τη Μελίνα Μερκούρη. Και από τον Μίνω Βολανάκη. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι μια προσωπικότητα που θαυμάζω. Ο Αλ Πατσίνο, που ήταν δάσκαλός μου στο Actors Studio. Οι φίλοι μου είναι πολύ γοητευτικοί. Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τη Βιρτζίνια Γουλφ και θα ήθελα να γνωρίσω την Πάτι Σμιθ, που είναι και η αγαπημένη μου καλλιτέχνις, την έχω δει επτά φορές live. Το βιβλίο της είναι τόσο ωραίο. Η εποχή που έζησαν προετοίμαζε όλους αυτούς τους μεγάλους καλλιτέχνες, έβλεπες μεγάλη ελευθερία και αλληλεγγύη. Ενώ ζούμε μια εποχή κρίσης, δεν υπάρχουν τα στοιχεία της δημιουργικότητας που γέννησε τόσα πράγματα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Η εποχή μας είναι αντιερωτική, αντιδημιουργική, αντιερεθιστική. Αυτό το “We can be heroes, just for one day” τότε υπήρχε. Εχω δει τον Ντέιβιντ Μπόουι το 1977 στο Αμστερνταμ, είχα πάει ειδικά για τη συναυλία – σε μια εκκλησία είχε παίξει. Αυτό πρέσβευε, ότι μπορούσες να είσαι ό,τι θέλεις, να είσαι πραγματικά ο εαυτός σου».

«Ο γυάλινος κόσμος»: Θέατρο Εμπορικόν (Σαρρή 11, Ψυρρή), Τετάρτη – Κυριακή, έως 10/04.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ