Δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες και είναι πράγματι εντυπωσιακό! Πενήντα κορυφαίες προσωπικότητες της τέχνης και της διανόησης απευθύνουν επιστολή-έκκληση στον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα και στον αρμόδιο για τον Πολιτισμό υπουργό Ντάριο Φραντσεσκίνι ζητώντας την παρέμβασή τους ώστε να επιτραπεί η πρόσβαση στα αρχεία των δύο δημοφιλέστερων συνθετών όπερας, των Βέρντι και Πουτσίνι, τα οποία διαχειρίζονται οι κληρονόμοι τους. Την επιστολή –η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Classic Voice» –συνυπογράφουν, μεταξύ πολλών άλλων, διάσημοι αρχιμουσικοί όπως ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, ο Ζούμπιν Μέτα, ο Ρικάρντο Σαγί και ο Αντόνιο Παπάνο, λυρικοί τραγουδιστές όπως ο Πλάθιντο Ντομίνγκο και η Ρενάτα Σκότο, ο βετεράνος πιανίστας Μαουρίτσιο Πολίνι, ο σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο ηθοποιός και συγγραφέας Ντάριο Φο, ο φιλόσοφος και πολιτικός Μάσιμο Κατσιάρι καθώς και οι διοικητικοί ιθύνοντες των μεγαλύτερων λυρικών σκηνών ανά τον κόσμο: της Σκάλας του Μιλάνου, του Κόβεντ Γκάρντεν, της Οπερας του Παρισιού, της Κρατικής Οπερας του Βερολίνου αλλά και των θεάτρων του Λος Αντζελες και του Σαν Φρανσίσκο. «Είναι αδιανόητο στην εποχή μας, όταν τα αρχεία του Μπαχ, του Μπετόβεν και του Βάγκνερ είναι διαθέσιμα ακόμη και διαδικτυακά σε κάθε ενδιαφερόμενο, τα αρχεία του Βέρντι και του Πουτσίνι να παραμένουν ακόμη στη δικαιοδοσία των κληρονόμων τους, οι οποίοι απαγορεύουν την πρόσβαση σε αυτά σε ερευνητές και μελετητές» επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην επιστολή όπου τονίζεται ότι το γεγονός αυτό αντίκειται στο άρθρο 127 του Κώδικα για τα Πολιτιστικά Αγαθά.
Ανεκτίμητες πληροφορίες


Τόσο το αρχείο του Βέρντι (που βρίσκεται στη Βίλα η οποία φέρει το όνομα του συνθέτη στην επαρχία της Piacenza) όσο και αυτό του Πουτσίνι (στο Torre del Lago, στην επαρχία της Lucca) περιέχουν ανεκτίμητες πληροφορίες για τη ζωή και τη δημιουργία των δύο συνθετών. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο για τον «Φάλσταφ», την τελευταία όπερα του Βέρντι, υπολογίζεται ότι υπάρχουν 900 σελίδες με άγνωστα προσχέδια, τα οποία δεν έχουν έρθει στο φως και δεν έχουν μελετηθεί ποτέ! Ωστόσο, εκφράζονται φόβοι για τις συνθήκες φύλαξης και συντήρησης του υλικού μια που θεωρείται βέβαιο ότι δεν χρησιμοποιούνται οι εξελιγμένες μέθοδοι των τελευταίων χρόνων αλλά και για την πιθανότητα διασπάθισης και απώλειας πολύτιμων τεκμηρίων. Ειδικά στην περίπτωση του Βέρντι, επισημαίνει στην εφημερίδα «Corriere della Sera» ο μουσικολόγος Φαμπρίτσιο ντέλα Σέτα, η μελέτη τους θα μπορούσε να αλλάξει πολλά από όσα πιστεύουμε σήμερα σχετικά με την ερμηνεία των έργων του. Επίσης, ενδεχομένως να έλυνε το «αίνιγμα» που απασχολεί τους μελετητές εδώ και πολλά χρόνια σχετικά με τον «Bασιλιά Ληρ», την όπερα του συνθέτη που δεν έχει δει ποτέ το φως. Λέγεται ότι την είχε αποσύρει ο ίδιος ο Βέρντι αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά του Ληρ και του Τρελού στον Φίλιππο του «Ντον Κάρλο» και στον Οσκαρ από τον «Χορό Μεταμφιεσμένων» αντίστοιχα. Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι στο κλειστό αρχείο υπάρχει η παρτιτούρα, ενδεχομένως ολοκληρωμένη, για φωνή και πιάνο. «Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί», λέει ο Φαμπρίτσιο ντέλα Σέτα, «η ανακάλυψη θα είναι μια πραγματική βόμβα στην ιστορία του λυρικού θεάτρου…»
Το θέμα έλαβε μεγάλη έκταση στον ιταλικό Τύπο, όπου επισημάνθηκε με νόημα ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι το αρχείο του αρχιμουσικού Κλάουντιο Αμπάντο κατέληξε πρόσφατα στο Βερολίνο προκειμένου να διαφυλαχθεί και να συντηρηθεί με τον προσήκοντα τρόπο…
Διαμάχες και δικαστήρια


Tις ανησυχίες που εκφράζουν οι υπογράφοντες έρχονται να επιτείνουν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των κληρονόμων των δύο συνθετών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει στον Τύπο διαστάσεις σίριαλ, αν όχι σαπουνόπερας. Χαρακτηριστικά όσα συνέβησαν το 2013, χρονιά κατά την οποία εορτάστηκαν διεθνώς τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Βέρντι. Την εποχή λοιπόν που τα λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο τιμούσαν την επέτειο με νέες παραγωγές της «Τραβιάτας», του «Ριγκολέτο» και των υπόλοιπων αριστουργημάτων του συνθέτη, η ιστορική βίλα του στη Sant’Agata διέτρεχε τον κίνδυνο να καταλήξει σε πλειστηριασμό ώστε, μέσω της ανεύρεσης νέου ιδιοκτήτη, να λυθούν οι σκληρές διαμάχες μεταξύ των φυσικών κληρονόμων του. Κι αυτό, γιατί μετά τον θάνατο του συμβολαιογράφου Αλμπέρτο Καράρα Βέρντι, γιου της μικρής εξαδέλφης του συνθέτη την οποία ο ίδιος και η σύντροφός του Τζιουζεπίνα Στρεπόνι είχαν αναθρέψει σαν κόρη τους, τα τέσσερα παιδιά του Μαρία-Μερσέντες, Λουντοβίκα, Αντζιολο και Εμανουέλα –τα οποία είχαν μεγαλώσει στη Βίλα Βέρντι –διαφώνησαν για το μέλλον της ιστορικής κατοικίας που προσελκύει περί τις 30.000 επισκέπτες ετησίως από ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου να θαυμάσουν προσωπικά αντικείμενα του συνθέτη.
Ελλείψει διαθήκης, η Λουντοβίκα και η Εμανουέλα ζήτησαν τη διανομή της περιουσίας σε τέσσερα ίσα μερίδια, επιδιώκοντας μάλιστα οι ίδιες να συστήσουν Ιδρυμα που θα έφερε το όνομα του συνθέτη. Από την πλευρά του ο αδελφός τους Αντζιολο, συνεπικουρούμενος από τη Μαρία-Μερσέντες, ισχυρίστηκε ότι υπάρχει διαθήκη του πατέρα τους η οποία ορίζει ως μοναδικό κληρονόμο τον μοναχογιό του, τον ίδιο δηλαδή. Τον ισχυρισμό του επιβεβαίωσε και η θεία του, αδελφή του συμβολαιογράφου, που δήλωσε ότι η ίδια υπήρξε μάρτυρας στη σύνταξη της διαθήκης, η οποία όμως δεν στάθηκε δυνατόν να βρεθεί. Η κόντρα έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να αναφερθούν βιαιοπραγίες μεταξύ των αδελφών και η υπόθεση να καταλήξει στη Δικαιοσύνη. Το ερώτημα που τέθηκε τότε μετ’ επιτάσεως στον ιταλικό Τύπο ήταν το εξής: ποιος θα διαχειριστεί το ένα εκατομμύριο ευρώ που διέθεσε το αρμόδιο για τον Πολιτισμό υπουργείο για την επέτειο των 200 χρόνων εάν δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου;
Η εξώγαμη σχέση


Μερικά χρόνια νωρίτερα εξάλλου, το 2008, χρονιά κατά την οποία εορτάστηκαν τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Πουτσίνι, ένα ακόμη «σίριαλ» απασχόλησε για καιρό τις σελίδες του Τύπου. H κινηματογραφική ταινία «Ο Πουτσίνι και το κορίτσι» που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας της χρονιάς εκείνης, αναφερόμενη σε μια άγνωστη εξώγαμη σχέση του συνθέτη της «Τόσκα», της «Μαντάμα Μπατερφλάι» και της «Τουραντότ» (ο οποίος, βέβαια, ήταν γνωστός για την έντονη ερωτική ζωή του), έφερε στο προσκήνιο την ιστορία της Νάντια Μανφρέντι. Η γυναίκα ισχυρίστηκε ότι είναι εγγονή του συνθέτη, κόρη του γιου που εφέρετο να απέκτησε ο Πουτσίνι από την εκτός γάμου σχέση του με τη γιαγιά της, Τζούλια Μανφρέντι. Η Νάντια δήλωσε πως ο πατέρας της πέθανε πάμπτωχος το 1988, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ο δικός του πατέρας και ζήτησε να γίνει εξέταση DNA προκειμένου να επιβεβαιωθεί η συγγενική της σχέση με τον συνθέτη. Τους ισχυρισμούς της, πάντως, ήρθε να ενισχύσει ο σκηνοθέτης της ταινίας Πάολο Μπενβενούτι, ο οποίος τη συνάντησε και δήλωσε εντυπωσιασμένος από την εμφανή ομοιότητά της με τον Πουτσίνι. Στο σπίτι της, μάλιστα, στην Πίζα ανακάλυψε μια σκονισμένη βαλίτσα γεμάτη με φωτογραφίες και επιστολές τις οποίες απέστειλε ο συνθέτης στη γιαγιά της το διάστημα 1908-1922.
Δημοτικότητα και αντιζηλία


Η ιστορία αυτή προκάλεσε την οργή της Σιμονέτα Πουτσίνι, εγγονής του συνθέτη, ιδιοκτήτριας της βίλας στο Torre del Lago και του αρχείου του, η οποία ζήτησε δημοσίως τη συμπαράσταση του κόσμου «προκειμένου να διαφυλαχθεί η μνήμη του Πουτσίνι από τα τοπικά κουτσομπολιά». Από την πλευρά του, ο Μπενβενούτι επέμεινε ότι η ταινία του βασίζεται σε δεδομένα τα οποία προέκυψαν ύστερα από χρόνια ολόκληρα έρευνας…
Ωστόσο, κάμποσα χρόνια νωρίτερα και η ίδια η Σιμονέτα είχε καταφύγει στη Δικαιοσύνη προκειμένου να αποδείξει τη συγγενική της σχέση με τον Πουτσίνι. Κι αυτό, γιατί ο πατέρας της Αντόνιο –ο οποίος γεννήθηκε στο πλαίσιο του γάμου του συνθέτη –είχε αποκτήσει την ίδια εκτός γάμου, χωρίς να την αναγνωρίσει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1946. Ως Σιμονέτα Τζουρουμέλο, λοιπόν, το 1980 κατέφυγε στο δικαστήριο, όπου και πέτυχε να κερδίσει την υπόθεση και να αναγνωριστεί ως φυσική απόγονος και κληρονόμος της περιουσίας. Τότε άλλαξε και το επώνυμό της σε Πουτσίνι…
Η έρευνα που είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Φεβρουάριο έχει πράγματι ενδιαφέρον: ο Βέρντι και ο Πουτσίνι είναι οι συνθέτες που συγκινούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο όχι μόνο το ιταλικό κοινό αλλά και τους ιδιώτες χορηγούς. Κι αυτό, γιατί ως τις 28 Ιανουαρίου 2016, από τα 60.692.000 ευρώ των ιδιωτικών χορηγιών, τα 34.534.000 ευρώ –ήτοι το 57% –δόθηκαν σε λυρικά θέατρα ρεπερτορίου.

Τι έλεγε ο Βέρντι για τον Πουτσίνι
Ποια ήταν άραγε η σχέση ανάμεσα στους δύο συνθέτες; Ο Βέρντι (1813-1901) και ο Πουτσίνι (1858-1924) υπήρξαν μεταξύ τους αντίπαλοι; Ο Ντέιβιντ Γκέιμπλ, αμερικανός ερευνητής της βερντιανής δημιουργίας, παραθέτει ορισμένα στοιχεία: Η τελευταία όπερα του Βέρντι, ο «Φάλσταφ», θυμίζει, έκανε πρεμιέρα το 1893, την ίδια χρονιά δηλαδή με τη «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι, την τρίτη όπερα του συνθέτη και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Η «Μποέμ» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1896 και η «Τόσκα» το 1900, έναν χρόνο δηλαδή πριν από τον θάνατο του Βέρντι. Δεν υπήρχε καμία αντιπαλότητα, επισημαίνει ο ίδιος. Το 1893 ο μεν Βέρντι κυριαρχούσε στην ιταλική σκηνή για μισό αιώνα, ο δε νεαρός Πουτσίνι δεν ήταν ακόμη παρά ένας πολλά υποσχόμενος συνθέτης.
Οι συνθήκες, τονίζει ο Γκέιμπλ, ήταν πολύ διαφορετικές τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα, με την έλευση του Αρίγκο Μπόιτο και του κινήματος Scapigliatura τη δεκαετία του 1860, όταν ο Βέρντι ενδιαφερόταν πραγματικά για τις απόψεις και τις αντιδράσεις του κύκλου των νέων συνθετών που περιέβαλλαν τον δημιουργό του «Μεφιστοφελή», η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε λίγες εβδομάδες πριν από αυτήν του «Ντον Κάρλο».
Ωστόσο, έχουν σωθεί κάποιες παρατηρήσεις του Βέρντι επάνω στη μουσική του Πουτσίνι. Στο τέλος της ζωής του ο Βέρντι αναρωτιόταν ειρωνικά γιατί ο Πουτσίνι «χρειαζόταν τόσα κουδούνια στην έναρξη της τελευταίας πράξης της Τόσκα», τη στιγμή που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει μόλις ένα στο Miserere από τον «Τροβατόρε». Λίγο μετά την πρεμιέρα της πρώτης όπερας του Πουτσίνι με τίτλο «Le Villi» το 1884, ο Βέρντι έγραφε στον φίλο του, κόμη Αριβαμπένε: «Ακούω ότι για τον μουσικό Πουτσίνι λέγονται καλά πράγματα… Ακολουθεί τις μοντέρνες τάσεις, πράγμα φυσικό, αλλά επιμένει στην όπερα που δεν είναι ούτε παλιά ούτε μοντέρνα. Μου φαίνεται, όμως, ότι το συμφωνικό στοιχείο υπερισχύει στη δημιουργία του. Κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Ωστόσο, εδώ πρέπει να κινείται κανείς με προσοχή. Η όπερα είναι όπερα και η συμφωνία είναι συμφωνία. Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να γράφει κανείς ένα κομμάτι μόνο και μόνο για να προσφέρει στην ορχήστρα τη χαρά του χορού». Οι παρατηρήσεις αυτές, συνεχίζει ο Γκέιμπλ, εκφράζουν τα ίδια εθνικά συναισθήματα σχετικά με τη διάκριση μεταξύ ιταλικής και γερμανικής παράδοσης, τα οποία είχε εκφράσει ο Βέρντι από την πρώτη ιταλική παρουσίαση του βαγκνερικού «Λόενγκριν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ